Η Βούλα Πατουλίδου έγραψε το όνομά της με μεγάλα, ολόχρυσα γράμματα πριν από 29 χρόνια στον ελληνικό αθλητισμό κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης. Η διαδρομή της από ένα μικρό χωριό της Φλώρινας μέχρι το υψηλότερο σκαλί του Ολυμπιακού βάθρου περιελάμβανε ατελείωτες ώρες προπονήσεων, πόνο, θυσίες, αλλά και στο τέλος μεγάλες χαρές.
Η αντιπεριφερειάρχης μητροπολιτικής ενότητας Θεσσαλονίκης ξετυλίγει μαζί μας το κουβάρι των αναμνήσεών της από το καλοκαίρι του 1992, με αποκορύφωμα τις στιγμές που έζησε την 6η Αυγούστου και δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο Τόκιο, καθώς είμαστε σε απόσταση αναπνοής πλέον από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων.
Πότε ξεκινήσατε την προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και πώς εξελίχθηκε αυτή; Πήγαν όλα έτσι όπως τα είχατε σχεδιάσει με τον προπονητή σας ή υπήρξαν απρόοπτα;
Η προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι μία προσπάθεια πολλών ετών. Το 1990 ήταν μία από τις πολύ καλές χρονιάς για εμένα: τότε γινόταν το Βαλκανικό πρωτάθλημα στην Κωνσταντινούπολη και αναδείχθηκα η καλύτερη αθλήτρια των Βαλκανίων. Αυτό μας έδωσε να καταλάβουμε ότι υπήρχε ένα ταλέντο, το οποίο προσπαθούσαμε λίγο να το ξεθαμπώσουμε και να το δυναμώσουμε. Η διάκριση αυτή μού έδωσε φτερά. Το ’91 πήγαμε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στο Τόκιο, όπου ήμουν σε φοβερή κατάσταση. Στην προπόνηση έτρεχα 12.50, 12.55, 12.45, αλλά οι επιδόσεις αυτές δεν γράφτηκαν ποτέ σε επίσημο αγώνα. Πήγαμε, λοιπόν, με αξιώσεις στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στο Τόκιο, δεν τα καταφέραμε και φύγαμε. Ούτε καν προκρίθηκα, παρότι ήμουν σε πολύ καλή κατάσταση. Αλλά όλα πήγαν στραβά σε εκείνο τον αγώνα και κυρίως δεν ήμουν έτοιμη συναισθηματικά να αντέξω το βάρος του «οι άλλοι είναι καλύτεροι». Παρά το γεγονός, όμως, ότι δεν πήγα καλά στο Τόκιο, ήρθε η πρόκριση σχετικά νωρίς. Σχεδόν από τον πρώτο αγώνα εκείνης της χρονιάς.
Πώς καταφέρατε να ξεπεράσετε τη μη αναμενόμενη αυτή εμφάνιση στο Τόκιο και να τσεκάρετε εν τέλει το εισιτήριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες;
Τα κατάφερα γιατί βρέθηκε ένας άνθρωπος που στάθηκε στο πλευρό μου να καλύψει αυτήν την αδυναμία που είχα στο ψυχολογικό κομμάτι. Γιατί αν οι άλλοι σου λένε «δεν μπορείς, δεν μπορείς, δεν μπορείς» κάποια στιγμή το πιστεύεις ακόμα και αν είσαι ο καλύτερος. Ακόμα και αν δεν μειονεκτείς, προσπαθούν να σε πείσουν ότι υστερείς και είναι ό,τι χειρότερο, ό,τι πιο απαξιωτικό και ό,τι πιο χυδαίο σε συμπεριφορά είτε αυτή προέρχεται από κάποιον παράγοντα είτε από κάποιον προπονητή είτε από οποιονδήποτε είναι γύρω σου. Έτσι, υπήρχε αμφισβήτηση από εμένα προς εμένα. Εγώ λέω ότι αν δεν μπορείς να πεις καλές κουβέντες, τουλάχιστον μην λες κακιά.
Επανέρχομαι, λοιπόν, στην ερώτηση και προσθέτω ότι κατόρθωσα να ισοπεδώσω την όποια αμφισβήτηση δεχόμουν, να την αφανίσω, με τη βοήθεια ενός ψυχολόγου, ο οποίος με προπόνησε στον έλεγχο των συναισθημάτων μου. Συνεπώς, ήμουν τόσο έτοιμη όσο κανείς δεν περίμενε ότι θα είμαι. Με βοήθησε ακόμα και να ελέγξω τον πόνο. Γιατί στον τελικό ήμουν τραυματισμένη και έκανα να περπατήσω εννέα μήνες μετά. Έτρεξα με διπλή παυσίπονη ένεση. Αλλά δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να σκύψει το κεφάλι.
Τα συναισθήματα ήταν μόνο θετικά, γιατί μόνο έτσι μπορείς να κάνεις την υπέρβαση. Ο σύζυγός μου, ο Δημήτρης ο Ζαρζαβατσίδης, μού έλεγε συνέχεια «μπορείς, μπορείς, κανείς δεν έχει γυμναστεί όσο εσύ». Πολλά τόνοι βάρη, πολλά χιλιόμετρα, αργά, γρήγορα, χωρίς διακοπές. Απίστευτες εργατοώρες. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια είχα να πάω διακοπές. Ο πρωταθλητισμός είναι μία κατηγορία μόνος του.
Δεχόμενη αυτήν την ψυχολογική πίεση, σκεφτήκατε ποτέ να τα παρατήσετε;
Η αλήθεια είναι πως σκέφτηκα πολλές φορές να τα παρατήσω. Αλλά τελικά δεν το έβαλα κάτω. Πίεση δέχτηκα και από τους γονείς μου κάποια χρόνια νωρίτερα, καθώς προσπάθησαν να με αποτρέψουν από τον αθλητισμό. Μία το πέτυχαν, δύο το πέτυχαν, την τρίτη ήμουν και πάλι στο γήπεδο. Οπότε το πήραν απόφαση. Αν ο πρωταθλητισμός σε διαλέξει, δύσκολα ένα παιδί να μην δρομολογηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό λέω και στους γονείς που τα παιδιά τους ασχολούνται με τον πρωταθλητισμό. Και στη δικιά μου εποχή ήταν πολυτέλεια. Όμως, ήταν μία διέξοδος ζωής.
Έχετε σκεφτεί τι θα γινόταν αν υποκύπτατε τότε σε αυτές τις πιέσεις;
Δεν το έχω σκεφτεί. Κρατάω μόνο το απόλυτα θετικό συναίσθημα να βρίσκεσαι πάνω πάνω στο βάθρο και να είσαι εν αναμονή να ακούσεις τον Εθνικό Ύμνο.
Πώς ήταν το «ταξίδι» σας μέχρι τη Βαρκελώνη;
Το «ταξίδι» μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι τόσο μακρινό, που θεωρείς ότι ίσως δεν καταφέρεις ποτέ να φτάσεις στον τελικό προορισμό σου. Αλλά τελικά είναι τόσο μακριά όσο και κοντά. Τουλάχιστον, έτσι αποδείχθηκε στη δική μου περίπτωση. Ήταν ένα οδυνηρά ευχάριστο ταξίδι, γιατί πέρασα μέσα από αποτυχίες, μέσα από τραυματισμούς, μέσα από απαξιώσεις, αλλά και μέσα από επιτυχίες και έφτασα στη Βαρκελώνη.
Εμπεριείχε μεγάλη εναλλαγή συναισθημάτων. Και ήταν τόσο έντονη που υπήρχαν φορές που νόμιζα ότι η καρδιά μου σταματούσε και το μυαλό μου δεν δούλευε. Αλλά τελικά μάλλον τις αντοχές του ο άνθρωπος δεν τις ξέρει και κάθε φορά πάει και λίγο παραπέρα, γιατί για να φτάσεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες και να ανέβεις στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου σημαίνει ότι έχεις καταρρίψει τόσα ‘δεν μπορώ’ που ούτε εσύ ο ίδιος φανταζόσουν στην αρχή αυτής της διαδρομής ότι θα τα καταφέρεις.
Η δική μου η διαδρομή, επίσης, είχε μια παγκόσμια πρωτοτυπία και μοναδικότητα: το ότι εγώ ξεκίνησα τον πρωταθλητισμό 21 χρονών. Κανείς άλλος αθλητής σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχει ξεκινήσει σε τέτοια ηλικία την ενασχόλησή του με τον πρωταθλητισμό. Στα 23 μου ξεκίνησα με τα εμπόδια, μετά την παρότρυνση του προπονητή μου, και στα 27 ήμουν Ολυμπιονίκης. Είναι αυτό που οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έλεγαν τότε «αυτή ή τρελή είναι ή μοναδικό φαινόμενο». Εγώ ήξερα ότι είχα κρεμασμένο το μετάλλιο. Είχα μία τρέλα που δεν είχε τελειωμό και συνεχίζει να μην έχει. Ίσως μόνο έτσι σπάνε στεγανά.
Ξεκινάτε από την Ελλάδα για την Βαρκελώνη. Πόσες ημέρες νωρίτερα πήγατε στην ισπανική πόλη; Νιώθατε έτοιμη;
Εγώ πήγα πολύ λίγες ημέρες πριν. Ήμασταν η τελευταία αποστολή μαζί με τον Κώστα τον Κουκοδήμο που αναχώρησε στις 2 Αυγούστου, γιατί η Ισπανία είναι δίπλα και επειδή αγωνιζόμασταν προς το τέλος. Επίσης, ήταν ίδιες οι συνθήκες συγκριτικά με την Ελλάδα και συνεπώς δεν υπήρχαν ζητήματα προσαρμογής. Πήγαμε, λοιπόν, την Κυριακή και αγωνιζόμουν το πρωί της Τετάρτης. Ο προκριματικός ήταν ο πιο δύσκολος αγώνας, γιατί μέχρι να εγκλιματιστείς, να δεις αν μπορεί να ξυπνήσει ο οργανισμός σου, έχει κιόλας τελειώσει. Εγώ αγωνιζόμουν στις 9 το πρωί και όλο το καλοκαίρι ξυπνούσα από τις 5, ώστε στις 9 να είναι σα να είναι απόγευμα. Να ξυπνήσει, δηλαδή, ο οργανισμός μου και να μπορώ να αποδώσω.
Πώς κυλούσαν οι μέρες σας στο Ολυμπιακό Χωριό πριν από τον προκριματικό;
Η παραμονή στο Ολυμπιακό Χωριό συνοδευόταν από μεγάλη αγωνία. Επίσης, ένα στοιχείο που θυμάμαι από εκεί είναι ο πόνος. Έκανα ένα μεγάλο λάθος, που ευτυχώς δεν το πλήρωσα: όταν φτάσαμε και φορούσαμε τις γόβες με την επίσημη Ολυμπιακή στολή, αυτές με έσφιξαν κάποια στιγμή και είπα να τις βγάλω να τις πάρω στα χέρια. Έτσι, έσερνα την βαλίτσα ξυπόλυτη με τα παπούτσια στο χέρι μέχρι να φτάσουμε στο δικό μας το κτήριο. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα, όπως ήταν υγρά τα πόδια μέσα από τη γόβα και σε συνδυασμό με το καυτό τσιμέντο, να γεμίσω φουσκάλες.
Και την επόμενη ημέρα δεν μπορούσα να βάλω αθλητικό παπούτσι, γιατί είχα πληγές. Πήγα στο γιατρό και τού λέω ‘τώρα τι κάνουμε;’. Και μού απαντάει ‘και τι να σε κάνω εγώ τώρα;’. Πήρα τη μαμά μου τότε τηλέφωνο να την ρωτήσω τι να κάνω και μου είπε να βάλω τα πόδια μου σε αλατόνερο. Τα έβαλα. Δευτέρα και Τρίτη το μόνο που έκανα ήταν να περπατώ με κάλτσες παντού, χωρίς παπούτσια. Και χωρίς να κάνω καμία προπόνηση, παρά μόνο έκανα λίγα ανοίγματα, ίσα ίσα για να ξυπνήσει ο οργανισμός μου. Ακόμα και αυτό, όμως, θεωρώ ότι ήταν για καλό, γιατί ήρθε και χαλάρωσε όλο το κορμί και έβγαλε ό,τι καλύτερο είχε αποθηκεύσει από την προπόνηση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Φοβηθήκατε τότε ότι εξαιτίας των πληγών στα πόδια σας δεν θα μπορούσατε να τρέξετε, σύμφωνα με τις δυνατότητές σας;
Όχι, γιατί έλεγα μέσα μου ότι με κάποιον τρόπο θα μπορέσω να καλύψω ακόμα και αυτές τις πληγές. Τον έλεγχο των συναισθημάτων δεν πρέπει να τον αφήνεις στην άκρη. Είναι μία πολύ σοβαρή διαδικασία. Εγώ τα γνώρισα τα οφέλη αυτής της επιστήμης, τα έζησα και τη σέβομαι και την εκτιμώ απόλυτα.
Φτάνουμε στο πρωινό του προκριματικού. Τι θυμάστε από εκείνες τις ώρες πριν τον αγώνα;
Ξύπνησα από τις 4 και πήγαμε το βοηθητικό των εγκαταστάσεων, όπου ξαφνικά βλέπω έναν φυσιοθεραπευτή και μού λέει ‘ήρθα για σένα’. Ήταν της ομάδας μας. Ήξεραν όλοι οι φυσιοθεραπευτές ποιοι αθλητές έτρεχαν και πότε και έρχονταν για να μας κουράρουν. Όταν συνειδητοποίησα ότι η παρουσία του εκεί οφειλόταν στο γεγονός ότι εγώ αγωνίζομαι, ένιωσα ότι δεν ήμουν μόνη. Ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση για μένα. Από εκεί και μετά ήταν όλα θέμα χρόνου να τελειώσει η διαδικασία και να έρθει ο τελικός. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήταν ο προημιτελικός και ο ημιτελικός και ο τελικός ήταν την επομένη.
Βρισκόμαστε πλέον στο Ολυμπιακό Στάδιο της Βαρκελώνης και ελάχιστα λεπτά πριν τη μεγάλη κούρσα του τελικού. Τα συναισθήματά σας εκείνη την ώρα ποια ήταν; Αγωνία, προσμονή, φόβος;
Φόβο όχι, δεν ένιωθα. Εγώ ήξερα, πηγαίνοντας στη Βαρκελώνη, ότι θα διεκδικούσα μια θέση στο βάθρο. Δεν θα ήταν η πρώτη, αλλά θα ήταν μία θέση στο βάθρο, βάσει του ότι είχαμε βάλει κάτω και είχαμε τσεκάρει όλες τις αθλήτριες. Δύο ήταν αυτές που ξέφευγαν βάσει των επιδόσεων που είχαν κάνει σε προηγούμενους αγώνες: η μία ήταν η Ρωσίδα Ναροζιλένκο και η άλλη ήταν η Αμερικάνα, η Ντίβερς. Όλες οι άλλες ήμασταν λίγο πολύ στο ίδιο καζάνι. Εκεί έλεγες ποιος θα αντέξει τη συναισθηματική φόρτιση. Αν την αντέξεις, μετά μπορείς να βγεις και νικητής. Είναι πολύ κοντά αυτά. Η Ναροζιλένκο δεν εμφανίστηκε στον τελικό, γιατί είχε τραύμα, όπως και εγώ, αλλά εγώ άντεξα με την παυσίπονη ένεση, ενώ η ίδια προφανώς ήταν πιο δυνατό το τραύμα της και αποχώρησε. Από την πλευρά της, η Ντίβερς δεν τα πήγαινε καλά. Όταν μας είπαν να βγάλουμε τα ρούχα και να ετοιμαστούμε, εκεί πλέον γύρισε το μυαλό μου, γυάλισε το μάτι μου. Ένιωθα μεγάλο πόθο.
Είχατε μπει στη διαδικασία να σκέφτεστε πώς θα ήταν, αν όταν τελείωνε ο αγώνας, εσείς ήσασταν πάνω στο βάθρο;
Το βάθρο άμα το δεις, πέφτεις. Λειτουργεί αντίστροφα. Γιατί σκέφτεσαι ότι το βάθρο συνεπάγεται συνεντεύξεις, χρήματα, δόξα και είναι παγίδα. Έτσι την έπαθα σε έναν αγώνα, στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Σπλιτ, πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έμαθα ότι αν δεν τερματίσεις, δεν μπορείς να ονειρεύεσαι το βάθρο. Εγώ έτρεχα τότε 11.37, μία πάρα πολύ καλή επίδοση στα 100μ., που ήταν βάθρο σε πανευρωπαϊκούς αγώνες. Ωστόσο, πήγα στο Σπλιτ και έτρεξα 11.65 στον προκριματικό και πήρα τα παπουτσάκια μου και έφυγα. Πριν ακόμα τερματίσω έλεγα «θα γίνω…», «θα πάω…», «θα κάνω…» και έμεινα με το «θα». Σφίχτηκα τόσο πολύ και δεν ευχαριστήθηκα την κούρσα. Το πιο βασικό είναι να ευχαριστιέσαι αυτό για το οποίο έχεις προσπαθήσει τόσο πολύ. Ο πόθος για να μπορέσεις να ευχαριστηθείς τον αγώνα, για να μπορέσεις να βγάλεις ό,τι έχεις κερδίσει από αυτήν την πολυετή, πολυεπίπεδη και πολυεπίπονη προσπάθεια και να το καταθέσεις εκεί, για να το ευχαριστηθείς εσύ πρωτίστως. Και όταν το ευχαριστιέσαι εσύ, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχει πάει καλά.
Πώς ήταν οι στιγμές που ακολούθησαν μετά τη διαπίστωση ότι τελικά είχε τερματίσει πρώτη; Πώς θυμάστε τους πανηγυρισμούς που ακολούθησαν;
Καταρχάς, τερματίζω και ξέρω ότι έχω πάει πάρα πολύ καλά. Το ξέρεις αυτό, το νιώθεις, αλλά δεν ξέρεις πόσο. Κοιτάω τους δημοσιογράφους και τους ρωτάω ‘τι έγινε;’ Και αυτοί δεν τολμούν να μου πουν ότι βγήκες πρώτη, ενώ όποιος βλέπει τη γραμμή τερματισμού το ξέρει. Ελληνίδα; Σε δρόμο ταχύτητας; Στον κλασικό αθλητισμό; Γυναίκα; Δεν υπάρχει περίπτωση να βγήκε πρώτη. Άρα ας είμαστε 1000% σίγουροι. Στη συνέχεια, αυτό που ακολούθησε δεν ξεχνιέται. Όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι έπεσαν πάνω στους δικούς μας για να μάθουν ποια ήταν αυτή, που τερμάτισε πρώτη. Ούτε καλά καλά το επίθετό μου μπορούσαν να προφέρουν σωστά. Ξαφνικά όλοι ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες για τη μεγαλύτερη έκπληξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης. Νομίζω ότι, αφού δεν τρελάθηκα εκείνη την ώρα, ίσως να μην τρελαθώ ποτέ σε αυτή τη ζωή μου.
Αμέσως άρχισα να ψάχνω τον σύζυγό μου, που ήξερα ότι καθόταν πάντα στην εκκίνηση, γιατί εκεί είναι το πιο σημαντικό σημείο. Στον τελικό είδε το γυρισμένο το μάτι το δικό μου και είπε ‘αυτή ή θα τα πάρει σβάρνα όλα τα εμπόδια ή κάτι καλό θα κάνει’. Ε, προφανώς επικράτησε το δεύτερο. Ήθελα, επειδή έχει ένα πολύ πολύ μεγάλο μερίδιο σε αυτήν την επιτυχία, τόσο ο ίδιος όσο και ο Πλούταρχος ο Σαρασλανίδης, που ήταν ο άνθρωπος που με γύρισε στα εμπόδια μου -γιατί δεν ήταν αγαπημένο μου άθλημα τα εμπόδια, αλλά ήταν αυτό που μου έδωσε τη μεγαλύτερη διάκριση στη ζωή μου μέχρι τώρα- να τους έχω κοντά μου σε αυτήν τη στιγμή.
Είναι, επίσης, η πρώτη φορά και νομίζω η τελευταία -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- από τη γέννηση των Ολυμπιακών Αγώνων που οι θεατές μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο. Ποιος θα σταματούσε τη δική μας ομάδα των παιδιών του πόλο, που αμέσως μόλις ακούστηκε το αποτέλεσμα, μπήκε μέσα; Και είναι μία από τις πολύ καλές στιγμές μου, γιατί τη χαρά δεν τη μοιράζεσαι εύκολα. Η χαρά μπορεί να προκαλέσει φθόνο, αλλά εκεί ξαφνικά ένιωθες ότι ήμασταν όλοι ένα. Ότι όλοι μαζί κερδίσαμε κάτι. Είναι από τις πολύ συγκινητικές στιγμές στη ζωή μου και φυσικά εκείνο που δεν συγκρίνεται με τίποτα και δεν ξεχνιέται ποτέ είναι το βάθρο.
Τι σκέφτεστε κάθε χρόνο όταν ξημερώνει η 6η Αυγούστου;
Κάθε χρόνο τα συναισθήματα είναι ίδια, ακόμα και 30 χρόνια μετά. Δεν ξέρω αν είμαι υπερβολική. Εμένα, πάντως, μού λένε τέσσερις φορές τον χρόνο ‘χρόνια πολλά’: τη μία στις 29 Μαρτίου, όταν και είναι τα ψεύτικά μου γενέθλια, γιατί έτσι με έγραψε η μάνα μου, η δεύτερη είναι στις 23 Απριλίου, που είναι τα πραγματικά μου γενέθλια και με γιορτάζουν οι δικοί μου άνθρωποι, η τρίτη είναι στις 26 Ιουλίου, όταν και είναι η ονομαστική μου εορτή και η τέταρτη είναι και βεβαίως η 6η Αυγούστου, γιατί είναι μια μέρα που δεν ξεχνιέται.
Τι ακολούθησε της τεράστιας επιτυχίας σας;
Οι επόμενες ημέρες και μέχρι την αναχώρησή μας ήταν πιο ξένοιαστες, πηγαίναμε σε διάφορες εκδηλώσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια μέρα μέσα στο Ολυμπιακό Χωριό, έτσι όπως προχωράω, είναι από πίσω Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι και μου λένε ‘πώς το βίωσες;’. Και λέω ότι ‘για μένα η Βαρκελώνη θα είναι η δεύτερη πόλη μου, γιατί εγώ εδώ κέρδισα το Ολυμπιακό μετάλλιο στα 100μ. με εμπόδια’ και πάω να φύγω. Και ξαφνικά αυτοί συνειδητοποιούν ποια έχουν δίπλα τους και γυρίζουν όλοι, με περικυκλώνουν και ρωτούσαν να μάθουν περισσότερα πράγματα για μένα. Ήμουν το νέο πρόσωπο.
Πώς θυμάστε την επιστροφή σας από την Βαρκελώνη και την υποδοχή στο αεροδρόμιο;
Εμείς επιστρέψαμε λίγο πριν από τον Δεκαπενταύγουστο και έχει σημασία που το λέω. Έπρεπε να τελειώσουν πρώτα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και να έρθουμε όλοι μαζί ως αποστολή με τσάρτερ.
Στο αεροπλάνο που ήμασταν, καθώς φτάναμε στην Αθήνα, ο πιλότος ζήτησε άδεια προσγείωσης, λέγοντας «ερχόμαστε από την Βαρκελώνη» και ακούστηκε από τον πύργο ελέγχου να λένε «το αεροπλάνο που μεταφέρει την περηφάνεια της Ελλάδας προηγείται όλων». Και η περηφάνεια ήταν όλη η Ολυμπιακή ομάδα, όχι μόνο εγώ.
Λίγο πριν τον Δεκαπενταύγουστο, λοιπόν, υποτίθεται ότι η Αθήνα είναι άδεια: όλη η παραλιακή, όλη η Συγγρού, τα περίχωρα του Παναθηναϊκού Σταδίου, όλο το Παναθηναϊκό Στάδιο ήταν γεμάτα κόσμο. Δεν περπατούσε το αυτοκίνητο. Δεν ξέρω πόση ώρα κάναμε για να φτάσουμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο στην υποδοχή. Οι στιγμές αυτές μένουν αναλλοίωτες και δεν μπορεί κανείς να τις σκοτεινιάσει ή να μην τις φωτίζει, γιατί τις φωτίζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, που ήρθαν εκεί και μοιράστηκαν τη χαρά.
Πέραν της επιτυχίας σας, όμως, τότε στα εμπόδια, γράψατε ιστορία και με τη δήλωσή σας «για την Ελλάδα ρε γαμώτο».
Για την Ελλάδα ρε γαμώτο και πάντα για την Ελλάδα. Κάποτε είχαμε βρεθεί με τον ηθοποιό, τον Παύλο τον Κοντογιαννίδη, στο χωριό του και μού λέει ‘έλα εδώ’. Πάω και εγώ εκεί και μου λέει «μολών λαβέ, εν τούτω νίκα και για την Ελλάδα ρε γαμώτο εσαεί». Υπάρχουν ορισμένες λέξεις που καταδεικνύουν το μεγαλείο, την αγωνία, τον αγώνα και τη διαδρομή ενός έθνους, που δεν έχει τελειώσει ακόμη. Και εύχομαι για πολλά πολλά χρόνια ακόμα να δίνει τους αγώνες του, όπως ξέρει το ίδιο να κάνει.
Έχετε επιστρέψει στη Βαρκελώνη μετά τη μεγάλη σας επιτυχία το ’92;
Δεν την έχω περπατήσει ακόμα. Θέλω να πάω ως τουρίστρια πια, καθώς είναι μια πανέμορφη πόλη. Κάποια στιγμή πήγε πενθήμερη εκδρομή εκεί ο γιος μου και μου έστειλε μια φωτογραφία, που θεωρώ ότι είναι μία από τις ωραιότερες που μου έχει στείλει. Έβγαλε, λοιπόν, μια selfie στον πέμπτο διάδρομο και μού έγραψε ‘ρε μαμά, respect’.
ΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ
Πλέον ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο και η Βούλα Πατουλίδου δίνει μέσω της «ΜτΚ» τις συμβουλές της στους Έλληνες αθλητές, που ετοιμάζονται να ζήσουν το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων.
«Να δείξουν τον δρόμο προς όλους τους υπόλοιπους του πώς μέσα από μία στοχευμένη προσπάθεια μπορούν να διεκδικήσουν τα όνειρά τους. Αυτή θα ήταν η συμβουλή μου για όλους τους νέους ανθρώπους γενικά. Γιατί ακούω συνεχώς για κλεμμένες ζωές λόγω της πανδημίας, των μνημονίων κτλ. Κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει τίποτα, αν εσύ δεν τού το χαρίσεις. Το ζήτημα είναι να ξέρεις να διεκδικείς. Το τίμημα είναι βαρύ. Και υπάρχει πάντα τίμημα: στα ‘θέλω’, στα ‘πιστεύω’, στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συναγωνιστείς, να συνεργαστείς, να μαλώσεις για να μπορέσεις να παράξεις ένα αποτέλεσμα. Αλλά αξίζει τον κόπο», λέει η Βούλα και προσθέτει:
«Οι φετινοί Ολυμπιακού Αγώνες είναι, επίσης, ιδιαίτεροι. Ας μην ξεχνάμε ότι αναβλήθηκαν πέρυσι, λόγω του κορονοϊού, με αποτέλεσμα να ανατραπεί ο σχεδιασμός όλων και φυσικά των αθλητών. Αυτό είναι πολύ επίπονο για έναν αθλητή. Επιπλέον, το να αγωνίζεσαι κεκλεισμένων των θυρών και μένοντας στο Ολυμπιακό Χωριό χωρίς να μπορείς να πάρεις μία ανάσα, να βγεις λίγο παραέξω σαν άνθρωπος, σημαίνει ότι αυτός που θα κατορθώσει ψυχολογικά να αντέξει αυτόν τον τύπου εγκλεισμό και τη μοναξιά σε μια πολύ καλή στιγμή του, αυτός θα κερδίσει. Πιστεύω ότι έχουμε τέτοιους αθλητές, που θα μπορέσουν να αντέξουν σε αυτό. Στο μάτι τους ο πόθος υπάρχει και ευελπιστώ μέχρι εκείνη την στιγμή, αυτό να ανθεί.
Στην ερώτηση αν παρακολουθεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες, είναι απόλυτη: «Φυσικά. Και φέτος εννοείται θα είμαι στημένη μπροστά στην οθόνη για να βλέπω στίβο».
Η ΔΩΡΕΑ ΤΗΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ 2004 ΣΤΟ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Προ ημερών η Βούλα Πατουλίδου δώρισε στο Ολυμπιακό Μουσείο της Αθήνας την επίσημη αθλητική ενδυμασία της στην Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
«Ήταν το αντίο. Ούτως ή άλλως, το 2004 εγώ δεν πήγα με αξιώσεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Είχα μεγαλώσει πάρα πολύ. Ήθελα, όμως, να είμαι εκεί, γιατί είμαστε η πιο μικρή χώρα που διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, παρότι εμείς τους γεννήσαμε. Στην Ατλάντα στα 100 χρόνια η Αμερική με τίμησε. Είναι η μοναδική φορά που στην τελετή έναρξης, όπου τρέχουν πάντοτε αθλητές της χώρας που διοργανώνει τους Αγώνες, εμένα με έβαλαν και έτρεξαν μαζί με έναν δικό τους αθλητή, τον Χόλιφιντ. Οι Αμερικάνοι στο δικό μου πρόσωπο τίμησαν τα 100 χρόνια της Ελλάδας. Συνεπώς, όταν γίνονται οι Αγώνες στη δική σου χώρα, πρέπει να είσαι και εσύ εκεί. Δεν θα μπορούσα να λείπω. Γι’ αυτό θεωρώ ότι έπρεπε η στολή μου αυτή να πάει στο Ολυμπιακό Μουσείο, το οποίο, όπως τουλάχιστον το έχω δει, είναι εξαιρετικό και έπρεπε να υπάρχει κάτι από Πατουλίδου. Θεωρώ ότι το ‘αντίο’ μου μπορούν να το εκθέτουν εκεί», σχολιάζει.
ΟΙ ΔΥΟ ΣΤΙΒΟΙ
Φτάνοντας στο τέλος αυτής της συνέντευξης, η Βούλα Πατουλίδου αποκαλύπτει αν προτιμάει τον αθλητικό στίβο ή εκείνον της πολιτικής:
«Τον στίβο γενικά! Τουλάχιστον παραμένω πιστή στο άθλημα (γέλια!). Στον αθλητισμό, αυτός που είναι δίπλα σου είναι και ο αντίπαλός σου. Στον πολιτικό στίβο, ο διπλανός σου δεν είναι πάντα αντίπαλός σου, μπορεί να είναι και συνεργάτης σου. Οπότε εκεί το ζυγίζεις, δεν ξέρεις. Και φυσικά στην πολιτική δεν έχει τερματισμό ποτέ, έχει στάσεις. Είναι ένα ταξίδι που απολαμβάνω. Και αν θα μπορούσα να παροτρύνω νέους ανθρώπους θα τούς έλεγα να μην αφήνουν τους άλλους να αποφασίζουν για τη δική τους τη ζωή. Να είναι ενεργοί πολίτες».
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 18/07/2021