«Αν τον ρωτήσετε πού βρήκε δεκανίκι, πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή, θα αποκριθεί: Γεννήθηκα στη Σαλονίκη και ξέρω απ' έξω την διαδρομή». Οι στίχοι από το αυτοβιογραφικό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου, αναφέρονται στη γενέτειρα του σπουδαίου Έλληνα τραγουδιστή, στιχουργού και συνθέτη. Η Θεσσαλονίκη απόψε θα τιμήσει τον αγαπημένο της «Νιόνιο», ένα από τα πιο γνωστά «ξενιτεμένα» της παιδιά, σε ειδική συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
Στις 7 το απόγευμα, ο δήμαρχος Στελιος Αγγελούδης θα επιδώσει στον μεγάλο τραγουδοποιό το Αργυρό Μετάλλιο της πόλης (σ.σ. με βάση το τυπικό, το Χρυσό Μετάλλιο απονέμεται σε Αρχηγούς Κρατών, Αρχηγούς Εκκλησιών, Προέδρους Κυβερνήσεων) και θα ακολουθήσει μουσική εκδήλωση στον αύλειο χώρο του δημαρχείου, με τη συμμετοχή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Δήμου Θεσσαλονίκης και της Μικτής Χορωδίας Θεσσαλονίκης, υπό τη Διεύθυνση της Μαίρης Κωνσταντινίδου. Κατά τη διάρκειά της, εκτός από τις μουσικές νότες, στον χώρο θα αιωρούνται και οι μνήμες από την καθημερινή ζωή και το καλλιτεχνικό ξεκίνημα του Διονύση Σαββόπουλου.
Κάποιες απ' αυτές -με αφορμή την εκδήλωση- μεταφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο επιστήθιος φίλος του οραματιστή καλλιτέχνη Μπάμπης Καλλιπολίτης ή αλλιώς «ο Μπάμπης που έχει πιει», όπως τον καταχώρησε στο πάνθεο της μουσικής δημιουργίας του, με αφιερωμένο στον ίδιο τραγούδι.
Όπως μας λέει σήμερα «ο Μπάμπης που (δεν) έχει πιει», οι δρόμοι τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην ίδια τάξη ενός από τα πιο ιστορικά σχολεία της Θεσσαλονίκης, του Ε' Γυμνασίου Αρρένων και λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν να μοιράζονται το ίδιο θρανίο. Οι δύο χαριτωμένοι και συνάμα ανήσυχοι έφηβοι ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Μπάμπης Καλλιπολίτης, τους οποίους, εκτός από το σχολικό περιβάλλον, συνέδεαν τα κοινά τους ενδιαφέροντα για την ποίηση και τη μουσική, αλλά και οι ανησυχίες τους γύρω από θέματα φιλοσοφίας, τέχνης, ανθρωπίνων σχέσεων και -λίγο αργότερα- της πολιτικής.
Οι δυο τους συναντούσαν ποιητές της πόλης, συμμετείχαν σε ομίλους όπου εξέφραζαν τα ενδιαφέροντά τους και το 1962 μπήκαν μαζί στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. «Ο βασικότερος ποιητής με τον οποίο γνωριστήκαμε ήταν ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, αλλά και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος», αναφέρει ο Μπάμπης Καλλιπολίτης. «Αργότερα γνωριστήκαμε με τον Μανώλη Αναγνωστάκη, συνδεθήκαμε με τη "Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία Τέχνη", κάναμε διάφορους ομίλους καλλιτεχνικο-φιλοσοφικο-πολιτικού ενδιαφέροντος, συμμετείχαμε στην Φοιτητική Πνευματική Κίνηση "Ροτόντα" και ταυτόχρονα εκφράζαμε το έντονο πολιτικό μας ενδιαφέρον για τα τότε τεκταινόμενα στην πατρίδα μας», θυμάται ο Μπάμπης Καλλιπολίτης, ο οποίος ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο το 1968 και αφού υπηρέτησε τη θητεία του σε …τάγμα ανεπιθύμητων, απολύθηκε το 1971 και άνοιξε δικηγορικό γραφείο.
Αντίθετα, ο φίλος και συμφοιτητής του Διονύσης, εγκατέλειψε τη νομική σχολή, την οικογένειά του αλλά και την πόλη του και το 1963 …το έσκασε για την Αθήνα για να ασχοληθεί με το τραγούδι. «Εκεί, ως πουλί ελεύθερο και ωραίο, αλλά χωρίς καμία υποστήριξη, αφού αιωρήθηκε μέσα στη μοναξιά του, κατάφερε σιγά σιγά να αρχίσει να παράγει το σοβαρό καλλιτεχνικό του έργο», υπογραμμίζει ο κ. Καλλιπολίτης θυμίζοντας ότι το πρώτο του τραγούδι ήταν το «Ήλιε αρχηγέ».
Όπως σημειώνει, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανέκαθεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική και «με διάφορους τρόπους αυτοφυώς παρήγε το καλλιτεχνικό του ταλέντο, μπαίνοντας με τα …μπούνια στην ποιητική καλλιτεχνική του δημιουργία», γράφοντας μουσική και στίχους που προέκυπταν από τη ζωή, όπως αυτός τη βίωνε. Έτσι, στην Αθήνα, άρχισε σταδιακά να αναγνωρίζεται από ένα τμήμα -κυρίως νέων- ανθρώπων, ο κύκλος των οποίων όμως, όπως περιγράφει ο Μπάμπης Καλλιπολίτης, άρχισε να μεγαλώνει, «όπως όταν πετάμε την πέτρα στο νερό και σιγά σιγά οι κύκλοι γύρω της ολοένα και επεκτείνονται».
Αν και ο παιδικός του φίλος ζούσε πια στην Αθήνα και έκανε συνεργασίες που εξελίχθηκαν σε φιλίες με άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, οι σχέσεις των δύο δεν διακόπηκαν, διότι αμφότεροι πηγαινοερχόταν στις δύο πόλεις. «Εκτός από την πνευματική, αναπτύχθηκε και πραγματική φιλία, έτσι τα ίχνη μας δεν χάθηκαν ποτέ», λέει χαρακτηριστικά και αυτό αποδεικνύεται και από τους δεσμούς που διατήρησαν και στη συνέχεια, με τις οικογένειες που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Άλλωστε στις αναμνήσεις του κυριαρχούν κοινές τους οικογενειακές στιγμές.
«Θυμάμαι το '73 που πήγαμε τέσσερις φίλοι με τις γυναίκες μας διακοπές στη Σκύρο, μετά από προτροπή του Γιώργου Κοντογιάννη. Μεταξύ των φίλων ήταν ο Νίκος Παπάζογλου και ο Τάκης Σιμώτας -που είναι και αυτός από τους κολλητούς μας κι έχει γράψει στίχους για τον Παπάζογλου. Εκεί, ένα ωραίο βράδυ στην αμμουδιά, ο Διονύσης μας έπαιξε για πρώτη φορά το τραγούδι "Γεννήθηκα στη Σαλονίκη". Όταν τελείωσε, πετάχτηκε από το βάθος μέσα στο σκοτάδι ένας κύριος και είπε «μπράβο Διονύση, πολύ ωραίο τραγούδι, μου άρεσε πάρα πολύ». Ήταν ο συγγραφέας Στρατής Τσίρκας», λέει χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, ο Μπάμπης Καλλιπολίτης, όπως και η κόρη του Λυδία, αναφέρονται στους στίχους του πασίγνωστου «Ας κρατήσουν οι χοροί», το οποίο ο Σαββόπουλος έγραψε συνθέτοντας διάφορα γεγονότα από την καθημερινή ζωή τη δική του και ατόμων της παρέας του, χρησιμοποιώντας τα πραγματικά τους ονόματα. Συγκεκριμένα, ο στίχος «Nα κι ο Mπάμπης που έχει πιει, κι η Λυδία ντρέπεται που όλο εκείνη βλέπετε», εμπνεύστηκε από μία στιγμή στη διάρκεια μάζωξης στο σπίτι του Μπάμπη.
«Σε μία γιορτή που έκανα στο σπίτι μου, στη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσα με τη γυναίκα μου και την κόρη μου τη Λυδία η οποία ήταν τότε τεσσάρων ετών, κάλεσα τους φίλους μου, ξεφαντώσαμε, ήπιαμε και κατά την …τρίτη πρωινή, από τη συρταρωτή πόρτα του σαλονιού εμφανίστηκε το κεφαλάκι της κόρης μου, που ξύπνησε και είδε τον μπαμπά με τους φίλους του να τα πίνουν και να γλεντάνε. Τότε ντράπηκε, έκλεισε την πόρτα και έφυγε πίσω», αποκαλύπτει ο κ. Καλλιπολίτης, λέγοντας ότι τα υπόλοιπα ονόματα του τραγουδιού, αντιστοιχούν σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις με ανθρώπους της παρέας τους.
«Η φιλία μας κρατάει η 70 χρόνια κι αυτό είναι πάνω απ' όλα», καταλήγει ο κ. Καλλιπολίτης.