Ο οικονομικός τυφώνας που προκάλεσε ο COVID-19 στην παραγωγική δραστηριότητα ανέτρεψε τα δεδομένα σε κοινωνικό και οικονομικό πεδίο, φέρνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων αντιμέτωπες με μία πρωτόγνωρη κρίση που δεν είχαν βιώσει ποτέ στο παρελθόν (ούτε καν στα δύσκολα μνημονιακά χρόνια).
Το γενικευμένο lockdown που επιβλήθηκε στην αγορά, κάτι πρωτοφανές σε συνθήκες ειρήνης, πέρα από τα τεράστια προβλήματα που δημιούργησε στις επιχειρήσεις (κατακόρυφη πτώση τζίρου και κερδών, συσσώρευση φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων), ανέδειξε νέες προκλήσεις και ευκαιρίες οι οποίες θα κρίνουν την επιβίωσή τους, λειτουργώντας παράλληλα σαν επιταχυντής ριζικών αλλαγών στο επιχειρηματικό τοπίο. Στο νέο περιβάλλον που διαμόρφωσε η πανδημία, οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να «διαβάσουν» σωστά τα νέα δεδομένα και επιδεικνύοντας ευελιξία και προσαρμοστικότητα να ανταποκριθούν στις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις ενός ανταγωνιστικού διεθνούς περιβάλλοντος. Το ισχυρό σοκ που υπέστησαν οι οικονομίες από την επέλαση του κορονοϊού και η άνευ προηγουμένου συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως, αναγκάζουν τους επιχειρηματίες να αναπροσαρμόσουν τα πλάνα τους και να χαράξουν νέες στρατηγικές για να είναι έτοιμοι σε ένα ενδεχόμενο δεύτερο κύμα της επιδημίας.
Κάνοντας την κρίση, ευκαιρία
Οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων, οι νέες ανάγκες που «γέννησε» η υγειονομική κρίση, οι νέες μορφές εργασίας που αναδείχτηκαν μπορούν να λειτουργήσουν σαν πυξίδα για το δρόμο στον οποίο πρέπει να βαδίσει το επιχειρείν στη νέα... εποχή που θα αναδυθεί όταν τελειώσει οριστικά ο υγειονομικός εφιάλτης.
Η ταχύτατη προσαρμογή στη νέα κατάσταση με επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων, προσφορά ποιοτικών και καινοτόμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας σε ανταγωνιστικές τιμές στις αγορές του εξωτερικού, υιοθέτηση και εφαρμογή της τηλεργασίας είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη που θα φέρει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε θέση ισχύος, παρέχοντας παράλληλα την αναγκαία ώθηση στην ελληνική οικονομία για να εισέλθει ξανά σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι συνθήκες που θα αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις μετά την κρίση θα είναι διαφορετικές. Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν πιο έντονο ανταγωνισμό στις αγορές που δραστηριοποιούνται. Αλλά το πόσες και ποιες επιχειρήσεις θα αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που θα τους παρουσιαστούν μένει να φανεί. Η γρήγορη και επιτυχής προσαρμογή των επιχειρήσεων στα νέα δεδομένα θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Δηλαδή το κατά πόσο ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες θα υπάρχουν στις διεθνείς αγορές. Ενθαρρυντικό σημάδι είναι πως οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις άντεξαν κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της κρίσης, με τα ελληνικά προϊόντα να φτάνουν σε κάθε γωνιά της γης, παρά τις δυσκολίες. Μάλιστα, οι ελληνικές εξαγωγές στο πρώτο τετράμηνο του έτους αυξήθηκαν κατά 1,1% (εξαιρουμένου του κλάδου των πετρελαιοειδών).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πανδημία δοκίμασε τις αντοχές των επιχειρήσεων σε ακραίο σημείο. Η ύφεση τη φετινή χρονιά είναι αναπόφευκτη. Συνεπώς οι τζίροι θα συρρικνωθούν, τα εισοδήματα θα μειωθούν ραγδαία, η ανεργία θα ανέβει, η ιδιωτική κατανάλωση θα σημειώσει βουτιά, επενδυτικά σχέδια θα ανασταλούν.
Ωστόσο, κάθε κρίση γεννά και μία ευκαιρία. Αρκεί να έχει κάποιος τη διορατικότητα να την αντιληφθεί αξιοποιώντας την. Το διάστημα αυτό μπορεί να αποτελέσει και ένα… τεστ με την εφαρμογή νέων μεθόδων και πρακτικών που θα οδηγήσουν το επιχειρείν και κατ’ επέκταση τη χώρα ένα βήμα μπροστά, μακριά από παθογένειες και αγκυλώσεις του παρελθόντος που πλήρωσε ακριβά. Τα κονδύλια που θα έρθουν από την ΕΕ σε συνδυασμό με ένα στιβαρό και αποτελεσματικό σχέδιο εστιασμένο στην «επόμενη μέρα», μπορούν να αλλάξουν... επίπεδο την ελληνική οικονομία, ανοίγοντας νέους ορίζοντες για τη χώρα.
Η «ΜτΚ» επιχειρεί να ανοίξει τη συζήτηση για τη μετά κορονοϊό εποχή, δίνοντας το λόγο σε ανθρώπους της αγοράς που ξέρουν από πρώτο χέρι τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το επιχειρείν σήμερα, αλλά και τις ευκαιρίες που μπορούν να εκμεταλλευτούν οι επιχειρήσεις για να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικές σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον.
Σε όλους θέσαμε ένα φαινομενικά απλό ερώτημα: Μπορεί η κρίση να γίνει ευκαιρία; Και αν ναι, πως;
«Συνενώσεις και ψηφιοποίηση»
«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να μετατρέψουν την κρίση που προκάλεσε ο κορονοϊός σε ευκαιρία ανάπτυξης, αν επιδιώξουν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσα από συνενώσεις και συνεργασίες», επισημαίνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς.
«Με αυτό τον τρόπο «οι επιχειρήσεις μπορούν να επιτύχουν οικονομίες κλίμακος, μείωση δηλαδή του μακροχρόνιου μέσου συνολικού κόστους ενώ η παραγωγή αυξάνεται», εξηγεί. Αναφορικά με τη χρήση νέων τεχνολογιών από τις ΜμΕ, σημειώνει πως «είμαστε πολύ πίσω στον τομέα της ψηφιοποίησης (ειδικά στα e-shop) τα περιθώρια ανάπτυξης βέβαια είναι τεράστια, στο σημερινό ψηφιακό κόσμο οι νέες τεχνολογίες μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό σύμμαχο στην προσπάθεια των μικρών εταιρειών να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους».
Επικαλέστηκε μάλιστα πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ στην οποία το 50% των ερωτηθέντων ανέφερε πως αξιοποιεί την τεχνολογία στην επιχείρησή του. «Η ψηφιοποίηση βέβαια απαιτεί κεφάλαια (με το μέγεθος μίας επιχείρησης να παίζει και αυτό σημαντικό ρόλο) και εκεί μπορεί να βοηθήσει το κράτος», υποστηρίζει.
Για το νέο παραγωγικό μοντέλο στο οποίο πρέπει να στραφεί η ελληνική οικονομία, τονίζει πως η χώρα «πρέπει να αρχίσει να παράγει ξανά, έχουμε μετατρέψει την οικονομία από παραγωγική σε μεταπρατική, στηριζόμαστε στις εισαγωγές και αυτό επιδεινώνει και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας». Η Ελλάδα πρέπει να στηριχτεί στον πρωτογενή τομέα και στην αγροτική παραγωγή και να «επιδιώξει την τυποποίηση των προϊόντων που παράγει επιδιώκοντας και καλύτερες τιμές για τον παραγωγό, για παράδειγμα το 80% του ελληνικού ελαιολάδου πωλείται χύμα και όχι συσκευασμένο», αναφέρει.
«Η χώρα αυτή τη στιγμή δεν παράγει τίποτα, μία μεγάλη βιομηχανία χρειάζεται δίπλα της μικρές βιοτεχνίες για να την τροφοδοτούν, αυτό πρέπει να αλλάξει», λέει. Ο κ. Καββαθάς θεωρεί ότι «βιοτεχνία, βιομηχανία, υποδομές (υπάρχει μεγάλο κτιριακό απόθεμα), οικοδομή, ορυκτός πλούτος, τουρισμός, γαστρονομία», μπορούν να αποτελέσουν μοχλούς ανάπτυξης για τη χώρα. «Υπερφορολόγηση, υπερχρέωση, έλλειψη χρηματοδότησης» είναι τα τρία μεγάλα αγκάθια για τις ΜμΕ σήμερα. Επισημαίνει πως είναι άμεση ανάγκη να υπάρξουν «μειώσεις άμεσων και έμμεσων φόρων (ΦΠΑ), ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους και αντιμετώπιση των φλέγοντων ζητημάτων της ρευστότητας (οι τράπεζες λόγω του βραχνά των κόκκινων δανείων δεν μπορούν να κάνουν και πολλά) και της υπερχρέωσης» για να ανασάνει η αγορά και «να μη διαταραχτεί η κοινωνική συνοχή».
«Η κρίση δεν επηρέασε το ίδιο όλους τους κλάδους»
«Η οικονομική κρίση που προκάλεσε ο COVID-19 δεν επηρέασε το ίδιο τους διάφορους κλάδους της οικονομίας (για παράδειγμα τα τρόφιμα επηρεάστηκαν λιγότερο σε σχέση με την ένδυση), συνεπώς είναι διαφορετικές οι προκλήσεις που θα παρουσιαστούν σε μία επιχείρηση, ανάλογα με τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται», αναφέρει ο Α’ αντιπρόεδρος του ΕΒΕΘ, Εμμανουήλ Βλαχογιάννης. «Οι ευκαιρίες που προκύπτουν αυτή την εποχή έχουν να κάνουν κυρίως με νέες τεχνολογίες στο επίπεδο των υπηρεσιών, για να αξιοποιηθούν βέβαια χρειάζεται χρηματοδότηση και γνώση». Προσθέτει πως «το ηλεκτρονικό εμπόριο όμως έχει και αυτό τα όριά του, οι κοινωνικές εκδηλώσεις δεν μπορούν να υποκατασταθούν», σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν γίνεται να κάνεις γλέντι εξ αποστάσεως». Παραθέτει μάλιστα σαν παράδειγμα έναν παραγωγό κρασιού ο οποίος από τη στιγμή που δεν γίνονται κοινωνικές εκδηλώσεις δεν μπορεί να διαθέσει το προϊόν του… ηλεκτρονικά.
«Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στην αύξηση των εξαγωγών, στην ενίσχυση της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας καθώς και στην καινοτομία», επισημαίνει. Αναφερόμενος στα προβλήματα που ταλανίζουν το επιχειρείν σήμερα, στέκεται στους υπέρογκους φόρους, στις υψηλές εισφορές, κρίνοντας επιτακτική την ανάγκη για μείωσή τους και στη μειωμένη ρευστότητα. Θεωρεί πως η δυσκολία των επιχειρήσεων να βρουν τα κεφάλαια που χρειάζονται έχει να κάνει με τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος το οποίο «δεν μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στο ρόλο του να στηρίξει την πραγματική οικονομία».
«Διαφορετική οργάνωση κλάδων και επαγγελμάτων»
«Όλες οι κρίσεις μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρία, αρκεί να έχεις πρόγραμμα και σχέδιο, οι ΜμΕ που αποτελούν τη βάση της παραγωγικής δραστηριότητας της οικονομίας μας, μετά από μια δεκαετή κρίση έχουν φτάσει στα όρια τους», τονίζει ο Α’ αντιπρόεδρος του ΒΕΘ, Δημήτρης Βαργιάμης. «Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο στον τουρισμό, το μοντέλο αυτό εξάντλησε τα όριά του, πρέπει να παράγουμε τα δικά μας προϊόντα για να γίνουμε αυτάρκης σαν χώρα», προσθέτει.
«Το νέο παραγωγικό μοντέλο χρειάζεται να στοχεύει σε μία διαφορετική οργάνωση των κλάδων και των επαγγελμάτων στην κατεύθυνση της μεταποίησης, δεν μπορούμε να τα αφήσουμε όλα στον αυτόματο πιλότο της ελεύθερης αγοράς, το κράτος πρέπει να έχει παρεμβατικό ρόλο, τα επιμελητήρια και οι επαγγελματικές ενώσεις πρέπει επίσης να έχουν λόγο», εξηγεί.
«Η Ελλάδα μπορεί να στηριχτεί και να εκμεταλλευθεί τον πρωτογενή τομέα στον οποίο έχει και συγκριτικό πλεονέκτημα, μέχρι τώρα τον έχουμε αφήσει ανεκμετάλλευτο, τα ελληνικά προϊόντα μπαίνουν στο ίδιο καλάθι με τα υπόλοιπα, δεν έχουμε δημιουργήσει έναν φορέα που θα κατευθύνει τους παραγωγούς στο πως θα πιστοποιούν αλλά και θα αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα του προϊόντος που παράγουν», υποστηρίζει.
«Κλειδί το εκπαιδευτικό σύστημα»
Συνεχίζοντας, αναφέρει πως βασική προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου είναι η ριζική αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος. «Η χώρα πρέπει να στηριχτεί σε όλα τα επαγγέλματα και να μην απαξιώνει όσους ασχολούνται με την παραγωγή». Για να γίνει αυτό χρειάζεται να υπάρχει «επαγγελματική καθοδήγηση στα παιδιά από το γυμνάσιο και κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων για όλα τα επαγγέλματα».
«Το κυριότερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή για τις επιχειρήσεις είναι η ρευστότητα, οι τράπεζες δε βοηθάνε ιδιαίτερα, οι ΜμΕ δε χρειάζονται δάνεια που δεν θα μπορούν να αποπληρώσουν, από τα χρηματοδοτικά εργαλεία που ανακοινώθηκαν μόνο η επιστρεπτέα προκαταβολή λειτούργησε στηρίζοντας την αγορά», σημειώνει.
Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τονίζει ότι θα στραφούν και στις συγχωνεύσεις και συνενώσεις για να θωρακιστούν αλλά και να ανταπεξέλθουν σε μία πιθανή νέα κρίση. Προσθέτει πως «χρειάζεται να υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα από την κυβέρνηση και για τους αυτοαπασχολούμενους, πρέπει να αντιμετωπιστούν σαν μισθωτοί».
Για τα ευρωπαϊκά κεφάλαια που θα εισρεύσουν στην οικονομία θεωρεί πως «είναι αναγκαίο να πάνε σε στοχευμένες δράσεις που θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν».
«Παροχή ρευστότητας και τόνωση ανταγωνιστικότητας»
«Δεν είμαι αισιόδοξος ότι η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία ανάπτυξης των επιχειρήσεων στη σημερινή συγκυρία, η διάδοση του ηλεκτρονικού εμπορίου δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις παραδοσιακές μεθόδους σε όλους τους κλάδους, οι επόμενοι μήνες θα είναι πολύ δύσκολοι, αφού περάσει η καταιγίδα τότε μπορούμε να δούμε την επόμενη μέρα», λέει ο πρόεδρος της ΖΑΝΑΕ, Nίκος Πέντζος.
«Μεταποίηση και εξαγωγές» μπορούν να βοηθήσουν στην ανάταξη της ελληνικής οικονομίας, αναφέρει. Ταυτόχρονα, θεωρεί πως τα κονδύλια της ΕΕ που θα λάβει η χώρα πρέπει να κατευθυνθούν στη χρηματοδοτική ενίσχυση των επιχειρήσεων και την τόνωση της ανταγωνιστικότητάς τους με μείωση των εργοδοτικών εισφορών. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι και τα επιτόκια δανεισμού πρέπει να μειωθούν για να είναι σε θέση οι ελληνικές επιχειρήσεις να στέκονται επαρκώς στο διεθνές περιβάλλον. Εμφανίζεται παράλληλα συγκρατημένα αισιόδοξος πως «τους προσεχείς μήνες, μετά τη γραφειοκρατία του πρώτου διαστήματος, οι τράπεζες θα εκταμιεύσουν τα απαραίτητα κονδύλια για τη στήριξη των επιχειρήσεων που το έχουν ανάγκη».
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 09.08.2020.