Η υπόθεση «φωτιές» αποτελεί διαχρονικά μία πηγή δυσπιστίας για το αν «θεϊκό» ή ανθρώπινο χέρι ανάβει το φυτίλι τους για την καταστροφή. Με άλλα λόγια, εάν πρόκειται για παρέμβαση της μοίρας ή του ανθρώπινου παράγοντα.
Και αν τώρα στο στόχαστρο του ερωτήματος βρίσκονται τα δάση, κάποτε στην ίδια θέση βρέθηκε η αστική έκταση της Θεσσαλονίκης. Ήταν τέτοιες μέρες, 5 Αυγούστου του 1917 (παλιό ημερολόγιο), όταν το κέντρο ουσιαστικά της πόλης έχασε μια για πάντα την εικόνα του, από τη μεγάλη πυρκαγιά, η οποία κατέκαυσε τα πάντα, για να απωλέσει την ως τότε εικόνα του και να την κερδίσουν οι νέοι επιχειρηματίες των ανοικοδομήσεων και των ανταλλαγών γης.
Παρά το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη έπεφτε πολλές φορές θύμα πυρκαγιών (μεγαλύτερη και καταστροφικότερη αυτή του 1890), η καταστροφική έκταση της συγκεκριμένης και η ολοσχερής αλλαγή της οικοδόμησης της ενίσχυσε τα σενάρια της εκούσιας ανθρώπινης παρέμβασης. Τυπικά αποδόθηκε σε σπίθα από τηγάνι τουρκικού χαμόσπιτου στην Άνω Πόλη, στην οδό Ολυμπιάδος 3, ωστόσο λίγοι πίστεψαν το γεγονός, καθώς ο ισχυρός άνεμος της ημέρας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καταστροφή. Οι φλόγες, εγκλωβισμένες στα τείχη της περιοχής, περιδινούνταν με σατανική ένταση και μετέφεραν αστραπιαία το μήνυμα της καταστροφής.
Η ριζική τούτη εκσκαφή της Θεσσαλονίκης, καθώς συνέβη με το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου και με την αλλαγή του πληθυσμιακού τοπίου μετά την απελευθέρωση, καθιστά πιθανότατη την εκδοχή του εμπρησμού. Το θαλάσσιο μέτωπο, στο ύψος της Λεωφόρου Νίκης, ως εκείνα τα χρόνια ήταν κατειλημμένο από Εβραίους μικρομαγαζάτορες, οι οποίοι φυσικά δεν είχαν θέση στην εικόνα της επόμενης μέρας, παρακάμπτοντας έτσι και τα αισθητικά προβλήματα που δημιουργούσαν οι παράγκες τους.
Ανέπνευσε έτσι η παραθαλάσσια έκταση, αλλά συγχρόνως έσβησε για πάντα η παλιά Θεσσαλονίκη, με τη βενετοβυζαντινή ακρόπολή της, δίνοντας την ευκαιρία σε όσους διέθεταν κεφάλαια να αναλάβουν τα νέα οικοδομικά συγκροτήματα, αφού οι 70.000 πυρίκαυστοι επείγονταν να κατοικήσουν κάπου, όντας άστεγοι και προβληματισμένοι με τη διαβίωσή τους, εκχωρώντας έτσι τα χαρτιά ανταλλαγών γης που τους δόθηκαν, για ένα κομμάτι ψωμί.
Η οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης εκείνης της εποχής δεν αναχαιτίσθηκε, απλώς άλλαξε χέρια .Τα 3/4 των κατεστραμμένων περιουσιών ήσαν ασφαλισμένα σε αγγλικές εταιρείες και όπου οι καταβολές των αποζημιώσεων καθυστερούσαν ή δεν υπήρχαν, η εκμετάλλευση έπαιρνε το λόγο.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Στην αρχή δε δόθηκε σημασία στο γεγονός, με αποτέλεσμα πριν ακόμη γίνει αντιληπτή η επικινδυνότητά της να έχει βρεθεί στον εμπορικό τομέα της πόλης προς δύο κατευθύνσεις. Η πόλη πλέον δεν είχε ελπίδα να σωθεί. Οι πυροσβέστες (Τουλουμπατζήδες, όπως ονομάζονταν) κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες, με τις χειροκίνητες αντλίες των δύο βαρελιών νερού. Τι να σου κάνουν;
Στις 10 το βράδυ είχε συμβεί το μοιραίο. Η πυρκαγιά είχε διασχίσει το Φαρδύ Δρόμο, δηλαδή την Εγνατία οδό και είχε αρχίσει να απειλεί σοβαρά το κέντρο της πόλης. Τότε άρχισε η εκκένωση των ξενοδοχείων και το πλήθος συνωστιζόταν (… εδώ κυριολεκτικά) στην προκυμαία. Εβραϊκή αρχιραββινεία και ισλαμική κοινότητα είχαν καταστραφεί και με υπεράνθρωπες προσπάθειες σώθηκε το Διοικητήριο. Όχι όμως και ο πολύπαθος Άγιος Δημήτριος, η σημαντικότερη απώλεια της Θεσσαλονίκης σε εκείνη την πυρκαγιά.
Στις 2 το πρωί η φωτιά πήρε κατεύθυνση προς τα ανατολικά, παρέκαμψε τον περίβολο της Αγίας Σοφίας, κατέκαυσε την πλατεία Ιπποδρομίου και έφτασε τη σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης. Εκεί την επέκτασή της εμπόδισαν δύο αγγλικές υδραντλίες, που είχαν βρεθεί εκεί από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Γενικότερα, εκτός από κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες των Γάλλων, οι Βρετανοί ήσαν αυτοί που βοήθησαν περισσότερο, κυρίως μεταφέροντας με ακάτους πληγέντες από το αδέσποτο, πλέον, πυρ, δυτικά και ανατολικά της πόλης, για λόγους ασφαλείας. Γενικότερα είναι διιστάμενες οι απόψεις για τη συμπεριφορά των συμμάχων της Αντάντ. Μάλιστα, η έκθεση του Πρωτονοτάριου, μιλάει για πλιάτσικα των Γάλλων στρατιωτών στα χαλάσματα, με αποτέλεσμα οι φήμες να θέλουν τον στρατηγό Σαράιγ να εκτελεί δύο φαντάρους, οι οποίοι πουλούσαν κλεμμένα αντικείμενα των κατοίκων.
Πενήντα οκτώ ολόκληρες ώρες η φωτιά κατέστρεφε τη Θεσσαλονίκη, φθάνοντας τα 120 εκτάρια, από την πλατεία Ιπποδρομίου ως την κάθετο γραμμή η οποία συνδέει την οδό Κασσάνδρου ως το μώλο της παραλίας. Τελικά… έπαυσε πυρ από μόνο του, καθώς καμία ανθρώπινη παρέμβαση δεν ήταν δυνατόν να το πράξει. Ήταν 7 προς 8 Αυγούστου.
Το λόγο, πλέον, θα είχε η περιώνυμη «Επιτροπή Εμπράρ», που θα αναλάμβανε την αναμόρφωση της Θεσσαλονίκης, με ένα σχέδιο που εφαρμόστηκε σε ένα σημαντικό μέρος του, ωστόσο θα έπρεπε να ομολογηθεί η ταχύτητα αντίδρασης της κυβέρνησης Παπαναστασίου.
Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ
Δεν υπάρχει εγκυρότερος αυτόπτης μάρτυς από τον εγκυρότερο ιστορικό της Θεσσαλονίκης, τον καθηγητή Απόστολο Βακαλόπουλο, ο οποίος, πέραν της επιστημονικής του αντίληψης κατέγραψε τα συμβάντα με την οξύτητα του παιδικού του βλέμματος:
«Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα αμοιβαίων παρεξηγήσεων και δυσπιστίας των συμμάχων στη Θεσσαλονίκη έληξε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο ανταγωνισμός αυτός για την κατάκτηση της αγοράς της Θεσσαλονίκης ευνόησε την επίδοση του εμπορίου της. Την οικονομική ανάπτυξη δεν την ανέστειλε η μεγάλη πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου 1917. Μικρός, σε ηλικία 8 χρόνων, με τρομαγμένα μάτια και τον πανικό στην ψυχή μου παρακολουθούσα την αστραπιαία εξάπλωση της φωτιάς που βοηθούμενη και από τον σφοδρό Βαρδάρη καταβρόχθιζε το ένα μετά το άλλο τα ξύλινα σπίτια, και έβλεπα τους κατοίκους που με μικρά μπογαλάκια με ό,τι πολύτιμο είχαν έτρεχαν ολολύζοντας να σωθούν και κυρίως προς τα ανατολικά, προς το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας και προς τα εβραϊκά μνήματα, όπου σήμερα τα πανεπιστημιακά κτίρια.
Η πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο σχεδόν τμήμα της πόλης, το νότιο και το μεσημβρινό, με 9.500 σπίτια, μεγάλα κοινωφελή ιδρύματα, εμπορικά καταστήματα, ξενοδοχεία, εργοστάσια, γραφεία, σχολεία, τζαμιά και μαζί την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, του μεγάλου συμβόλου του ελληνισμού.
Εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν άστεγοι και κατεστραμμένοι. Τα τρία τέταρτα όμως των περιουσιών ήταν ασφαλισμένα σε αγγλικές εταιρείες και οι ιδιοκτήτες τους αποζημιώθηκαν. Έτσι μολονότι η συμφορά ήταν μεγάλη, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Βενιζέλος στη Βουλή, τόσο τα χρήματα των αποζημιώσεων, όσο και τα σύντονα μέτρα της κυβερνήσεως για την άμεση στέγαση των πυροπαθών και η διανομή μερίδων ψωμιού και τροφίμων από τις ελληνικές και ξένες υπηρεσίες του Ερυθρού Σταυρού, συντέλεσαν ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίσιμη κατάσταση. Αμέσως μετά άρχισαν οι εργασίες για την αναστήλωση του ναού του Αγίου Δημητρίου, οι οποίες βάσταξαν πολλά χρόνια, με την επιστασία του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου και οι οποίες απέβλεψαν να περισώσουν ότι είχε μείνει από το παλιό οικοδόμημα, από την παράδοση, και να προσαρμόσουν προς τις παλιές μορφές τα νέα τμήματά του.
Η πυρκαγιά δεν έριξε μόνο στη φτώχεια χιλιάδες οικογένειες, που αντιμετώπισαν προβλήματα διατροφής και στέγης, αλλ’ ακόμη εξαφάνισε πολλά μνημεία των περασμένων εποχών, χωρίς να προλάβουν οι ειδικοί επιστήμονες να τα μελετήσουν. Σώθηκαν οι συνοικίες της επάνω πόλης, οι οποίες και σήμερα διατηρούν κάτι από την παλιά γραφικότητα της Ανατολής. Επίσης διασώθηκε και η άνω της Εγνατίας ανατολική περιοχή της πόλης.
Τιμές γης μετά την πυρκαγιά
Σε έγκυρο πόνημά του, ο πάντα ακριβής στις μελέτες του Ευάγγελος Χεκίμογλου, καταγράφει για τις τιμές γης στη Θεσσαλονίκη μετά τη μεγάλη φωτιά του 1917:
«Μετά το 1916 έχουμε -λόγω της παρουσίας των συμμαχικών στρατευμάτων- μεγάλη άνοδο τιμών όλων των εμπορευμάτων και φυσικά της γαιοπροσόδου. Ένα μικρό σπίτι στην περιοχή της πυρικαύστου κόστιζε δίχως το οικόπεδό του, πάνω από 750 λίρες, ενώ ένας λογιστής ( επάγγελμα πολύ καλά αμοιβόμενο), δεν κέρδιζε πάνω από 8 με 12 λίρες, στην καλύτερη περίπτωση... ο διευθυντής του υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης της Εθνικής Τραπέζης έπαιρνε συνολικά 26 λίρες το μήνα, μισθό που πρέπει να θεωρήσουμε σχετικά μεγάλο για την εποχή. Είχε όμως αγοραστική αξία μάλλον περιορισμένη.
Μία ένδειξη της μακροπρόθεσμης εξέλιξης των ενοικίων μας παρέχει το κτίριο, όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Όπως είναι γνωστό, στο κτίριο αυτό φιλοξενήθηκε επί Τουρκοκρατίας το ελληνικό προξενείο. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε εκεί η Γεωργική Τράπεζα Μακεδονίας και Ηπείρου. Το κτίριο ανήκε στην ελληνική Κοινότητα. Όταν ήταν νεόκτιστο, στα 1893, το Προξενείο κατέβαλε μίσθωμα 180 λιρών.
Στα 1917, πριν από την πυρκαγιά, το ποσό αυτό είχε διπλασιασθεί και μάλιστα η Κοινότης ζητούσε πολύ περισσότερα. Ας ληφθεί υπόψη ότι όλες οι τιμές είναι σε χρυσό και η αύξηση κατά συνέπεια είναι καθαρή.
Τον Δεκέμβριο του 1917 η ζήτηση των οικοπέδων ήταν τόσο μεγάλη και η προσφορά τόσο μικρή, μετά τις καταστροφές της πυρκαγιάς, ώστε τα ενοίκια στην οδό Φράγκων είχαν φτάσει στις 4 χρυσές λίρες το τετραγωνικό μέτρο ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί σε παραπάνω από 6.000 δραχμές το μήνα.
Μόνο χάρη στα γενναία μέτρα του ελληνικού κράτους, τα οποία περιελάμβαναν την απαγόρευση της ανοικοδομήσεως, την κατασκευή ξύλινων παραπηγμάτων και τη μαζική επίταξη δωματίων για 8.000 οικογένειες, έγινε δυνατή η ανακοπή των παράλογων ανατιμητικών τάσεων της γαιοπροσόδου στη Θεσσαλονίκη.
Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της πυρκαγιάς του 1917 ήταν η πτώση των τιμών γης. Όταν τα οικόπεδα του νέου σχεδίου δημοπρατήθηκαν, η ανά τετραγωνικό μέτρο τιμή τους ήταν πολύ χαμηλότερη, σε πραγματικές αξίες, από τις προ του 1917. Αυτή η αγνοημένη ως τώρα παράμετρος αποτέλεσε την οικονομική αφετηρία για την ανοικοδόμηση της πόλης και τη δημιουργία της νέας Θεσσαλονίκης.
Η συμμετοχή των κατόχων γης στη διανομή του κοινωνικού προϊόντος έγινε λογικότερη, γεγονός που επέτρεψε την αποκατάσταση των οικονομικών λειτουργιών και μάλιστα σε διευρυμένη βάση, μετά την έλευση του μεγάλου προσφυγικού ρεύματος. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας και περιελάμβανε 5000 ακίνητα στη Θεσσαλονίκη.
Ημερολόγιο καταστρώματος
1917
Αύγουστος, 5
3 μ.μ.
Από ένα οίκημα της οδού Ολυμπιάδος 3 ξεκινάει η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης. Κάποιοι μίλησαν για χέρι δυτικών πρακτόρων, άλλοι για Τούρκους δολιοφθορείς, για ασφαλιστικές εταιρείες, για οικοπεδοφάγους της εποχής
7 μ.μ.
Αρχίζει η πρώτη ανησυχία για τη
φωτιά, στην οποία αρχικά δε δόθηκε μεγάλη
σημασία
10 μ.μ.
Το πυρ διασχίζει τη σημερινή Εγνατία
οδό και βρίσκεται εκτός ελέγχου
2 μ.μ.
Η πυρκαγιά αρχίζει και εξαπλώνεται στα ανατολικά
Αύγουστος, 7
Γύρω στα ξημερώματα η φωτιά κοπάζει, έχοντας κατακαύσει τα δύο τρίτα της Θεσσαλονίκης
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 06.08.2023