Ο ξεριζωμός από την πατρίδα τους και το μακρύ ταξίδι στο άγνωστο με παρέα τη μοναξιά, την αγωνία, τον τρόμο, την ταλαιπωρία, την κούραση και τις κακουχίες, σημάδεψε τις ζωές των ανθρώπων που χρειάστηκε να αφήσουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν πολύ μακριά ένα άλλο πιο σίγουρο και ασφαλές μέλλον.
Η Ν.Α. και ο Μπ. από το Ιράκ και η Ν.Χ. από το Αφγανιστάν (οι οποίοι δεν επιθυμούν την πλήρη δημοσιοποίηση των ονομάτων τους) μιλώντας στο makthes.gr προσπάθησαν να χωρέσουν σε λέξεις, μερικές από τις στιγμές και τα συναισθήματα που βίωσαν παίρνοντας την απόφαση να αφήσουν πίσω τις χώρες τους και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον για αυτούς και την οικογένειά τους.
Για τους περισσότερους ανθρώπους αυτού του πλανήτη που ζουν σε ασφαλείς περιοχές και απολαμβάνουν τα προνόμια μιας κανονικής ζωή, είναι δύσκολο να κατανοήσουν πλήρως τα βιώματα των ανθρώπων οι οποίοι ξεριζώνονται από τον τόπο τους. Έξω από τη σφαίρα του «κανονικού» όμως υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι που είδαν τη ζωή τους να κυλάει μέσα στην ανασφάλεια, το φόβο, τις ελλείψεις και τις δυσκολίες. Όταν, λοιπόν, ο φόβος έγινε συνώνυμο της καθημερινότητας δεν τους έμενε παρά να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να βρουν ένα καλύτερο μέρος, «ένα ασφαλές μέρος», όπως είπαν χαρακτηριστικά και οι τρεις.
Ο προορισμός δεν τους ένοιαζε, ήθελαν απλώς να νιώθουν την ασφάλεια, άγνωστο συναίσθημα μέχρι πρότινος. Περπάτησαν για μέρες σε εδάφη χωρίς να γνωρίζουν ποιες χώρες διασχίζουν για να φτάσουν μέχρι εδώ και να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή, πληρώνοντας φυσικά αδρά τους διακινητές, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την αγωνία των προσφύγων και τη δίψα τους για φυσιολογική ζωή.
Η Ν.Α. φαίνεται να εκπληρώνει τα όνειρά της εδώ. Έφυγε το 2017 μαζί με το σύζυγό της από το Νότιο Ιράκ, όπου και δούλευε ως δασκάλα σε σχολείο, αλλά και ως διερμηνέας. «Όταν ένιωσα ότι δεν είμαι πια ασφαλής στην πόλη μου αποφάσισα να ταξιδέψω, χωρίς την οικογένειά μου, μόνο με τον άνδρα μου. Είναι πολύ δύσκολο να αφήσεις την οικογένειά σου, όχι μόνο για μένα, για τον καθένα. Πλέον δεν έχουμε καμία επικοινωνία για λόγους ασφαλείας», δηλώνει στο makthes.gr η ίδια. Σήμερα η 33χρονη Ν. ζει στη Θεσσαλονίκη, έχοντας αποκτήσει τη δική της οικογένεια και εργάζεται ως διερμηνέας, αλλά και ως ξεναγός.
Καθώς μιλάει έχει στο πρόσωπό της ένα πολύ μεγάλο, φωτεινό χαμόγελο και δηλώνει πως λατρεύει τη ζωή στην Ελλάδα, την ομορφιά της Θεσσαλονίκης με τους πεζοδρόμους της, τη χωριάτικη σαλάτα και το ελληνικό γιαούρτι. «Αυτό που μου αρέσει εδώ στην Ελλάδα είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι ρατσιστές. Δεν έχω βιώσει κανένα περιστατικό ρατσισμού, ούτε στα μαγαζιά, ούτε στα λεωφορεία επειδή φοράω χιτζάμπ. Μου αρέσει η ζωή στη Θεσσαλονίκη είναι απλή. Σίγουρα υπάρχουν δυσκολίες, αλλά τι μπορείς να κάνεις; Θα μείνω στην Ελλάδα εφόσον έχω τα χαρτιά μου και τη δουλειά μου», καταλήγει η Ν. μεταδίδοντας με την αύρα της ένα κύμα αισιοδοξίας.
Οι συνθήκες όμως δεν είναι σίγουρα ίδιες για όλους, ο 39χρονος Μπ. ήρθε πριν 4 χρόνια κι αυτός από το Ιράκ μαζί με την οικογένειά του όταν στην περιοχή όπου έμενε έκαναν την εμφάνισή τους στρατεύματα του ISIS. Γνωρίζει λίγα ελληνικά, όμως του είναι δύσκολο να συνεννοηθεί, γι΄αυτό το λόγο απαντά στα αραβικά με τη βοήθεια διερμηνέα.
«Πίσω στο Ιράκ ήμουν επιχειρηματίας, είχα το δικό μου κατάστημα Σούπερ Μάρκετ. Όταν ήρθα στην Ελλάδα άρχισα να δουλεύω ως εργάτης σε κατασκευαστικές εταιρίες στην Σαντορίνη. Αναγκάστηκα να σταματήσω τη δουλειά μου εκεί γιατί στη Θεσσαλονίκη είχε ξεκινήσει η διαδικασία για τα χαρτιά μου και έπρεπε να μείνω εδώ», εξομολογείται ο Μπ. για τη ζωή του και τα πρώτα βήματά του στην Ελλάδα, από τα οποία δεν έλλειψε ο ρατσισμός και οι διακρίσεις σε βάρος του ίδιου.
«Δε βίωσα το ρατσισμό από τους απλούς πολίτες και τους κατοίκους εδώ, αλλά από την κυβέρνηση και όσους δουλεύουν γι’ αυτή. Στη δουλειά μου είχα κακή εμπειρία, μας αντιμετώπιζαν σαν σκλάβους» και συνεχίζει «Αν βρω μια καλή δουλειά ώστε να καλύπτω τα έξοδα μου, θέλω να μείνω στην Ελλάδα, στα παιδιά μου αρέσει η ζωή εδώ. Οι άνθρωποι είναι καλοί», απαντά ο Μπ. στο ερώτημα σχετικά με το πώς βλέπει τη ζωή του εδώ.
«Θέλουμε να έχουμε ένα καλό μέλλον, αυτό δεν είναι μόνο δικό μου μήνυμα, είναι από όλους τους πρόσφυγες», καταλήγει ο 39χρονος Ιρακινός ενώνοντας έτσι τις φωνές όλων των προσφύγων σε μία.
Μήνυμα για ένα καλύτερο μέλλον στέλνει και η 19χρονη Ν.Χ. από το Αφγανιστάν, η οποία έφυγε πριν 2,5 χρόνια από την πατρίδα της, όταν κάποιο μέλος της οικογένειάς της άρχισε να κινδυνεύει εκεί.
Φοιτήτρια δημοσιογραφίας, τα απογεύματα δούλευε σε τοπική εφημερίδα, ενώ παράλληλα φοιτούσε και σε αμερικανικό κολέγιο στον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων, ζούσε μια ζωή κανονική, όπως πολλά κορίτσια της ηλικίας της στον υπόλοιπο κόσμο. «Είχα μια κανονική ζωή, τελείωσα το Λύκειο, σπούδαζα σε δύο σχολές. Ήμουν τόσο χαρούμενη. Ξαφνικά κάτι άλλαξε, έπρεπε να αποδεχτώ ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να αφήσω τη χώρα», δηλώνει σε άπταιστα αγγλικά η 19χρονη πρόσφυγας.
Διασχίζοντας για μέρες την Τουρκία με τα πόδια η Ν. και η οικογένειά της αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, βίωσαν τις διακρίσεις, την σκληρότητα των τουρκικών Αρχών και πράγματα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί αν δεν τα έχει ζήσει, σύμφωνα με την ίδια.
«Πίσω στο Αφγανιστάν έχω ακόμη μια αδερφή, πλέον δεν μαθαίνω νέα της. Έχει αλλάξει η κατάσταση εκεί, το Αφγανιστάν είναι σαν να μην ανήκει σε αυτό τον πλανήτη. Οι γυναίκες σταμάτησαν ό,τι έκαναν, τις σπουδές τους, τις δουλειές τους, τις ανάγκες τους. Είναι σαν να βρίσκονται σε φυλακή. Όλοι είναι σιωπηλοί, περιμένουν τι θα γίνει στη συνέχεια», λέει γεμάτη ανησυχία η νεαρή πρόσφυγας.
Όσο για τη ζωή της εδώ στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα γενικότερα η Ν. έχει μια «γλυκόπικρη γεύση», γιατί μπορεί να έχει εξασφαλίσει ένα ασφαλές καταφύγιο για την ίδια και την οικογένειά της, όμως η ελληνική πραγματικότητα και οι πολιτικές της εμποδίζουν την πραγματοποίηση των στόχων της. «Η δική μου ζωή στη Θεσσαλονίκη είναι καλύτερη, απ’ ό,τι θα ήταν στην Καμπούλ ή σε κάποια άλλη χώρα, είμαι ασφαλής εδώ, όμως δεν μπορώ να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Έχω τελειώσει το Λύκειο, αλλά δε με δέχονται στα Πανεπιστήμια γιατί είμαι πρόσφυγας. Γιατί γίνονται διακρίσεις σε βάρος μας; Τι διαφορετικό έχουμε εμείς από τους Έλληνες φοιτητές;», δηλώνει η Ν. μεταφέροντας το παράπονό της. «Αν δεν ολοκληρώσω την εκπαίδευσή μου σε όποια χώρα και να πάω θα αντιμετωπίσω το ίδιο. Προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ, είχα βρει μια δουλειά αλλά δεν με προσέλαβαν, επειδή φοράω το χιτζάμπ. Πλέον απασχολούμαι ως εθελόντρια σε προγράμματα», εξηγεί.
Η Ν. έχοντας γνωρίσει τις δυσκολίες σε νεαρή ηλικία, δε θέλει να το βάλει κάτω και ελπίζει αργά ή γρήγορα να καταφέρει να τελειώσει τη δημοσιογραφία, τη σχολή των ονείρων της. Βλέπει ένα μέλλον όπου άνδρες και γυναίκες, πρόσφυγες ή όχι θα είναι ίσοι και θα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα στην εκπαίδευση, στην κοινωνία, στη ζωή. «Θα υπάρχει σεβασμός μεταξύ των ανθρώπων και όλα θα γίνουν πιο όμορφα», όπως λέει και η ίδια.