Εννιά στους δέκα δημοσιογράφους έχουν δεχτεί λεκτική βία σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσιάστηκαν σε ημερίδα στην ΕΣΗΕΜΘ.
Στα συμπεράσματα της έρευνας με τίτλο «Ρητορική Μίσους εναντίον Δημοσιογράφων», αναφέρθηκαν εκπρόσωποι ακαδημαϊκών ιδρυμάτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου που πραγματοποιήθηκε σήμερα Τρίτη 13/02.
Σκοπός της συγκεκριμένης έρευνας ήταν η περιγραφή της φύσης αλλά και των συνεπειών της ρητορικής μίσους κατά των δημοσιογράφων. Για τις ερευνητικές ανάγκες συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από δημοσιογράφους, ΜΜΕ, φορείς χάραξης πολίτικης και εμπειρογνώμονες στην Ελλάδα, τη Σερβία, το Κοσσυφοπέδιο, τη Βόρεια Μακεδονία, και τη Βουλγαρία.
Ο πρόεδρος του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, Χρήστος Φραγκονικολόπουλος αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην καθοριστική συμβολή του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας. «Το εργαστήριο έχει προσφέρει πολλά στην ερευνητική Δημοσιογραφία. Έχει γίνει μια εμπειρική συγκριτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 5 διαφορετικές χώρες. Εξετάζεται ένα σημαντικό ζήτημα που έχει πολύ περιορισμένη βιβλιογραφία διεθνώς. Είναι ένα θέμα που πρέπει μα αποτελέσει δημόσια προτεραιότητα καθώς σήμερα δεν δίνεται ιδιαίτερα μεγάλη δημόσια προσοχή».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Τμήματος Δημοσιογραφίας ΑΠΘ κ. Νίκο Παναγιώτου, λίγοι ήταν οι δημοσιογράφοι που δέχτηκαν να απαντήσουν αυτό το ερωτηματολόγιο και να συμμετάσχουν στην έρευνα γεγονός που καταδεικνύει τον φόβο που νιώθουν μα μιλήσουν για πιθανές απειλές που έχουν δεχθεί.
Το 90% των δημοσιογράφων απάντησε ότι έχουν γίνει αντικείμενα ρητορικής μίσους.
Το 30% από αυτούς έχουν απαντήσει ότι συναντούν καθημερινά φαινόμενα λεκτικής βίας και ρητορικής μίσους γενικότερα.
Το 30% υποστηρίζει ότι δέχεται λεκτική βια σχεδόν σε καθημερινή βάση.
Το 20% αναφέρει ότι συναντά σε εβδομαδιαία βάση ορισμένα φαινόμενα ρητορικής μίσους.
Μόνο το 10% απάντησε ότι δέχεται ρητορική μίσους μια φορά τον μήνα.
Σύμφωνα με την έρευνα μεγάλο ποσοστό λεκτικής παρενόχλησης σήμερα πραγματοποιείται μέσω διαδικτύου κυρίως από σελίδες μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Το 50% των ερωτηθέντων απάντησε ότι δεν έχει λάβει κάποια υποστήριξη από τους οργανισμούς που εργάζονταν για να αντιμετωπίσει το περιστατικά ρητορικής μίσους. Ωστόσο το άλλο 50% βρήκε υποστήριξη μόνο από τις ενώσεις συντακτών και κατάφερε να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο ζήτημα.
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στην Σερβία σύμφωνα με τον Dejan Pralica (Καθ. Πανεπιστημίου Νοβισαντ)
Το 44% των ερωτηθέντων δεν ήθελαν να δημοσιοποιήσουν το όνομά τους αισθανόμενοι φόβο για πιθανές νέες απειλές.
Οι περισσότεροι είχαν δεχθεί Ρητορική Μίσους από ανθρώπους στον δρόμο αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένα μικρό ποσοστό δεν έχει δεχθεί Ρητορική Μίσους μέχρι σήμερα στη χώρα.
Το 60% έχει ζητήσει και έχει δεχτεί βοήθεια ενώ το 40% των δημοσιογράφων της Σερβίας διστάζει να ζητήσει βοήθεια μέχρι και σήμερα.
Η Καθηγήτρια Remove Shaahimni Hoxhaj από το πανεπιστήμιο του Κοσόβου ανέφερε ότι το 91% των δημοσιογράφων που ρωτήθηκαν έχει δεχθεί ρητορική μίσους μέσω φυσικών απειλών.
"Η υποστήριξη των δημοσιογράφων δεν έχει μπει ακόμα στην κουλτούρα των εργαζομένων στην ευρύτερη περιοχή
Πιστεύω ότι χρειάζεται να υπάρξει άμεση υποστήριξη σε τέτοια θέματα. Αυτή η διασυνοριακή συνεργασία πρέπει να καθιερωθεί γιατί ενισχύει τις σχέσεις των δημοσιογράφων μεταξύ τους"
Ο κ. Παναγιώτου αναφέρθηκε στην "κανονικοποίηση" που έχει λάβει η λεκτική βία κατά των δημοσιογράφων στις μέρες μας. "Κατά την διάρκεια του μεταναστευτικού οι δημοσιογράφοι είχαν δεχθεί παρά πολλές επιθέσεις με το φαινόμενο να παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Το ζήτημα αυτό έχει επίσης έντονα χαρακτηριστικά στα περιφερειακά μέσα στα οποία η υποστήριξη δεν είναι τόσο δυνατή όσο σε ένα κεντρικό μέσο".
Ο ίδιος στάθηκε ιδιαίτερα στην "νομιμοποίηση" που έχει λάβει ο λόγος μίσους εναντίον των δημοσιογράφων σήμερα, τονίζοντας ότι οι εργαζόμενοι των ΜΜΕ δεν πρέπει να μένουν αμέτοχοι και απαθείς σε τέτοια φαινόμενα. "Η χώρα μας αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για ζητήματα που αφορούν στην ασφάλεια των δημοσιογράφων. Η συγκεκριμένη έρευνα στάθηκε αφορμή για περισσότερη ανάδειξη του θέματος και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Φιλοδοξούμε να επεκτείνουμε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυτήν την πρωτοβουλία".
Παρών ήταν και ο Διευθυντής της ΕΣΗΕΜ-Θ Γιάννης Κοτσιφός, ο οποίος αναφέρθηκε στην υπόθαλψη αυτών των λεκτικών επιθέσεων από ορισμένους παράγοντες της πολιτικής ενώ τόνισε ότι παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε η ευαισθητοποίηση, ορισμένοι συνάδελφοί επιλέγουν να μην δημοσιοποιήσουν το θέμα αυτό καθώς δεν έχουν αναπτυχθεί διαδρομές που μπορούν να ακολουθήσουν ώστε να λαμβάνουν άμεση βοήθεια όσοι δημοσιογράφοι πέφτουν θύματα τέτοιων απειλών . Το γεγονός αυτό σύμφωνα με τον κ. Κοτσιφό καταδεικνύει την ανάγκη εμπλοκής κι άλλων παραγόντων όπως είναι οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης.
Από την πλευρά της η Alona Tatarova (υπευθ. Ιδρύματος Friedrich Naumann για την Ελευθερία) ανέφερε ότι η ελευθερία του τύπου είναι μια από τις θεμελιωδέστερες αξίες που πρέπει να διαφυλαχτεί υπογραμμίζοντας ότι η έρευνα υποστήριζει την δέσμευση σε όλες τις βασικές και θεμελιώδεις αρχές. "Απειλές, προσβολές δυσφήμιση από την κοινωνία θέτουν σε μεγάλο κίνδυνο τους εργαζομένους στα ΜΜΕ αλλά και την φιλελεύθερη δημοκρατία γενικότερα. Πρέπει να διασφαλίσουμε τον τρόπο αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου καθώς και τις συνθήκες ασφαλείας στον χώρο εργασίας".
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κυριότεροι συντελεστές της έρευνας ήταν το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας του Τμήματος Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ, το Πανεπιστήμιο του Νόβισαντ (Σερβία), το Πανεπιστήμιο Hasan Prishtina (Κοσσυφοπέδιο), το Center for Social Innovation BLINK 42-21 (Βόρεια Μακεδονία) καθώς και το Blue Link (Βουλγαρία).