Ύστερα από πρόταση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου και απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου στις 10 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνάντηση-ημερίδα με γενικό θέμα τα ζητήματα που αφορούν στην εκκλησιαστική περιουσία και τους δασικούς χάρτες.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, από την Εκκλησία της Ελλάδος συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, οι συνοδικοί μητροπολίτες Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβας, Φθιώτιδος Συμεών και Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Ιερώνυμος, ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επίσκοπος Ωρεών Φιλόθεος, ο γενικός διευθυντής της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (ΕΚΥΟ) αρχιμανδρίτης Νικόδημος Φαρμάκης, με υπηρεσιακούς παράγοντες της οικονομικής υπηρεσίας της Εκκλησίας και ο Θεόδωρος Παπαγεωργίου, ειδικός νομικός σύμβουλος παρά τη Ιερά Συνόδω.
Από την Εκκλησία της Κρήτης συμμετείχαν οι μητροπολίτες Κυδωνίας και Αποκορώνου Δαμασκηνός και Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Πρόδρομος, με τη συνοδεία του αρχιγραμματέα της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Κρήτης αρχιμανδρίτη Νήφωνος Βασιλάκη, του νομικού συμβούλου της, Δημητρίου Μηλαθιανάκη, και της συμβολαιογράφου Ηλέκτρας Σμυρνιωτάκη.
Επίσης παρευρέθησαν ο γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεώργιος Καλαντζής και η Αικατερίνη Γεωργαντά, εκ μέρους του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Στην εισαγωγή του ο αρχιγραμματέας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η ημερίδα αυτή δεν είναι μια συνήθης επιστημονική ημερίδα, αλλά μια συνάντηση της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Κρήτης με την Πολιτεία και υπηρεσιακούς παράγοντες, η οποία έχει ως στόχο τη συζήτηση και την ανταλλαγή απόψεων περί θεμάτων που αφορούν στη εκκλησιαστική περιουσία και τους δασικούς χάρτες. Είναι, μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο συνέχεια των συναντήσεων του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και της Επιτροπής Εκκλησίας και Πολιτείας, θεσμοθετημένου οργάνου της Ελληνικής Πολιτείας.
Ο Μακαριώτατος στην εισήγησή του με θέμα «η παρούσα κατάστασις της εκκλησιαστικής περιουσίας», τόνισε αρχικά ότι «επιθυμία της κοινής πρωτοβουλίας είναι να εκδηλώσουμε κατά τον τρόπο αυτό τη συμπόρευση των δύο Εκκλησιών σε μια κοινή γραμμή προβληματισμού και παράλληλο αγώνα για την αξιοποίηση της εναπομείνασας εκκλησιαστικής περιουσίας σε συνεργασία με την Ελληνική Πολιτεία, καθώς ο βασικός στόχος της αξιοποιήσεώς της παραμένει η αφιέρωση της περιουσίας προς όφελος του λαού μας».
Ακολούθως, ανέφερε ότι από την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος επιχείρησε με διάφορους τρόπους να δώσει τα πραγματικά στοιχεία για την αληθή εικόνα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της νεώτερης ιστορίας της στο σύγχρονο ελληνικό κράτος και να αναδείξει ότι η εναπομείνασα περιουσία της Εκκλησίας ούτε αμύθητη είναι ούτε αποδίδει πόρους και ως εκ τούτου, οι περί του αντιθέτου διαδόσεις αποτελούν στρατευμένη κατασυκοφάντηση της Εκκλησίας που αποβλέπει στον κοινωνικό διχασμό.
Αφού έκανε μνεία ορισμένων διαφωτιστικών παραδειγμάτων, με τα οποία, όπως τόνισε, φαίνεται η διάψευση της εμπιστοσύνης που επέδειξε η Εκκλησία αναφορικά με την τήρηση ορισμένων συμφωνημένων ή νομίμων υποχρεώσεων από το κράτος, έθεσε και ορισμένα ζητήματα που επιδέχονται νομοθετικών λύσεων, ώστε να εκκαθαριστεί η ιδιοκτησιακή, πολεοδομική και περιβαλλοντική κατάσταση της ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας και έτσι να καταστεί σαφές ποια ακίνητα επιδέχονται αξιοποιήσεως ή είναι ώριμα προς αξιοποίηση και για ποια η προοπτική της ωριμάσεώς τους βρίσκεται ακόμη μακριά, υπό το παρόν νομοθετικό καθεστώς ή τυχόν συνταγματικές απαγορεύσεις.
Κλείνοντας την εισήγησή του ο Αρχιεπίσκοπος ανέφερε: «Έχουμε πλήρη κατανόηση ότι η επίλυση χρονίων ζητημάτων απαιτεί επίπονο και διαρκή διάλογο και υπακούει στον δικό της πολιτικό χρόνο για κάθε κυβέρνηση. Είναι εξίσου αντιληπτό ότι πρόκειται για ζητήματα μείζονος σοβαρότητας και ιστορικού βάθους, περί των οποίων τα κυβερνητικά όργανα χρειάζονται χρόνο για την ενημέρωση και ορθή εκτίμηση της ουσίας τους. Ωστόσο, από την πλευρά μας υφίστανται πλέον κατασταλαγμένες προτάσεις, τις οποίες όλως ενδεικτικώς εξέθεσα ανωτέρω και τις οποίες προτάσεις οι υπηρεσίες της Εκκλησίας της Ελλάδος ομαδοποίησαν και ωρίμασαν μετά από μία δεκαπενταετία επεξεργασίας των προβλημάτων, γεγονός που αποτελεί καλή αφετηρία συνεννοήσεως σε ρεαλιστική βάση».
Ο μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Πρόδρομος ανέπτυξε την εισήγησή του με θέμα «Εκκλησία Κρήτης - Δασικοί Χάρτες, σκέψεις και προβληματισμοί», μέσω της οποίας κατέθεσε μια συνοπτική ενημέρωση, για τις σκέψεις και τους προβληματισμούς της Εκκλησίας της Κρήτης, όπως συνοδικώς συζητήθηκαν και αποφασίσθηκαν, για το θέμα των Δασικών Χαρτών και των ζητημάτων που ανακύπτουν, σχετικώς προς την διασφάλιση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας στην Εκκλησία της Κρήτης.
Αρχικά, αφού τόνισε ότι η ανάρτηση των Δασικών Χαρτών αποτελεί σαφή υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας και ότι η κατάρτιση του Δασολογίου αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την προστασία και διαχείριση του δασικού πλούτου και των οικοσυστημάτων της Ελλάδος, έκανε συνοπτική αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης των δασικών χαρτών και στα κύρια αιτήματα της Εκκλησίας της Κρήτης, εκ των οποίων τα περισσότερα εκκρεμούν, αν και είχε ζητηθεί η επίλυσή τους μέσω επίσημων υπομνημάτων προς τους αρμόδιους φορείς και αρχές.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στη διαμορφωθείσα σήμερα κατάσταση στην Εκκλησία της Κρήτης, στο ειδικό νομικό καθεστώς της Κρήτης και της Εκκλησίας αυτής αναφορικά με την ιδιοκτησία των δασικών εκτάσεων, καθώς και στη διάκριση μεταξύ αφενός της γεωργικής περιουσίας της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία κινδυνεύει με την συντελεσθείσα κύρωση των δασικών χαρτών, και αφετέρου των δασικών εκτάσεών της. Κατόπιν, παρέθεσε τα κύρια αιτήματα της Εκκλησίας της Κρήτης, τα οποία χαρακτήρισε ως σύννομες προτάσεις, προς διευκόλυνση της προάσπισης των νομίμων δικαιωμάτων της.
Κλείνοντας την εισήγησή του, ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Με την παρουσία μας σήμερα εδώ ας μη δοθεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι η Εκκλησία της Κρήτης ζητεί διακριτική μεταχείριση και προστασία της περιουσίας της έναντι των πολιτών ή άλλων νομικών προσώπων. Εξάλλου, αυτό που έχει αποδειχθεί ιστορικά είναι ότι η περιουσία της είναι περιουσία όλου του λαού. Ως Εκκλησία Κρήτης, προσβλέπουμε ότι η έντιμη Ελληνική Πολιτεία θα αναλάβει την ευθύνη, ώστε να προστατεύσει διαχρονικά όσα η Εκκλησία διαφύλαξε στην ιδιοκτησία της, ανά τους αιώνες, με τις θυσίες και το αίμα των μαρτύρων της. Ευκαιρίες αναστροφής και διαλόγου όπως η σημερινή, αποτελούν σίγουρα ωφέλιμη συνυπάντηση με καλλίκαρπη προοπτική».
Μετά την ολοκλήρωση των εισηγήσεων, πραγματοποιήθηκε διάλογος μεταξύ όλων των συμμετεχόντων και των εκπροσώπων της κυβέρνησης και αποφασίσθηκε η περαιτέρω συνεργασία όλων των αρμόδιων παραγόντων προς το συμφέρον της πατρίδας μας.