Κάθε φορά που επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, ειδικά για να παίξει, ξυπνάει κάτι νοσταλγικό. Η άλλη αλήθεια είναι πως αυτό δεν συμβαίνει και τόσο σπάνια, αφού δεν είναι η πρώτη φορά που η γνωστή πιανίστα Μαρία Μυλαράκη εμφανίζεται στο Μέγαρο Μουσικής της πόλης είτε με μικρό σχήμα μουσικής δωματίου, είτε με μεγάλο όπως το Piandaemonium. «Σε κάθε περίπτωση για κάθε μουσικό το να παίζει σε ένα χώρο κατάλληλα φτιαγμένο γι’ αυτό, όπως είναι το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης είναι μια άνετη εμπειρία. Νιώθεις σίγουρα σαν να ανήκεις στον χώρο σου για να παίξεις κλασική μουσική με συνθήκες όσο γίνεται κατάλληλες για αυτόν τον σκοπό», λέει η ίδια στη «ΜτΚ».
Αυτή τη φορά παρουσιάζουν έργα για βιολί και πιάνο επηρεασμένα από τον γαλλικό ρομαντισμό μαζί με τον βιολονίστα Μιγκέλ Μιχαηλίδη με τον οποίο έχουν ξανασυνεργαστεί. «Συνεννοούμαστε καλά, οι πρόβες μας είναι εποικοδομητικές και ο Μιγκέλ είναι ένας πολύ καλός μουσικός και ένας μουσικός με χιούμορ και σεβασμό στο συνεργάτη του. Είναι πολύ βασικό για μένα να ταιριάξει κανείς και στην ιδιοσυγκρασία με τον συνάδελφό του, απαραίτητο για να βγει αρμονικό και καλό αποτέλεσμα ειδικά στη μουσική δωματίου .Οπότε αποφασίσαμε να το ξαναδοκιμάσουμε», τονίζει.
Τα έργα καλύπτουν σχεδόν δύο αιώνες δημιουργίας, επομένως το καθένα εκφράζει και απαιτεί διαφορετικά πράγματα. «Σίγουρα, το μεγάλο κοινό τους είναι ότι απαιτούν μια ιδιαίτερη εκφραστικότητα και ύφος, δεν αρκεί να είσαι τεχνικά σωστός, πρέπει να περνάει και η ιδιαίτερη έκφραση του κάθε έργου. Ο J.-M. Leclair έχει μπαρόκ στοιχεία, για παράδειγμα, ενώ το έργο του Ravel, η μόνη σονάτα του που δημοσιεύτηκε και παίχτηκε όσο ζούσε έχει έντονα τζαζ επιρροές, με το γνωστό δεύτερο μέρος της σονάτας που ο ίδιος έβαλε τον τίτλο Blues. Για τον C. Franck τα λόγια είναι περιττά, οι συνθέσεις του είναι έντονα αντιστικτικές, ιδιότυπα και πρωτότυπα υστερομαντικές με μεγάλες απαιτήσεις από τον εκτελεστή. Θα παίξουμε την πασίγνωστη, τόσο πανέμορφη όσο και απαιτητική, σονάτα του για βιολί και πιάνο. Ο ίδιος όπως ανεκδοτολογικά έχει καταγραφεί διέθετε πολύ μεγάλα χέρια με μεγάλο άνοιγμα που του επέτρεπαν να εκτείνονται έως 12 λευκά πλήκτρα στο κλαβιέ. Έτσι στη «Σονάτα για Βιολί και Πιάνο σε Λα Μείζονα» που θα παίξουμε και εμείς έχει απλώσει συγχορδίες 10ης σε τέτοιο βαθμό που η εκτέλεση απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Επίσης έχουμε τη χαρά να ερμηνεύσουμε και ένα ελληνικό έργο το «Πρελούδιο» του Σόλωνα Μιχαηλίδη, ενός μουσικού που έχει σημαδέψει με την παρουσία του τη μουσική ζωή της Θεσσαλονίκης. Το έργο αυτό έχει έντονα λυρικά χαρακτηριστικά και απαιτεί ιδιαίτερη ευαισθησία. Καταλαβαίνετε ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλαπλές προκλήσεις, γεγονός φυσικά που χαροποιεί κάθε μουσικό», επισημαίνει η Μαρία Μυλαράκη.
«Το ζήτημα είναι να παραμείνει η κλασική μουσική ζωντανή»
Γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της εδώ, έφυγε στην Αυστρία για να σπουδάσει περαιτέρω, όπως οι περισσότεροι μουσικοί της κατεύθυνσής της. «Ανήκω σε μια γενιά καλλιτεχνών που έχει μεγαλώσει σε ένα καθεστώς επισφάλειας. Ως ‘παιδιά της κρίσης’ με ό,τι αυτή προκάλεσε στον πολιτισμό, τόσο σε επίπεδο οικονομικό όσο και αμιγώς καλλιτεχνικό, η δυνατότητα διατήρησης μιας και μόνο βάσης υπήρξε κάτι το αδύνατο», υπογραμμίζει.
Έτσι, για τους παραπάνω λόγους λίγο καιρό αφού επέστρεψε στην Ελλάδα κατέβηκε στην Αθήνα. «Δεν άφησα τη Θεσσαλονίκη με ελαφρά τη καρδία. Εδώ είναι η οικογένειά μου, εδώ ήταν και οι παρέες μου. Όμως κάποια στιγμή επιστρέφοντας από την Αυστρία, από μία χώρα που θεωρείται όχι αδίκως το λίκνο της κλασικής μουσικής και μετά από πάρα πολλά διαφορετικά ακούσματα και εμπειρίες πολύ υψηλού επιπέδου, κάπως ένιωθα ότι δεν με χωρούσε ο τόπος. Κάπως σαν να είχε κλείσει ένας κύκλος που δεν είχε κάτι παραπάνω να μου προσφέρει και ειδικά σε μια πόλη ‘κλειστή’ σαν τη Θεσσαλονίκη», λέει η Μαρία Μυλαράκη.
Πέρα από αυτό ωστόσο θεωρεί σημαντικό για τον καλλιτέχνη να μη «βαλτώνει» σε ένα μέρος. «Γιατί αν ο ένας πυλώνας της δουλειάς μας είναι η αυστηρή πειθαρχία σε σχέση με το όργανο και το ρεπερτόριο μας, ο άλλος είναι το άνοιγμα σε νέες εμπειρίες, που φέρνουν στην επιφάνεια του χαρακτήρα νέες συναισθηματικές και αισθητικές εν γένει καταστάσεις. Η ρήση του Πομπήιου ‘navigare necesse est, vivere non est necesse’ δεν ισχύει μόνο για τους ναύτες αλλά και για τους καλλιτέχνες. Αυτή τη στιγμή διδάσκω στο Ωδειο Αθηνών και προσπαθώ όσο γίνεται σε ένα τόσο ανταγωνιστικό και αδηφάγο σύστημα να δραστηριοποιούμαι και καλλιτεχνικά. Πάντως όταν έρχομαι στη Θεσσαλονίκη νιώθω σίγουρα ο εαυτός μου. Ε, δεν γίνεται να μην την αγαπάς αυτήν την πόλη παρόλες τις δυσκαμψίες της», επισημαίνει.
Η ίδια δίδαξε από το 2009 έως το 2012 ως ΠΔ 407 στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας όταν η κρίση και η είσοδος της χώρας στα μνημόνια προκάλεσε μια λαίλαπα μειώσεων στους μισθούς, καθυστερήσεις στις πληρωμές και γενικότερη περαιτέρω απαξίωση στον δημόσιο τομέα. «Εκείνο το διάστημα φύγαμε ή μάλλον μας ανάγκασαν τελικά να φύγουμε αρκετοί για την Αθήνα. Όπως σήμερα βλέπουμε καθαρά το Πανεπιστήμιο υπήρξε -μαζί με την Υγεία και τις δημόσιες υποδομές- ο χώρος που επλήγη περισσότερο από τις συνεχείς δημοσιονομικές προσαρμογές. Έτσι έγινε αδύνατο και για μένα να συνεχίσω να απασχολούμαι εκεί, με καθαρά πρακτικούς όρους. Για να το πούμε αλλιώς ήταν μια συνολική απόφαση της τότε κυβέρνησης. Δεν έχω κλείσει το ενδεχόμενο να ξαναπορευτώ στα ακαδημαϊκά λιμέρια αλλά αυτό δεν εξαρτάται μόνο από εμένα».
Τέλος, θεωρεί ότι στην Ελλάδα έχουμε ταλέντα ικανά να αναπτύξουν ακόμη περισσότερο το είδος της μουσικής που υπηρετεί. «Έχοντας στενή επαφή με τα ωδεία βλέπω συνεχώς νέα παιδιά που έχουν την πειθαρχία, την όρεξη, το ταλέντο και τη δυνατότητα να αγγίξουν υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο. Θέλει όμως στήριξη και από φορείς για να στηριχτεί η νεότερη γενιά. Από μόνο του τίποτα δεν γίνεται. Το ζήτημα είναι να παραμείνει η κλασική μουσική ζωντανή και να μην αποτελεί ένα είδος που συνεχώς αργοπεθαίνει για να υπάρξει και το κίνητρο να ασχοληθεί ένα παιδί με αυτήν», καταλήγει η Μαρία Μυλαράκη.
INFO
Δευτέρα 11/3 στις 8.30μμ (Αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης, Μ2)
Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής 10 Μαρτίου