«Έφυγε» σε ηλικία 69 ετών ο φωτογράφος της Βοστώνης, Αλέξανδρος Μαυράδης, ή Αλεξ, όπως ήταν ευρύτερα γνωστός, αφήνοντας πίσω του πάνω από μισό εκατομμύριο φωτογραφίες, από την εποχή που έμπαινε στο σκοτεινό δωμάτιο του ερασιτέχνη φωτογράφου πατέρα του, Γιώργου Μαυράδη, μέχρι τη σημερινή εποχή του αυτοματισμού και του digital.
Με τη φωτογραφική του μηχανή στον ώμο, ο Αλεξ έδινε πάντοτε το παρών σε όλες τις ομογενειακές εκδηλώσεις της Βοστώνης, φωτογραφίζοντας με ηρεμία και διάκριση. Φωτογράφιζε τις παρελάσεις, τις κοινοτικές εκδηλώσεις ιδιαίτερα του Καθεδρικού Ναού που ήταν μέλος του κοινοτικού συμβουλίου του. Ο αείμνηστος Αλεξ δεν αρνήθηκε ποτέ να δώσει αφιλοκερδώς φωτογραφίες του στον «Εθνικό Κήρυκα» όταν συνέπιπταν δύο ή τρεις εκδηλώσεις ταυτόχρονα την ίδια μέρα και την ίδια ώρα κι ήταν αδύνατο να παρευρεθούμε σε όλες.
Πριν από έντεκα χρόνια και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2012 τον είχαμε συναντήσει τυχαία στη Βοστώνη. Είχε πάρει λίγη ώρα πριν την άσχημη είδηση, πως απολύθηκε από τη θέση του ως πωλητής οικιακών ειδών, όπως ψυγείων, πλυντηρίων και πάσης φύσεως συσκευών, από μία μικρή εταιρεία στο προάστιο Τζαμέικα Πλέιν. Αιτία της απόλυσής του, όπως είχε πει, «ήταν η οικονομική ύφεση η οποία έχει χτυπήσει την περιοχή μας και η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των πωλήσεων».
Ο αείμνηστος Αλεξ όμως δεν είχε χάσει το θάρρος του διότι, όπως μας είχε πει, «έχω πιει από αυτό το πικρό ποτήρι της απόλυσης από την εργασία και στο παρελθόν». Οταν ρωτήσαμε τι σκεπτόταν να κάνει, χαϊδεύοντας τη φωτογραφική του μηχανή, είχε πει πως «θα κάνω φωτογραφική, θα εξοικονομώ τα απαραίτητα και συνάμα θα ψάχνω για εργασία», ενώ όταν του είχαμε πει ότι θα δημοσιεύσουμε τον τηλεφωνικό του αριθμό σε περίπτωση που κάποιος ομογενής ή κάποιος σύλλογος ή κοινότητα φιλοτιμηθεί να τον πάρει να φωτογραφήσει κάποια εκδήλωσή τους, η λύπη στο πρόσωπό του μεταποιήθηκε σε βαθιά συγκίνηση και χαρά.
Ο Αλεξ είχε πει πως «φωτογραφίζοντας προσπαθώ να ακινητοποιήσω ουσιαστικά τον χρόνο και να γράψω ιστορία με εικόνες οι οποίες έχουν τη δική τους γλώσσα και σημαντική» και είχε συμπληρώσει πως «μην ξεχνάτε, η λέξη φωτογραφία στα Ελληνικά σημαίνει αυτός που γράφει με το φως».
Ο παππούς του ήταν ανάμεσα στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες. Ήλθε από τα μέρη της Τρίπολης το 1905 κι όπως είχε αναφέρει ο Αλεξ «ο παππούς μου ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που συνέβαλλαν στο χτίσιμο του Καθεδρικού Ναού της Βοστώνης από τα θεμέλια». Είχε προσθέσει δε, πως «στην οικογένεια της γιαγιάς μου υπήρχαν ιερείς».
Ο παππούς του ήταν έμπορος φρούτων και λαχανικών στη Βοστώνη. Ο Αλεξ είχε πει ότι «είχε καρότσια στην περιοχή του Κουίνσι Μάρκετ στη Βοστώνη κι έστελνε στα προάστια όπως στο Ντόρτσεστερ, στο Σάουθ Μπόστον, στο Μάταπαν και αλλού υπαλλήλους του και πουλούσαν τα φρούτα. Ανάμεσά τους ήταν και πολλοί Ελληνες που έρχονταν στη Βοστώνη και ζητούσαν εργασία».
Οι γονείς του γεννήθηκαν στη Βοστώνη. Για τον πατέρα του, τον Γιώργο Μαυράδη, είχε αναφέρει πως «ήταν επαγγελματίας μουσικός, ήταν μέλος της γνωστής τότε ορχήστρας Alboores η οποία αποτελείτο περισσότερο από Ελληνες και έπαιζαν ελληνικά, αμερικανικά και γερμανικά τραγούδια και επίσης πήγε στις επιχειρήσεις εστιατορίων, ήταν ο ιδιοκτήτης του Haffbreau το οποίο ήταν εστιατόριο υψηλού επιπέδου και βρισκόταν στο ξενοδοχείο ‘Tremont Plaza’ και στο οποίο είχε επίσης ελληνική και γερμανική μουσική και πριν από τη συνταξιοδότησή του άνοιξε αλυσίδα εστιατορίων έξι συνολικά στην περιοχή του Λιν όπου υπήρχαν πολλοί Ελληνες τότε».
Μιλώντας για τον Καθεδρικό Ναό της Βοστώνης και για τον παππού του που ήταν από τα ιδρυτικά του μέλη, τον είχαμε ρωτήσει αν βαφτίστηκε στον Καθεδρικό, οπότε ο Αλεξ μας είχε αποκαλύψει για πρώτη φορά το μεγάλο του μυστικό. Είχε πει πως «είμαι υιοθετημένος εγώ και η αδελφή μου. Γεννήθηκα στο νησί της Κέρκυρας και ήλθα εδώ όταν ήμουν 5 χρονών παιδάκι. Οι θετοί μου γονείς δεν είχαν δικά τους βιολογικά παιδιά και μέσω ενεργειών των εξαδέλφων του πατέρα μου και μέσω της διαδικασίας της υιοθεσίας ήλθαμε στην Αμερική με την αδελφή μου το 1959». Κι από τότε δεν είδε ξανά, ούτε επικοινώνησε με τους βιολογικούς του γονείς ποτέ πια. Όταν τον ρωτήσαμε αν θα ήθελε να τους γνωρίσει έστω τώρα, είχε απαντήσει πως «δεν ξέρω αν ζουν πλέον».
Μεγάλωσε στο προάστιο Νιούτον της Βοστώνης, πήγε στο σχολείο εκεί και στη συνέχεια στο Μπόστον Στέιτ Κόλετζ και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Οικονομικά. Στη διάρκεια των κολεγιακών του σπουδών εργαζόταν στο πολυκατάστημα τροφίμων «Stop & Shop» κι όπως είχε πει «όταν τελείωσα το κολέγιο πήγα και εργάστηκα στις πωλήσεις διότι μου άρεσε ο κλάδος». Εγινε μάνατζερ σε δύο καταστήματα που πουλούσαν ηλεκτρικές μηχανές καθαριότητας επί επτά χρόνια και στη συνέχεια είχε αναφέρει ότι «πήγα σε πωλήσεις μεγάλων ηλεκτρικών ειδών στην εταιρεία Highland Superstores η οποία δεν υπάρχει πλέον».
Μιλώντας για τη φωτογραφική τέχνη, είχε θυμηθεί τον θετό του πατέρα, για τον οποίο είχε πει πως «είχε στήσει το δικό του μαύρο δωμάτιο στο σπίτι μας στο Νιούτον και εμφάνιζε τα δικά του αρνητικά, και χρησιμοποιούσε φωτογραφικές μηχανές τύπου Exacta που είχαν κατασκευαστεί στην τότε Σοβιετική Ενωση».
Αναφορικά με το βασικό μυστικό για να βγάλει κάποιος καλές φωτογραφίες, είχε υπογραμμίσει πως «πρέπει κατ’ αρχήν να έχεις υπομονή και να επικεντρώνεσαι σ’ ένα πράγμα κάθε φορά». Είχε συμπληρώσει ότι «όταν παίρνω φωτογραφίες παίρνω πρώτα το περιβάλλον, έπειτα τα πρόσωπα και την αλληλουχία των γεγονότων οπότε καταγράφεται η ιστορία της στιγμής».
Όνειρό του ήταν να επισκεφθεί κάποια στιγμή την Ελλάδα. Δεν πρόλαβε όμως γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος.
Η Νεκρώσιμη Ακολουθία του τελέσθηκε στον Καθεδρικό Βοστώνης και ο ενταφιασμός του στο κοιμητήριο Gardens Cemetery στο Γουέστ Ρόξμπουρι.
Πηγή: ekirikas