Πριν δούμε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών μέσα από οικονομικό πρίσμα, καλό θα ήταν να θυμηθούμε λίγα βασικά. Η ΕΕ αποτελεί το τρέχον στάδιο ενός ευγενούς πολιτικού στόχου: της ενοποίησης στο μέγιστο δυνατό βαθμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών, ώστε να αμβλυνθούν (μέχρι εξαφάνισης) οι εθνικές διαφορές και να επιτευχθεί κοινή ευημερία.
Το σκεπτικό ήταν απλό: εφόσον οι λαοί της Γηραιάς Ηπείρου συνειδητοποιούσαν πως όσα τους χώριζαν ήταν πολύ λιγότερα από όσα τους ένωναν και πως ενωμένοι θα μπορούσαν να επιτύχουν πολλά περισσότερα, τότε θα έπαυαν οι μεταξύ τους πολεμικές συγκρούσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η αρχική Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα αποτελούταν από τα κράτη εκείνα που υπέστησαν τις φοβερότερες καταστροφές κατά τη διάρκεια του Α'ΠΠ. Στην πορεία, καθώς η πολιτική διάσταση της ΕΟΚ κατέστη εντονότερη, ενσωματώθηκαν και άλλα νατοϊκά μέλη, ενώ τελικά εντάχθηκαν στην Ένωση κράτη ουδέτερα, όλα του αλλοτινού Συμφώνου της Βαρσοβίας, ακόμη και ορισμένα ανήκοντα στην πρώην ΕΣΣΔ.
Για να επιτύχει την κοινωνική ενοποίηση ο νεαρός υπερεθνικός φορέας οικοδομήθηκε πάνω στο αφήγημα του πολυπολιτισμού. Συμφωνήθηκε πως όλα τα συμμετέχοντα έθνη έχουν συνεισφέρει ισότιμα (όχι ισόποσα) στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, και κατά συνέπεια όλα θα λαμβάνουν τον ίδιο σεβασμό, ασχέτως πληθυσμιακού, οικονομικού και πολιτιστικού μεγέθους. Για την επίτευξη της αντίστοιχης ευημερίας κυρίως συστάθηκαν οι γνωστές μας Ενιαία Αγορά και Κοινή Αγροτική Πολιτική. Αυτές θεωρητικά θα εξασφάλιζαν απολύτως ίσους όρους ανταγωνισμού, θα στήριζαν τα πιο αδύνατα κράτη-μέλη (μέσω προγραμμάτων συνοχής) και θα οδηγούσαν σε μια πραγματική οικονομία ενοποιημένη όσο περίπου αυτή των ΗΠΑ.
Στην πορεία φυσικά τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά: οι ομάδες συμφερόντων στα αρχικά βόρεια κράτη-μέλη πίεσαν επιτυχώς για διατήρηση των περισσότερων εμπορικών πλεονεκτημάτων τους (απόρροια της βραδύτερης εκβιομηχάνισης του Νότου), και μετά το ‘90 η απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου έφερε σε δεινή θέση τις οικονομίες εκείνες που παρήγαγαν προϊόντα χαμηλότερης προστιθέμενης αξίας (όπως πχ η ελληνική). Για να… χρυσωθεί το χάπι οι υπηρεσίες των Βρυξελλών συνέλαβαν την ιδέα των προγραμμάτων χρηματοδοτικής αλληλεγγύης, ΜΟΠ τη δεκαετία του ‘80 και ΕΣΠΑ σήμερα. Χονδρικά λοιπόν, χάρη σε πλεονάσματα του πλούσιου Βορρά τα μεσογειακά και ανατολικοευρωπαϊκά κράτη σταδιακά απέκτησαν καλής ποιότητας υποδομές και πιο σύγχρονες παραγωγικές μονάδες. Ωστόσο οι διαφορές δεν σταμάτησαν να υπάρχουν, μα αντίθετα διαμορφώθηκαν νέες: οι γειτνιάζουσες στη Γερμανία χώρες απογειώθηκαν, αφού η από την εποχή της Αυστροουγγαρίας βιομηχανία τους «κούμπωσε» στην Ατμομηχανή της Ευρώπης, με μεγάλα αμοιβαία οφέλη. Πλέον, μετά και την Κρίση, η Ελλάδα είναι καθαρά φτωχότερη από την Τσεχία ή την Πολωνία, παρά το γεγονός ότι εισήλθε στην ΕΕ 20 χρόνια νωρίτερα, χωρίς να διαφαίνεται τάση ανατροπής αυτής της κατάστασης στο ορατό μέλλον. Την ίδια στιγμή τα ίδια κεντροευρωπαϊκά κράτη είναι σθεναρά υπέρ του ανοικτού εμπορίου, λόγω της γνωστής αυταπάτης των Γερμανών πως θα βρίσκονται μονίμως στην τεχνολογική πρωτοπορία του πλανήτη.
Οι προκλήσεις της Ε.Ε.
Σήμερα η ΕΕ αντιμετωπίζει πλημμυρίδα εισαγωγών από τον αναπτυσσόμενο Κόσμο, αδιάκοπες μεταναστευτικές ροές, ένα ανοιχτό πολεμικό μέτωπο στην Ουκρανία και ένα σύνολο κρίσεων που ξεκινούν από τη Μέση Ανατολή και φτάνουν ως το Σαχέλ, ενόσω ουδείς μπορεί να προβλέψει τι πρόκειται να συμβεί πέραν του Ατλαντικού στις εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου. Όλες οι παραπάνω προκλήσεις έχουν ακολουθήσει εκείνες της κρίσεων χρέους, Brexit και κορονοϊού, με αποτέλεσμα η από πριν αποτελματωμενη Ένωση να παρουσιάζει φαινόμενα διάλυσης, ενδεχομένως οριστικής. Ίσως να παρακολουθούμε τον επιθανάτιο ρόγχο ενός εγχειρήματος πολλά υποσχόμενου, που έπεσε θύμα ακατάλληλων ηγετών, εξωτερικών παραγόντων και κακών συγκυριών.
Η αιτία για τέτοιου είδους δυσάρεστες προβλέψεις έχει φυσικά να κάνει με τη γενικευμένη οικονομική δυσπραγία, καθώς όχι απλώς η Ευρώπη αποτελεί πια μια περιοχή με ολοένα και μικρότερο αναπτυξιακό αποτύπωμα, μα και αντιμετωπίζει την παρακμή της με αυτοκαταστροφική παθητικότητα. Συνεπώς, το κυρίαρχο ζήτημα στις τελευταίες ευρωεκλογές στην πραγματικότητα ήταν η ανταγωνιστική της υστέρηση, η κύρια υπεύθυνη για την ακρίβεια, την ανεργία και τη διεύρυνση ανισοτήτων που τη μαστίζουν.
Έτσι η επόμενη ηγεσία της Ένωσης θα κληθεί να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα των πολιτών πάνω στο πώς θα εξασφαλιστεί σήμερα και αύριο η διατήρηση της αξιοζήλευτης ευρωπαϊκής ευημερίας. Και πώς υποτίθεται ότι θα συμβεί αυτό; Σύμφωνα τουλάχιστον με τους επαΐοντες, με νέες μεταρρυθμίσεις στα πεδία του δημοσιονομικού πλαισίου, του RRF, της κοινής κεφαλαιαγοράς και της περαιτέρω στήριξης στην ευρωπαϊκή μεταποίηση και καινοτομία. Εδώ όμως προκύπτουν νέες αντιφάσεις, ικανές να ενταφιάσουν οποιαδήποτε καλοπροαίρετη προσπάθεια εν τη γενέσει της.
Ας πάρουμε λχ το ζήτημα του αυστηρότερου δημοσιονομικού πλαισίου. Η ΕΚΤ προφανώς επιθυμεί σφίξιμο των σχετικών πολιτικών ώστε να προστατεύσει το ευρώ από τη διολίσθηση και τους λαούς από τον εισαγόμενο πληθωρισμό. Λογικό το σκεπτικό της, όμως τυχόν αυστηροποίηση δεν θα βλάψει μόνο την κοινωνική συνοχή και την κατανάλωση εντός των κρατών-μελών, αλλά και πολλές προσπάθειες εκσυγχρονισμού των κατά τόπους οικονομιών. Εδώ βέβαια θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις μια νέα εκδοχή του RRF, όμως ούτε αυτή η προσέγγιση θα ήταν απροβλημάτιστη • δεδομένου ότι σημαντικό ποσοστό των χρηματοδοτικών πόρων του Ταμείου είναι χαμηλότοκα δάνεια, οι ισχύοντες πανευρωπαϊκοί τραπεζικοί κανονισμοί ουσιαστικά αποκλείουν τις περισσότερες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις από αυτούς.
Οι ίδιες επιχειρήσεις δεν θα είχαν κάτι να κερδίσουν ούτε από τη σχεδιαζομενη τραπεζική ενοποίηση, καθώς και αυτή αφορά μεγάλα ποσά προοριζόμενα για πολυεθνικές. Οπότε, καταλήγουμε ότι δίχως κρατικά ή τραπεζικά λεφτά οι ευρωπαϊκές ΜΜΕ δεν έχουν μέλλον, και μαζί τους δεν έχει μέλλον ούτε η ευρωπαϊκή μεσαία τάξη. Το πώς θα μπορούσε να επιβιώσει το ενωσιακό πρότζεκτ δίχως το θεμέλιο λίθο του -μία ευημερούσα μεσαία τάξη- θα πρέπει σύντομα να απαντηθεί από το ευρωιερατείο.
Οι «αντίπαλοι»
Η ευρωπαϊκή οικονομία δοκιμάζεται λοιπόν σκληρά τα τελευταία χρόνια και θα συνεχίσει να υφίσταται πιέσεις από Κίνα, Ινδία, Τουρκία, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Ινδονησία, Βιετνάμ, Μεξικό και ΗΠΑ στο ορατό μέλλον, και ο λόγος είναι πολύ απλός: η Ένωση δεν φροντίζει να διαθέτει οποιοδήποτε από τα πλεονεκτήματα των ανταγωνιστών της στην παγκόσμια αγορά.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες διαθέτουν κεντρικά σχεδιαζόμενες εξαγωγικές πολιτικές, τις οποίες εφαρμόζουν είτε ενεργητικά, είτε δια παραλείψεων. Με κρυφές επιχορηγήσεις στηρίζουν επενδύσεις σε πάγια, σε R&D και σε μεταφορές, ενώ συστηματικά παραλείπουν να τηρούν τα συμφωνηθέντα όσον αφορά εργασιακά και περιβαλλοντικά θέματα. Στον αντίποδα οι πανίσχυρες ΗΠΑ επιδιώκουν διαρκή ενεργειακή και επισιτιστική υπερεπάρκεια, ενώ ταυτόχρονα αποθαρρύνουν την ανεξέλεγκτη μετανάστευση (τα φαινόμενα των τελευταίων ετών στο Τέξας αποτελούν μάλλον εξαίρεση παρά κανόνα) και προσελκύουν τους κορυφαίους εγκεφάλους όλου του πλανήτη, κρατώντας πεισματικά τα σκήπτρα στις νέες τεχνολογίες και στα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα εξακολουθούν ανερυθρίαστα να ανεβάζουν το ύψος του δημόσιου χρέους τους (βοηθουσών και των ενόπλων δυνάμεων τους) και να επιβάλλουν βαρείς δασμούς στα κινεζικά προϊόντα (πχ στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μόλις την περασμένη εβδομάδα).
Σε αντίθεση με τους αντιπάλους της, η ΕΕ ως τώρα δείχνει να τα κάνει όλα λάθος. Φοβάται να κόψει χρήμα, δεν τολμά να επιβάλλει δασμούς, δεν τιμωρεί όσους παραβιάζουν κατάφωρα τους συμφωνημένους κανόνες υγιούς ανταγωνισμού, δεν προσπαθεί σοβαρά να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την επιβίωση της σε βάθος χρόνου, δεν παρέχει χαμηλότερο κόστος παραγωγής εξαιτίας των μέτρων για την Πράσινη Μετάβαση, δεν συγκροτεί κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Εξαρτάται σχεδόν πλήρως από εισαγόμενα καύσιμα, τρόφιμα και βιομηχανικά αγαθά, συνήθως απολύτως αναγκαία για την παραγωγή των επώνυμων αυτοκινήτων της, μηχανημάτων της, καλλυντικών της, ενδυμάτων της κοκ.
Επιπλέον αποδέχεται πολλά εκατομμύρια άτομα από τη Νότια Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, άτομα χωρίς περιζήτητες δεξιότητες δυστυχώς ανίκανα να συνεισφέρουν σε ένα παραγωγικό μοντέλο οικονομίας γνώσης. Αντί για τολμηρές πολιτικές οι Βρυξέλλες εκπονούν μπόλικες εκθέσεις και μελέτες (τελευταίες αυτές των Λέτα και Ντράγκι), όπου κατά κανόνα συνιστάται λιγότερος εσωτερικός ανταγωνισμός και κατ’ επέκταση ισχυρότεροι Ευρωπαίοι «πρωταθλητές», θεωρητικά αρκούντως εύρωστοι ώστε να αντιμάχονται με περισσότερη άνεση τους διεθνείς αντιπάλους τους.
Κοινώς, το σκεπτικό πολλών ιθυνόντων είναι ότι για το καλό μας θα πρέπει να υπάρχουν ακόμη λιγότερες τράπεζες, αλυσίδες σούπερ μάρκετ, εταιρείες τηλεφωνίας, πάροχοι υπηρεσιών υγείας και κοινής ωφέλειας, παραγωγοί ενέργειας, εμπορικοί όμιλοι κλπ κλπ κλπ. Άρα κατά τους ίδιους η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα θα ανακτηθεί μόνο μέσα από μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε περισσότερες οικονομίες κλίμακος, μέσω πιο συμπιεσμένου λειτουργικού κόστους. Όσοι χάσουν τις δουλειές τους θα συντηρηθούν από επιδόματα, τα οποία φυσικά είναι άγνωστο πώς και ως πότε θα μπορούν να καταβάλλονται όταν η ΕΕ συνεχώς χάνει σε παραγωγή και συρρικνώνει το εξωτερικό χρέος της.
Περιττό να πω ότι όλα τα παραπάνω είναι παράλογα, και εύλογη η συλλήβδην καταδίκη τους από τους ευρωπαϊκούς λαούς. Αντί οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να εστιάζουν στην προάσπιση της εξαιρετικής ποιότητας ζωής των κατοίκων της Ένωσης, αναλώνονται σε μαξιμαλιστικούς στόχους σωτηρίας του πλανήτη και αυστηρής τήρησης της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Μοιάζουν να ζουν υπό την ψευδαίσθηση ότι όλα τακτοποιούνται όταν εκτελούνται ξερές αλλαγές προσώπων (όπως μερικοί δικοί μας υπουργικοί ανασχηματισμοί), όταν εξαφανίζονται τα πλαστικά καλαμάκια και όταν απαρνούνται οι Ευρωπαίοι τον πολιτισμό που με τόσους αγώνες έχτισαν. Σε αφέλεια ή διαφθορά οφείλονται άραγε τούτες οι ψευδαισθήσεις;
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 16.06.2024