ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ιστορίες: Τα μεταπολεμικά Μουντιάλ των εκπλήξεων

MakThes Team04 Δεκεμβρίου 2022

Του Βασίλη Κεχαγιά

Μαζί με τους πολίτες της Ευρώπης και το Παγκόσμιο Κύπελλο του Έιμπελ Λέφλερ κρυβόταν από το κυνηγητό, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και βρήκε καταφύγιο σε ένα... κοτέτσι. Για μήνες «κοιμόταν με τις κότες», όσο να το φυγαδεύσει στο σπίτι του ο πρόεδρος της ιταλικής ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, ο Οτορίνο Μπαράσι και να το καταχωνιάσει κάτω από το κρεβάτι του. Το ανέσυρε και το ξαναέφερε στο φως, με το τέλος του πολέμου και πριν βγει ξανά στη ζήτηση των εθνικών ομάδων του κόσμου, βαφτίστηκε Ζιλ Ριμέ, στο όνομα του εμπνευστή και ιδρυτή του Μουντιάλ.

Ήδη είχαν διεκδικήσει τη διοργάνωση του 1942, η Βραζιλία και η Γερμανία, αλλά η πολεμική επίθεση των δεύτερων τους έθεσε αυτεπαγγέλτως εκτός του πρώτου μεταπολεμικού Παγκόσμιου Κυπέλλου, το οποίο φυσιολογικά, πλέον, έμελλε να πραγματοποιηθεί στην Βραζιλία, το 1950. Αρχικά είχε ορισθεί η διοργάνωση για το 1949, αλλά διάφορα πρακτικά προβλήματα το μετέθεσαν ένα έτος αργότερα. 

Για την επαναφορά του τροπαίου στα γήπεδα της Βραζιλίας, ο σερ Στάνλεϊ Ράους πρόσφερε τις ουκ ευκαταφρόνητες εισπράξεις ενός φιλικού μεταξύ Αγγλίας και μικτής Κόσμου, στη χρεωκοπημένη FIFA. Σε αντάλλαγμα κέρδισε τη μόνιμη αντιπροεδρία της Βρετανίας σε αυτήν και την ανεξάρτητη παρουσία της Αγγλίας, της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Ιρλανδίας στα ποδοσφαιρικά δρώμενα. Μάλιστα, κατάφερε να συστήσει έναν προκριματικό όμιλο με τις τέσσερις χώρες, από τον οποίον οι δύο πρώτες θα ταξίδευαν στην Βραζιλία. 

Ωστόσο, οι Σκώτοι ανακοίνωσαν ότι θα λάβουν μέρος στα τελικά, μόνο στην περίπτωση που θα τερμάτιζαν πρώτοι στον όμιλο. Στην τελική βαθμολογία βρέθηκαν πίσω από την Αγγλία, τήρησαν την εξαγγελία τους και έμειναν σπίτι τους. Συγχρόνως, η Τουρκία αρνήθηκε και αυτή να συμμετάσχει στα τελικά, και έτσι η Γαλλία και η Πορτογαλία βρέθηκαν να αντικαθιστούν τις δύο χώρες, οι οποίες είχαν αρνηθεί, ενώ στη συνέχεια οι «πουρκουάδες» άλλαξαν άποψη και έμειναν πίσω στη χώρα τους. Από την άλλη, οι Ιταλοί, με τις μνήμες να πονάνε ακόμη, θέλησαν να ταξιδέψουν με το πλοίο και όχι να πετάξουν, σχεδόν αυτοτιμωρητικά. Εξουθενώθηκαν από τη διάσχιση του Ατλαντικού και βρέθηκαν εξαντλημένοι σωματικά και χωρίς τύχη στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Λόγω των διαφορών ανατροπών, ο ένας όμιλος, τελικά, είχε μόνο δύο ομάδες, την Ουρουγουάη και την Βολιβία και το σύνολο των συμμετεχουσών ομάδων έφθανε τις δεκατρείς.

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Φυσικά, όλα έδειχναν... Βραζιλία, για την κατάκτηση του τροπαίου. Και οι καριόκας ήθελαν να συνδυάσουν τις γιορτές του καρναβαλιού, με τα γλέντια για το χρυσό αγαλματίδιο. Είχαν την καλύτερη ομάδα και ήταν ανεπηρέαστοι από τα παθήματα της ανθρωπότητας, στον πόλεμο που είχε προηγηθεί. Διέθεταν ένα μαγικό επιθετικό τρίο, το οποίο εξαφάνιζε την μπάλα και ο Αντεμίρ Μάρκες ντε Μενέσες ηγούταν της εμπρόσθιας γραμμής, παρέα με τους Ζιζίνιο και Ζαίρ. Από την άλλη, βασικότεροι ανταγωνιστές ήταν οι Ουρογουανοί και οι ιδρυτές του φούτμπολ, οι Άγγλοι. 

Οι πρώτοι είχαν κερδίσει την Βολιβία με 8-0, αλλά οι «λόρδοι» είχαν υποστεί το πρώτο και μεγαλύτερο στραπάτσο της ιστορίας τους. Ακόμη δεν έχουν ξεχάσει την ήττα τους από τις ΗΠΑ, με το γκολ του Τζόε Γκάτιενς. 

Ήταν ο σέντερ φορ μας ομάδας η οποία απαρτίζονταν από ανθοφόρους, μαραγκούς, ταχυδρόμους και δασκάλους, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν εκ των ενόντων, προκειμένου να συστήσουν την εθνική ομάδα της Αμερικής και μία από τις εκπλήξεις-σταθμός στην πορεία των χρόνων. Εξουθενωμένη ψυχολογικά οι Άγγλοι, στη συνέχεια έχασαν με 1-0 και από τους Ισπανούς. Βέβαια, δεν είχαν στις τάξεις τους τον περίφημο Στάνλεϊ Μάθιους, αλλά ο -αργότερα σερ Αλφ Ράμσεϊ, ο Μπίλι Ράιτ και ο Τομ Φίνεϊ ήταν εκεί. Δεν τα κατάφεραν, όμως...

Βραζιλία, Ουρουγουάη, Ισπανία και Σουηδία αποτέλεσαν την τετράδα του τελικού γύρου, ο οποίος, αντίθετα με τα σημερινά νοκ άουτ, θα διεξαγόταν με σύστημα μίνι πρωταθλήματος. Στην τελευταία αναμέτρηση, η οποία επείχε θέση τελικού. 

Η Βραζιλία θα αντιμετώπιζε την Ουρουγουάη. Και καθώς η δεύτερη είχε ήδη αναδειχθεί ισόπαλη με την Ισπανία, αρκούσε μία νίκη στους διοργανωτές, για να ξεχυθούν στους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέιρο. Το Μαρακανά φορούσε το ένδυμα της απόλυτης μεγάλης στιγμής του και φιλοξενούσε 199.000 θεατές, απόλυτο ρεκόρ στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Στον ιδιαιτέρως σκληρό αυτόν αγώνα, όλα πήγαιναν πρίμα για την Βραζιλία, αφού προηγήθηκε μάλιστα στο 47ο λεπτό, με τον Φιάκα.

Στο μεγάλο λάθος των ουσιαστικά γηπεδούχων να πιστέψουν ότι κρατούσαν ήδη το Ζιλ Ριμέ στα χέρια, απάντησαν οι Ουρουγουανοί με δύο γκολ, του Σκιαφίνο και του Τσίτζια και το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο στα χέρια τους. Έντεκα αυτοκτονίες για το χαμένο τίτλο και μία κατεστραμμένη ζωή, του τερματοφύλακα Μπαρμπόζα, ο οποίος θεωρήθηκε ως ο υπεύθυνος της καταστροφής ήταν η πληρωμή της ήττας σε ανθρώπινο υλικό.

Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ:

Το 2017 η εγκυρότατη εφημερίδα «Corriere de la sera» πραγματοποίησε μία αναδρομή στον τελικό του 1950 και την «καταδίκη» του τερματοφύλακα Μοαζίρ Μπαρμπόζα από τους συμπατριώτες του, σα να επρόκειτο για τον χειρότερο εγκληματία: «Τρομερή ελαστικότητα, εξαιρετικές τοποθετήσεις, διάβασμα του παιχνιδιού. Ήταν ο ‘Πάνθηρας της καμπίνας’. Έτσι τον αποκαλούσαν στην εφηβεία του και η Βάσκο, που ήταν η παντοδύναμη της εποχής, έσπευσε να τον πάρει στο Ρίο, κλέβοντάς τον από τις ομάδες της γειτονιάς του, στο Σάο Πάολο. Αμέσως, ο Μοαζίρ Μπαρμπόζα Νασιμέντο αναδείχτηκε κορυφαίος τερματοφύλακας στη χώρα. Κατακτώντας το Καριόκα τέσσερις φορές και αφού ήταν βασικός στην κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα το 1948, πήρε το χρίσμα του βασικού Νο1 για το μεγάλο ραντεβού.

Η Βραζιλία φιλοξενούσε το Μουντιάλ και ο λαός της ζούσε και ανέπνεε για να δει τη Σελεσάο στην κορυφή του κόσμου. Μεγάλο φαβορί, έπαιζε την πιο όμορφη μπάλα και στο ‘Μαρακανά’ ήταν σίγουροι άπαντες ότι δε θα είχε πρόβλημα κόντρα στο τελικό ραντεβού κόντρα στην Ουρουγουάη. Φρόντισε όμως ο Αλσίδες Τζίτζια για το αντίθετο. Με ασίστ για τον Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο και δικό του το δεύτερο γκολ, χάρισε το μεγάλο τρόπαιο για δεύτερη φορά στους Σελέστε, στήνοντας το τραγικό ‘Μαρακανάσο’. Η Βραζιλία βυθίστηκε στο πένθος. Σύμφωνα με το μύθο υπήρξαν ακόμη και αυτοκτονίες. Το επιβεβαιωμένο όμως είναι ότι υπήρξε σίγουρα... μία κηδεία. Συνέβη τη στιγμή του γκολ του Τζίτζια, που το περιέγραψε εκείνος που θα κηδευόταν. ‘Τη στιγμή που κατάλαβα ότι η μπάλα βρισκόταν στην εστία, μια παγερή αίσθηση παρέλυσε όλο το κορμί μου. Ήταν εκείνα τα δευτερόλεπτα που ένιωσα μια απερίγραπτα τρομακτική αίσθηση πως 200.000 ζευγάρια μάτια στο γήπεδο είχαν στραφεί σε μένα και με ήθελαν νεκρό’».

Χρόνια αργότερα ο σκόρερ Τζίτζια έσπευσε να δικαιολογήσει τον Μπαρμπόζα. «Δεν ήταν δικό του λάθος. Σκέφτηκε ότι θα έκανα ό,τι και στο πρώτο γκολ, όταν έδωσα την πάσα στον Σκιαφίνο. Και έτσι βγήκε από την εστία του. Εγώ όμως Σκούταρι διαγώνια, δίπλα στο δοκάρι και έτσι δεν μπορούσε να το πιάσει». Για τους συμπατριώτες του όμως δεν ήταν έτσι. Συγχώρεση δε θα έβρισκε από κανέναν. «Σχεδόν όλοι οι φίλοι μου, ακόμη και από την οικογένειά μου, με κατηγόρησαν. Όλη η χώρα με κατηγόρησε ότι εγώ έφταιγα», έλεγε με δάκρυα στη συνέντευξή του στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Οι Βραζιλιάνοι δεν τον συγχώρησαν ποτέ. Για εκείνους, στο πρόσωπό του ήταν βαθιά χαραγμένες οι ρυτίδες, που πρόδιδαν την τραγωδία «Μαρακανάσο». Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε ένα παιχνίδι προετοιμασίας για το Μουντιάλ του 1994, θέλησε να επισκεφτεί τους παίκτες, αλλά ο εκλέκτορας Κάρλος Αλμπέρτο δεν του το επέτρεψε, εξηγώντας δημόσια ότι δεν ήθελε η ομάδα του να έχει κακή τύχη στα γήπεδα των ΗΠΑ. Δεν τον χλεύαζε κανείς. Έκανε ό,τι θα έκανε κάθε Βραζιλιάνος εναντίον του κακορίζικου γέρου.

Στις 7 Απριλίου του 2000 πέθανε για δεύτερη φορά, σε ηλικία 73 ετών. Αποχαιρέτησε τον κόσμο μας πληγωμένος, μόνος και φτωχός. Θα μείνει όμως για πάντα χαραγμένος στην ιστορία της μπάλας, για το παράπονου του και για μια από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές αδικίες όλων των εποχών: «Στην Βραζιλία η μεγαλύτερη ποινή για ανθρωποκτονία είναι τα 30 χρόνια κάθειρξης. Πέρασαν 50 χρόνια από τότε κι εμένα με τιμωρούν ακόμη και με χλευάζουν για ένα έγκλημα που δε διέπραξα ποτέ».


Το «θαύμα της Βέρνης»

Ένα ακόμη ποδοσφαιρικό ανεξήγητο ήταν η κατάκτηση του Ζιλ Ριμέ από τους Γερμανού, οι οποίοι κατέβαλαν στον τελικό της Βέρνης την αήττητη επί 26 αγώνες Ουγγαρία, του Πούσκας, του Κότσιτς και του Χιντεγκούτι, της φοβερής επιθετικής τριάδας, η οποία μοίραζε γκολ κατά βούληση. Στο ενδιάμεσο, μάλιστα, οι Μαγιάροι είχαν κερδίσει το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, το 1953. Αγωνίζονταν με το πρωτοφανέρωτο σύστημα WM, όπως το χαρακτήρισαν, ένας προάγγελος του σημερινού πάσιγκ γκέιμ, με σκόρερ τους δύο εσωτερικούς χαφ και όχι έναν κλασικό σέντερ φορ. Με το σύστημα αυτό είχαν πετύχει 76 γκολ σε είκοσι έξι αγώνες, καταπατώντας την αήττητη στο Γουέμπλεϊ Αγγλία με 6-3 και επαναλαμβάνοντας το θρίαμβο, με 7-1 στην Βουδαπέστη.

Το ίδιο έπραξε και στον πρώτο γύρο του Μουντιάλ, όταν στις αναμετρήσεις των ομίλων υπέταξε τους Γερμανούς με 8-3, επιβεβαιώνοντας την κατάστασή της. Βεβαίως, ο Γερμανός προπονητής, Βέρνερ Λίμπριχ, παρέταξε στο ματς αυτό την ομάδα του χωρίς πολλούς βασικούς, θεωρώντας ότι θα περνούσε εύκολα την Τουρκία στη συνέχεια και μη θέλοντας να αποκαλύψει τα σχέδιά του σε ενδεχόμενη αναμέτρηση με τους Ούγγρους στον τελικό.

Αφού απέκλεισαν την Αγγλία στα προημιτελικά και την Ουρουγουάη στον ημιτελικό, οι Ούγγροι ήσαν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς -οι οποίοι είχαν φιλοδωρήσει τα φιλαράκια τους, τους Αυστριακούς με έξι γκολ- και γρήγορα όλοι θεώρησαν το τελικό πρόωρα περαιωθέντα, αφού στο όγδοο λεπτό το σκορ ήταν ήδη 2-0, με σκόρερ τους Πούσκας και Τσίμπορ. Το τέλος του αγώνα, ωστόσο, βρήκε τους Γερμανούς τροπαιούχους, να ανατρέπουν σκορ και προγνωστικά. Άνθρωπος του τελικού ο Φραντς Βάλτερ, τον οποίον ο προπονητής Χερμπεργκερ προσπάθησε να κρατήσει μακριά από τις μάχες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ωστόσο βρέθηκε να δραπετεύει από στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Στάλιγκραντ, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα «χάριτος», εν μέσω της επιχείρησης Οντέσα.

Η Γερμανία σηματοδότησε με το κύπελλο αυτό τη μεταπολεμική αναμόρφωση και ανοικοδόμησή της, την επάνοδο της στη διεθνή κοινότητα. Πολλά ακούστηκαν για τον τελικό τούτο, όχι τόσο κολακευτικά για τους Ούγγρους. Το σκηνικό περιέγραψε αριστουργηματικά ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, με την ταινία «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν», να βρίσκει την ηρωίδα του αυτόχειρα και το τρανζιστοράκι να μεταδίδει το τρίτο γκολ των θριαμβευτών της Βέρνης. Η Γερμανία επανερχόταν, πατώντας, αυτήν τη φορά, πάνω στα ανθρώπινα θύματα της ίδιας της τής χώρας.


Ημερολόγιο καταστρώματος

1938

Η Βραζιλία και η Γερμανία διεκδικούν το Μουντιάλ του 1942, αφού μόλις έχει τελειώσει η διοργάνωση της Γαλλίας

1942-1946

Τα Παγκόσμια Κύπελλα δεν διοργανώνονται, λόγω του πολέμου και το τρόπαιο Ζιλ Ριμέ «κρύβεται» σε κοτέτσι ή κάτω από το κρεβάτι του προέδρου της ιταλικής Ομοσπονδίας

1948

Η FIFA αποφασίζει να τελεσθεί το επόμενο Μουντιάλ στην Βραζιλία

1950

Διεξάγεται η πρώτη μεταπολεμική διοργάνωση και η Ουρουγουάη κατακτά το Κύπελλο στην πρωτεύουσα της Βραζιλίας

1952

Οι Ούγγροι κερδίζουν το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο

1954

Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ελβετία και στον τελικό της Βέρνης οι Γερμανοί κατακτούν το τρόπαιο, κόντρα στα προγνωστικά, που ήθελαν τους Ούγγρους αχτύπητους

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 27.11.2022

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.