Του Βασίλη Κεχαγιά
Στην πραγματικότητα, στις 9 Μαΐου του 1936, ημέρα κορύφωσης των αντιδράσεων και των απεργιών των καπνεργατικών σωματείων, δε σκοτώνεται στη Θεσσαλονίκη από τους έφιππους αστυνομικούς μόνον ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης, αλλά και άλλοι οκτώ με δώδεκα απεργοί-διαδηλωτές (ποικίλλουν οι εκδοχές), όπως έχουν μείνει στην ιστορία ως «γεγονότα της Πρωτομαγιάς», λόγω της ημερομηνίας έναρξής τους.
Ωστόσο, το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου και η μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη έστησαν ένα μνημείο στον πρώτο αυτόν νεκρό, κάτι που στο χρόνο συνόψισε το δίκαιο αγώνα και την άδικη καταστολή του από τις αρχές, λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, το γεγονός.
Οι απαρχές της αγωνιστικής έκρηξης βρίσκονται στα 1935, με απεργίες των καπνεργατών, των βυρσοδεψών και άλλων εργατικών κλάδων και η αφορμή των εξελίξεων υπήρξε το Α’ Παγκαπνεργατικό συνέδριο, στις 30 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη, με 24 σωματεία και 60 αντιπροσώπους, όπου αποφασίσθηκε η συνένωση των δύο ομοσπονδιών, οι οποίες υπήρχαν ως τότε, σε μία, την Πανελλήνια Καπνεργατική Ομοσπονδία.
Τα αιτήματα των καπνεργατών, εκτός από την αύξηση του ημερομισθίου σε 105 έως 135 δραχμές (από 50-70 δραχμές) για τους άνδρες και 60 δραχμές για τις γυναίκες, εξίσωση μεροκάματων Παλιάς και Νέας (δηλαδή, Βόρειας) Ελλάδας(!), δεκάδραχμη αύξηση στους στιβαδόρους, λόγω ιδιαιτέρως κοπιαστικής εργασίας και φθοράς των ρούχων, υποχρεωτικά ανοικτά παράθυρα, εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στους χώρους εργασίας, εξίσωση των μεροκάματων σε όλα τα είδη εργασίας, πληρωμή κατά τους -πάνω από έξι- μήνες μη εργασίας, λόγω εποχικότητας της δουλειάς, απασχόληση τουλάχιστον σε ποσοστό 50% ανδρών για το ξεφύλλισμα της τόγκας (ποικιλία καπνού), διότι οι γυναίκες ήσαν προτιμητέες, αφού και με λιγότερα χρήματα αμείβονταν και λόγω της μεγάλης ανεργίας, κάποιες δούλευαν ακόμη και για τα ένσημα μόνο (κάπως έτσι καθιερώθηκε και η έκφραση «του έριξε τόγκα», για τους μπαταχτσήδες). Η ένωση των Ομοσπονδιών βοήθησε την κοινή αγωνιστική κινητοποίηση των εργατών, με απεργίες που ξεκίνησαν στις 29 Απριλίου.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Στις 30 Απριλίου οι απεργοί της Θεσσαλονίκης συγκεντρώνονται και πάλι στον κινηματογράφο «Πάνθεον», στο Βαρδάρη, ενώ οι 40-50.000 καπνεργάτες απεργούν σε ολόκληρη τη χώρα, με κυβέρνηση Μεταξά, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τα γεγονότα προετοίμαζε τη δικτατορία του. Άλλωστε, οι Τριεψιλίτες (ΕΕΕ, φασιστική οργάνωση της εποχής) ανέλαβαν την εργολαβία της κατάκαυσης κάποιων καπναποθηκών, την οποία χρέωναν στους εργάτες, ενώ οι έμποροι εισέπρατταν τα της ασφάλισης.
Έκτοτε τοποθετήθηκαν εργατικές φρουρές στις αποθήκες. Στην επίσκεψη της απεργιακής επιτροπής, την Κυριακή 3 Μαΐου, στο Διοικητή Μακεδονίας Πάλλη, αυτός απεκδύεται του μετριοπαθούς προσωπείου του και δηλώνει επί λέξει: «Το κράτος θα επιβληθεί. Έχω την δύναμιν του στρατού και της χωροφυλακής και θα σας τσακίσω εάν δεν γίνετε απεργοσπάστες, γιατί κινδυνεύει το προϊόν.
Λυπούμαι βέβαια δι’ όσα θα συμβούν εις βάρος σας ή εις βάρος των οικογενειών σας, αλλά τι να κάμω. Αυτό είναι το καθήκον μου». Την Τρίτη, κι ενώ είχε προγραμματισθεί σύσκεψη των επαγγελματικών οργανώσεων της πόλης, παρά την απαγόρευσή της από την αστυνομία, άρχισαν να ξεσηκώνονται και άλλοι εργατικοί κλάδοι, όπως οι 1.200 υφαντουργοί των εργοστασίων Πιερράκου, Τσίτση και Πίνδος, οι χαρτεργάτες της σακοποιίας Τορρέλ, οι τσαγκαράδες και οι λαστιχάδες.
Το σκηνικό προοικονομούσε μία μετωπική σύγκρουση, ιδίως μετά τη δημοσίευση ειδησεογραφικού τηλεγραφήματος, όπως δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες της εποχής: «Μετά από τηλεγράφημα των καπνεμπόρων Σερρών, συνήλθον εις την Γενικήν Διοίκησιν, παρουσία του κ. Γενικού Διοικητού εις μακράν σύσκεψιν οι εισαγγελείς, ο αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης, ο διευθυντής του ΤΑΚ και ο επιθεωρητής της εργασίας καθ’ ην εξετάσθη η κατάστασις και απεφασίσθη η λήψις και άλλων μέτρων».
Στις 7 Μαΐου, ημέρα Πέμπτη, μία προγραμματισμένη επίσκεψη του Ιωάννη Μεταξά (πρωθυπουργός, ως αρχηγός μικρού κόμματος, ως άτομο κοινής αποδοχής, μεταξύ Λαϊκών και Φιλελευθέρων), κατά την επιστροφή του από το Βελιγράδι, ίσως να αποτέλεσε τη μοιραία σύμπτωση για την αιματοβαμμένη κορύφωση των απεργιών.
Παρά τη δήλωση ότι η κυβέρνησή του παίζει το ρόλο συμβιβαστού, μεταξύ εργοδοτών και εργατών, κανείς δεν αμφέβαλε ότι η λέξη «ειρήνευση», την οποία χρησιμοποίησε, θα απέβαινε υπέρ των πρώτων, άρα θα χρησιμοποιούταν κάθε μέθοδος για την επιβολή της.
Έτσι, στις 8 Μαΐου πραγματοποιήθηκε μία γενική δοκιμή της καταστολής, καθώς η έφιππη χωροφυλακή, με ρόπαλα, σπαθιά και αντλίες, ανέκοψαν το δρόμο των διαδηλωτών, για τη Γενική Διοίκηση Καπνεμπόρων. Ήταν το πρώτο αίμα…
Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ
Το κακό άρχισε γύρω στις 10.30 της 9ης Μαΐου, όταν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας θεάθηκε να μεταφέρει τα μέλη της απεργιακής επιτροπής των αυτοκινητιστών. Η προκλητική επίδειξη εξερέθισε τους διαδηλωτές και οι πρώτες συγκρούσεις άρχισαν στην πλατεία Κολόμβου, για να επεκταθούν στην Εγνατία, στην Πτολεμαίων, στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, στη Συγγρού. Αμυνόμενοι με ξύλα και πέτρες από τα γιαπιά, οι εργάτες υποχρέωσαν τις αστυνομικές δυνάμεις σε υποχώρηση, κάτι που τους έκανε να ζητωκραυγάζουν, πρόσκαιρα όμως.
Όπως περιγράφεται και στο βιβλίο «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του 36» (έκδ. Σύγχρονη εποχή), η συνέχεια ήταν αιματηρή: «Μετά την υποχώρηση των αστυνομικών δυνάμεων, οι απεργοί, με επικεφαλής την καθοδήγησή τους, αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν διαδήλωση προς το Διοικητήριο για να διαμαρτυρηθούν για την αστυνομοκρατία, τις αυθαίρετες συλλήψεις και επιθέσεις και να ζητήσουν για μια ακόμη φορά την επίλυση των αιτημάτων τους.
Και μόλις ο κύριος όγκος των διαδηλωτών αρχίζει, ο αστυνομικός διευθυντής Ντάκος δίνει το σύνθημα: Βαράτε στο ψαχνό. Αρχίζει τότε ένας καταιγισμός πυρός. Οι σφαίρες βουίζουν δεξιά-αριστερά, τρυπούσαν τα κατεβασμένα ρολά των μαγαζιών, έσπαζαν τα τζάμια, τρυπούσαν χέρια, πόδια και κορμιά.
Οι εργάτες άρχισαν να σκορπίζουν και προσπαθούσαν να οχυρωθούν ταμπουρωμένοι πίσω από τοίχους, κολώνες κτιρίων και πεσμένοι μπρούμυτα. Οι ταράτσες, όπου βρίσκονταν κρυμμένοι χωροφύλακες και χαφιέδες της ειδικής ασφάλειας, ξερνούν καυτό μολύβι, ενώ παράλληλα η έφιππη αστυνομία τρέχει δεξιά και αριστερά και σκορπίζει τον τρόμο πυροβολώντας. Κάποια από αυτές τις εφιαλτικές στιγμές πέφτει στη διασταύρωση Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά στο ξενοδοχείο « Μητρόπολις» ο πρώτος νεκρός. Είναι ο σωφέρ Τάσος Τούσης (…)
Γύρω στις 12 η ώρα νέες ομάδες εργατών που ξεπερνούν τις 5.000 βαδίζουν από το Βαρδάρη κατά μήκος της Εγνατίας για να ενισχύσουν τους υπερασπιστές των οδοφραγμάτων. Μπροστά στο μεγάλο όγκο των εργατών οι χωροφύλακες αναγκάζονται προσωρινά να υποχωρήσουν.
Και τότε ο γραμματέας του σωματείου οικοδόμων Κώστας Παπαβασιλείου ξηλώνει από μία οικοδομή που κτιζόταν ακόμα μία πόρτα, ξαπλώνουν πάνω τον Τάσο Τούσης και τον σηκώνουν τιμητική φρουρά στα χέρια τους οι Ζαφείρης Βεκίδης, γραμματέας του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου, Χάρης Μελανεφίδης, πρόεδρος της Ενωτικής Επιτροπής, Κώστας Παπαβασιλείου κι ένας ακόμη εργάτης. Σχηματίζεται αμέσως μία τεράστια διαδήλωση, η οποία αφού περνάει πρώτα από την κλινική Ανδρεάδου, όπου διαπιστώνεται ο θάνατος του αυτοκινητιστή, κατευθύνεται προς το Διοικητήριο.
Προς τη δικτατορία
Η επόμενη μέρα του μακελειού, η 10η Μαΐου ήταν μία μέρα πένθους για τη Θεσσαλονίκη. Οι περισσότεροι νεκροί ήσαν νέοι, ως 22 ετών και η γη τους σκέπασε στο νεκροταφείο της Ευαγγελιστρίας. Στον τάφο τους κατέθεσε στεφάνι και ο ταγματάρχης Μαρινάκης, εκ μέρους του στρατεύματος, κάτι που δημιούργησε εντύπωση, ακόμη και συγκίνηση. Ήταν μία κίνηση, η οποία αρχικά βοήθησε στην αποκατάσταση των σχέσεων του λαού με το στρατό και στην εκτόνωση της κρίσης.
Όπως εύκολα αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, ο Ιωάννης Μεταξάς, κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, είχε προλάβει να δώσει εντολή στον αστυνομικό διοικητή Ντάκο να πατάξει αμείλικτα τις αντιδράσεις, γιατί το κράτος κινδύνευε από την εξέγερση των κομμουνιστών, κάτι που θυμίζει τα επιχειρήματα και την επανάληψη της ιστορίας, λίγο πριν την απριλιανή δικτατορία.
Η απόδειξη τούτου είναι ότι από το επόμενο βράδυ ο σωματάρχης Ζέππος κατήρτισε φρουρές απαρτιζόμενες από στρατιώτες της εμπιστοσύνης του και τους ξαμόλησε να συλλάβουν πολλούς απεργούς και διαδηλωτές, οι οποίοι φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, κάποιοι από αυτούς ως την είσοδο των Γερμανών στην πόλη, στους οποίους παραδόθηκαν ως «επικίνδυνοι κομμουνισταί».
Από την άλλη, ο Μεταξάς, ως κυβερνήτης, υποσχέθηκε εξέταση των αιτημάτων των εργαζομένων, κάτι που πραγματοποίησε, την ώρα που ο Ζέππος έβαζε λουκέτο στο Εργατικό Κέντρο και 500.000 λαού συμμετείχαν στη μεγάλη πανελλαδική απεργία της 13ης Μαΐου. Με τη διαφοροποίηση αυτή αντιδράσεων στρατού και κυβέρνησης, ο Μεταξάς κατάφερε να ξεφύγει από την κριτική του ΚΚΕ και να φανεί αμέτοχος, καθώς η μετριοπαθέστερη ΓΣΕΕ στην ανακοίνωσή της επέρριπτε ευθύνες μόνο στο στρατό, αφήνοντας εκτός τον πρωθυπουργό.
Ο ίδιος απέστειλε γραπτή αναφορά προς το βασιλιά Γεώργιο Β’, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για «γενική δοκιμή κομμουνιστικής επαναστάσεως» και ότι η χώρα «ευρίσκεται εις έκρυθμον κατάστασιν, στάς παραμονάς ανατρεπτικής στασιαστικής κινήσεως».
Η δίκη των συλληφθέντων απεργών πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαρτίου 1938 στην Έδεσσα, καταδικαζόμενοι σε φυλάκιση δύο ετών. Ανάμεσά τους και ο αργότερα κατηγορηθείς για τη δολοφονία του Πολκ, Μουζενίδης.
Ημερολόγιο καταστρώματος
1935
Οκτώβριος, 10
Πραξικόπημα του Κονδύλη, ανατρέπει τον Τσαλδάρη
Περίπου 200.000 εργάτες απεργούν, για πρώτη φορά με τέτοια μαζικότητα
1936
Απρίλιος
Το Α’ Παγκαπνεργατικό συνέδριο τελείται στη Θεσσαλονίκη
Απρίλιος, 29
Πρώτη μέρα απεργιακών κινητοποιήσεων στη Θεσσαλονίκη
Απρίλιος, 30
Γενίκευση της απεργίας
Μάιος, 2
Η απεργία συνεχίζεται, με συμμετοχή, πλέον, και της επαρχίας. Σε σύσκεψη των αρχών στο Διοικητήριο, αποφασίζεται η εγκατάλειψη της μετριοπαθούς στάσης
Μάιος, 3
Ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Κωνσταντίνος Πάλλης, ανακοινώνει στην απεργιακή επιτροπή τη σκλήρυνση της στάσης
Μάιος, 5
Η αστυνομία ματαιώνει τη σύσκεψη των απεργών. Η απεργία επεκτείνεται σε πολλά εργοστάσια της χώρας
Μάιος, 7
Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας από ταξίδι στο Βελιγράδι
Μάιος, 8
Πρώτες βιαιοπραγίες της χωροφυλακής εναντίον των απεργών-διαδηλωτών
Μάιος, 9
Αιματοκύλισμα του μεγάλου συλλαλητηρίου. Πρώτος νεκρός ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης.
Μάιος, 20
Κηδεία των θυμάτων
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29-30.04.2023