ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ιστορίες: Η Παναγιά Πορταΐτισσα στο Άγιο Όρος

Βασίλης Κεχαγιάς15 Αυγούστου 2024

Αν η Παναγιά το Άξιον Εστί είναι η επισημότερη εικόνα του Αγίου Όρους, η Παναγιά η Πορταΐτισσα είναι σίγουρα η δημοφιλέστερη. Βρίσκεται στη μονή των Ιβήρων, σε ναΐδριο δίπλα στο καθολικό, αφιερωμένο στη χάρη Της. Όλο το χρόνο συρρέουν ευλαβείς προσκυνητές για να προσκυνήσουν την ιερή εικόνα, με αποκορύφωμα την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με το παλαιό ημερολόγιο. Ειδικότερα ο ρωσικός λαός, ο οποίος τρέφει μεγάλο σεβασμό προς την εικόνα, αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των πολυπληθών επισκεπτών. Λέγεται ότι το τέλος του Αγίου Όρους θα είναι κοντά, αν ποτέ φύγει από εκεί η Πορταΐτισσα.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αθωνίτης, εκφραστής της αγιορείτικης συνείδησης και σημαντικότερος υμνογράφος στην ιερή χερσόνησο, παράλληλα με τους Κανόνες του στην Παναγία, έγραψε και τέσσερις Κανόνες ειδικά για την Πορταΐτισσα. Η μονή των Ιβήρων αποτελεί την τρίτη τη τάξει στην ιεραρχία των 20 μοναστηριών (μετά τη Μεγίστη Λαύρα και το Βατοπέδι). Ιδρύθηκε στο τέλος του 10ου αιώνα, στη θέση της λαύρας του Αγίου Κλήμεντος. Κτήτοράς της ο σημαντικός στρατηγός Τορνίκιος από την Ιβηρία, δηλαδή τη Γεωργία. Κατά τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, ιδρυτή της πρώτης μονής, της Μεγίστης Λαύρας, αναφέρεται ως κτήτωρ ο Ιωάννης ο Ίβηρας, τοπάρχης της Ιβηρικής Μοσχίας, ο οποίος προηγουμένως είχε μονάσει στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Ο Τορνίκιος, κουνιάδος του, μετέβη εκεί λίγο αργότερα, για να του παραχωρηθεί μία περιοχή προς ανέγερση του κελίου του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Εκεί βρισκόταν ο Τορνίκιος όταν τον κάλεσε ο Βάρδας Φωκάς για να αντιμετωπίσει τον στασιαστή Βάρδα Σκληρό. Μετά τη νικηφόρα μάχη στην Έφεσο το 979, με τα πλούσια δώρα και τα λάφυρα, επανήλθε και ανέγειρε τη μονή, στη θέση του κελίου. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β’ εξέδωσε χρυσόβουλο. Έκτοτε και ως το 1950 πάντα υπήρχαν Ίβηρες μοναχοί, που να συνδέουν το μοναστήρι με την καταγωγή του. Όπως και να ’χει, έτσι εξηγείται και η σχέση με τη Ρωσία και η αγάπη των πιστών της προς αυτήν.

Ωστόσο, με σιγίλιό του ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος ο Β’, το 1357 εντέλλεται οι λειτουργίες να ψάλλονται στα ελληνικά, ο δε ηγούμενος να προέρχεται εκ των Ρωμαίων μοναχών. Είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με την παράδοση, στην περιοχή των Ιβήρων έφθασε η Παναγία με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, μετά από μια θαλασσοταραχή, ενώ ταξίδευαν για να συναντήσουν τον Λάζαρο στην Κύπρο. Ήταν τότε που η Θεοτόκος ζήτησε χάρη από τον Υιό της να της αφιερώσει την έκταση, για να ακουστεί μια φωνή: «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σος και περιβόλαιον σον και παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτηρίας των θελόντων σωθήναι». Έτσι η χερσόνησος έλαβε την ονομασία Περιβόλι της Παναγίας.



Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Σε χειρόγραφό του ο επιμελής και καλλιγράφος Δαμασκηνός γράφει για την ιστορία της εικόνας, που ως γνωστόν είχε ρίξει στη θάλασσα μια χήρα από τη Νίκαια της Μικράς Ασίας, για να τη γλιτώσει από την καταστροφή:

«Κατά το έτος 998 ή κατά το 1005, ηγούμενος εν τη νέα Μονή εγένετο ο υιός αυτού (σ.σ.: εννοεί του κτήτορα Ιωάννη) Ευθύμιος, εν δε τω επί του Άθω κειμένω Ιβηρικών μονυδρίω ηγούμενος ην τις Παύλος, εν δε τω 999 έτει μετά Χριστόν ανεφάνη θεομητορική εικών της εν Νικαία χήρας επί της θαλάσσης, εγγύς του Αγίου Όρους Άθωνος, απέναντι της νεοδμήτου λαύρας των Ιβήρων και του εν τω Άθω αρχαίου μονυδρίου. Παρά την ιβηρητικήν λαύραν επί τινός ορεινού υψώματος ην σπήλαιον, εν ω διέμενεν ενάρετός τις Γεωργιανός αναχωρητής ονόματι Γαβριήλ, τιμώμενος δια τας αρετές αυτού υπ’ αμφοτέρων των ηγουμένων, Ευθυμίου και Παύλου. Αυτοί λοιπόν οι δύο ηγούμενοι παρεκάλεσαν ίνα μεταφέρη από της θαλάσσης την αναφανείσαν αγίαν εικόναν της Θεομήτορος, ην ανεγνώρισαν εκ της περιστοιχούσας αυτής αίγλης.

Ο δε Γαβριήλ, όστις και αυτός εκ του ύψους της κατοικίας αυτού είδεν την αίγλην, υπήκουσεν εις την αίτησιν αυτών και κατελθών ανέλαβεν αυτήν υπό των θαλασσίων τμημάτων και εν ωδαίς και άσμασιν έφερεν αυτήν εις το του Γαβριήλ ορεινόν ενδιαίτημα. Μετά δε τινών χρόνων μετήνεγγον αυτήν εν τη νεοδμήτω των Ιβήρων λαύραν, εντός του επί της πύλης παρεκκλησίου, κατά προτροπήν του αναχωρητού Γαβριήλ, επιθυμούντος ίνα δια του μέσου αυτού αφιερώσει την ιερήν λαύραν των Ιβήρων εις την ιδιαιτέραν φυλακήν και προστασίαν της Θεομήτορος Πορταϊτίσσης αυτής, ένθα και εισέτι διαμένει, την μεν μονήν σκεπούσα και περιφρουρούσα, τοις δε μετ’ ευλαβείας προσιούσι παρέχουσα χάριν άφθονον και αιτήματα εκπληρούσα προς το συμφέρον της αιτήσεως. Πως δε η Αγία αυτή εικών διετηρήθη εν τη θαλάσση αλώβητος επί 170 όλα έτη και πως οι Γεωργιανοί μοναχοί εβεβαιώθησαν ότι η εικών αύτη ην της εν Νικαία χήρας, προαγόμεθα ίνα υποθέσωμεν ότι την αγίαν ταύτην εικόνα, ριφθείσα εις την θάλασσαν, παρέσυραν ρεύματα εις απόκεντρον και άγνωστον μέρος της εγγύς του Αγίου Όρους κειμένης νήσου Λήμνου, οπόθεν τα θαλάσσια κύματα ωθήσαντα αυτήν, μετέφεραν έγγιστα του Αγίου Όρους, ότε αναλαβόντες οι μοναχοί, ανεγνώρισαν πάντες εκ τινός ελληνιστί ή ιβηριστί γεγραμμένης επιγραφής ή εξ άλλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, περί ων ο υιός της χήρας είχε αναφέρει ότε έζη».

Μετά από αυτά, αντιλαμβανόμαστε ότι η επωνυμία Πορταΐτισσα δόθηκε από το γεγονός της ανεύρεσης της εικόνας σχεδόν στην πόρτα του μοναστηριού.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Η μονή των Ιβήρων ανέκαθεν φημιζόταν για την ανοιχτή της αγκαλιά προς τους οδοιπόρος και προσκυνητές της αθωνικής χερσονήσου. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή (ημέρες του «αλάδωτου», κατά τον μοναχισμό) υπήρχαν στην πύλη του μοναστηριού ψωμί και ελιές για τους περαστικούς, ενώ τις υπόλοιπες ημέρες ψωμί και τυρί. Κάποια μέρα είχε τελειώσει κι ένας προσκυνητής έφυγε περίλυπος. Τη συνέχεια την αφηγείται ο προηγούμενος Μάξιμος Ιβηρίτης:

«Απομακρυνθείς ο οδοιπόρος εκάθισεν εις μίαν πέτραν επί του δρόμου, στενάζων και δακρύζων. Εκείνην τη στιγμή ήκουσε βήματα ανθρώπου, οπότε μετά δυσκολίας ύψωσεν την κεφαλήν του. Τότε βλέπει μια ωραιοτάτην γυναίκα, η οποία εκράτει εις τας αγκάλας της ένα παιδί. Τον πλησιάζει και με συμπαθητικό ύφος και γλυκείαν φωνήν τον ερωτά: Τι έχεις και κλαίς; Μήπως είσαι ασθενής; Όχι, απαντά ο οδοιπόρος, δεν είμαι ασθενής, αλλά πεινώ, διότι εζήτησα μεν από τον θυρωρόν των Ιβήρων ολίγον άρτον, δεν μού έδωκεν όμως. Η γυνή τότε του λέγει: Μη λυπού, τέκνον μου, κατά του θυρωρού, διότι θυρωρός της Μονής Ιβήρων είμαι εγώ. Λαβέ αυτόν το φλωρίον, να επιστρέψης στο Μοναστήρι και αγόρασε με αυτό άρτον, εγώ εδώ θα σε αναμένω. Ο οδοιπόρος πείθεται και επιστρέφει στην Μονήν. Ευρίσκει τον θυρωρόν και ζητεί άρτον προς αγοράς εγχειρίζων εις αυτόν συγχρόνως και το φλωρίον, το οποίον -ως είπεν-του εδώρισεν μια γυνή. Όταν ο θυρωρός ήκουσεν περί της γυναικός εξανέστη, μόλις δε είδε και το φλωρίον εις τας χείρας του πτωχού οδοιπόρου, αντελήφθη αμέσως ότι πρόκειται περί θαύματος και έσπευσεν να κρούση τον κώδωνα, ίνα συναθροισθούν οι Πατέρες και να τους αναγγείλη το γενόμενον. Συγκεντρωθέντες δε οι Πατέρες ήκουσαν το παράδοξο γεγονός και έμειναν κατάπληκτοι. Διαπίστωσαν ακόμη ότι το φλωρίον το οποίον έφερε ο οδοιπόρος ήτο εκείνο που είχε αφιερωθή εις την εικόναν της Πορταϊτίσσης και το οποίον μετά πολλής ευλαβείας ετοποθέτησαν αύθις επί της Αγίας εικόνας. Αμέσως όλοι ομού ήλθον εις τον προαναφερθέντα τρόπον, αλλ’ ουδένα εύρος. Και εις ανάμνησιν του θαύματος ετοποθέτησαν μικρόν προσκυνητάριον».

Στη θέση του προσκυνηταρίου αργότερα οικοδομήθηκε ναΐδριο, ενώ και ο Δαμασκηνός στο χειρόγραφό του αναφέρει στιχούργημα για τη θαυματουργή εύρεση άλευρου και λαδιού, σε περιόδους στέρησης. Στα νεότερα χρόνια, στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μαγείρευε -με θεία έμπνευση και αντοχή, όπως έλεγε ο ίδιος- ο μοναχός Επιφάνιος για πάνω από 2.000 επισκέπτες της μονής, για την πανήγυρη.


Η λατρεία της Πορταΐτισσας

Η βυζαντινή εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας είναι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την παράδοση και τον θαυματουργό τρόπο της έλευσής της, έργο των προ της Εικονομαχίας ετών. Ο θεολόγος Μαμαλάκης σημειώνει: «Ενώ ο Άθως ηρημούτο κατοίκων, ιδίως από τας επιδρομάς των πειρατών και των διωγμών των εικονομάχων, πολλοί ιδίως φανατικοί μοναχοί, φεύγοντες την δίωξην, καταφεύγουσι δια διαφόρων οδών -ιδίως της θαλασσίας- εις διάφορα σημεία του Άθωνος, συναποκομίζοντες και τας λατρευτικάς εικόνας των. Εκ του γεγονότος τούτου εδημιουργήθηκαν αργότερα οι θρύλοι των δια της θαλάσσης ερχομένων εικόνων, όπως της Πορταϊτίσσης της Μονής Ιβήρων κ.λπ».

Εν τούτοις, δεν πρόκειται περί θρύλου, αλλά για παράδοση θαύματος, αδιανόητου για έναν ορθολογικά σκεπτόμενο, αλλά συχνά μνημονευόμενου από αξιόπιστες πηγές. Στη μονή του Πανορμίτη της Σύμης, το θαλασσινό αυτό προσκύνημα των Δωδεκανήσων, μεταφέρονται τάματα των πιστών στα πόδια του μοναστηριού, από απομακρυσμένα σημεία του πελάγους, όπως μαρτυρείται και που μπορεί να τα δει κάποιος στο μουσείο του μοναστηριού.

Το σχήμα της εικόνας της Πορταΐτισσας, που ανήκει στον τύπο της Οδηγήτριας, είναι 1,37 επί 0,94 μ., φέρει δε εξαίρετης τεχνουργίας αργυρεπίχρυσο πουκάμισο, φιλοτεχνημένο το 1819 στη Μόσχα.


Ημερολόγιο καταστρώματος

8ος-9ος αιώνας

Περίοδος της Εικονομαχίας στο Βυζάντιο. Η Πορταϊτισσα ρίχνεται στο Αιγαίο από θεοσεβούμενη χήρα, προκειμένου να τη σώσει από τους εικονοκλάστες

Τέλος 10ου αιώνα

Ίδρυση της μονής Ιβήρων από Γεωργιανό κτήτορα

998 ή 1005

Χρονολογική εκτίμηση της εμφάνισης

της Παναγίας της Πορταΐτισσας,

πλησίον της μονής Ιβήρων

1680

Ανέγερση του παρεκκλησίου της μονής Ιβήρων, για τη στέγαση της Πορταΐτισσας

1683

Αγιογράφηση του παρεκκλησίου της Πορταΐτισσας

1819

Φιλοτεχνείται το αργυρεπίχρυσο «πουκάμισο» της εικόνας

1875

Ανέγερση τιμητικού παρεκκλησίου για την Πορταΐτισσα στη μονή Κωνσταμονίτου

1950

Εκδημεί ο τελευταίος Γεωργιανός (Ίβηρας) μοναχός

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11.08.2024

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.