Ιταλοί και Ισπανοί «σκουπίζουν» τα τελευταία αποθέματα ελληνικού ελαιόλαδου που βγαίνουν σε δημοπρασίες από συνεταιρισμούς, ανεβάζοντας τις τιμές στα ασύλληπτα επίπεδα των 10,1 έως και 10,70 ευρώ/ κιλό, ανεβάζοντας αναπόφευκτα και τις τιμές λιανικής στην εσωτερική αγορά, όπου το λάδι έχει ήδη πιάσει τα 14,5- 15 ευρώ/κιλό.
Η κλιματική αλλαγή, η πολύ μικρή περυσινή παραγωγή , στη χώρα μας όπως και διεθνώς, μετέτρεψαν το λαδάκι της ελιάς, σε πράσινο χρυσό.
Όπως είπε στο makthes.gr o κ. Γιώργος Κωνσταντόπουλος, πρώην πρόεδρος του ΣΕΒΕ, μέτοχος και διευθυντής εξαγωγών της «Κωνσταντόπουλος Α.Ε.- Olymp», οι Ιταλοί, με τις προσφορές που καταθέτουν στις δημοπρασίες ελαιόλαδου, επιτείνουν το πρόβλημα σε μία ήδη έντονα διαταραγμένη, για τους εμπόρους, εξαγωγείς αλλά και καταναλωτές, αγορά.
«Πέρυσι τέτοια εποχή, αγοράζαμε το καλύτερο λάδι της Λακωνίας προς 3,80 – 4,50 ευρώ το κιλό, και φέτος, η τιμή σε δημοπρασία έφθασε από Ιταλούς στα 9,61 ευρώ/κιλό. Τις προάλλες σε επόμενη δημοπρασία στην Λακωνία, Ιταλοί πλειοδότησαν προσφέροντας 10,70 ευρώ/κιλό, παρότι έχουν και το πρόσθετο σημαντικό κόστος της μεταφοράς.
«Όπου γίνονται δημοπρασίες, από συνεταιρισμούς ελαιοπαραγωγών, έρχονται Ιταλοί , χτυπάνε στις τιμές τις ελληνικές εταιρείες, παίρνοντας τα αποθέματα που έχουν μείνει», είπε ο κ. Κωνσταντόπουλος, καταθέτοντας την γνώση της αγοράς που έχει η μεγάλη εξαγωγική εταιρεία «Olymp».
Οι δημοπρασίες, γίνονται από συνεταιρισμούς και οι διαδικασίες αυτές αφορούν μία μικρή μερίδα των εμπορευομένων, κυρίως εξαγωγείς και μεγάλες λιανεμπορικές. Στους συνεταιρισμούς, επειδή ελέγχονται οι διοικήσεις για τα πεπραγμένα τους, γίνονται δημοπρασίες, με προσφορές σε κλειστούς φακέλους.
Όπως είπε ο κ. Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ και εκτελεστικός διευθυντής και μέλος δ.σ. της ΦΙΛΑΙΟΣ, πριν ένα μήνα, σε συνεταιρισμό της Μεσσηνίας, ελαιόλαδο πουλήθηκε προς 10,1 ευρώ/κιλό, κάτι ανήκουστο στα προηγούμενα χρόνια.
Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η πολύ μεγάλη μείωση στην παραγωγή ελιάς και ελαιόλαδου. Η Χαλκιδική, το 2023,είχε μόλις 3.000 τόνους βρώσιμης ελιάς, από τις 150.000 τόνους της προηγούμενης χρονιάς και, όπως πρόσθεσε ο κ. Κωνσταντόπουλος, «η παρτίδα μισο-σώθηκε, από την παραγωγή σε Καβάλα και Θράκη. Τώρα παρακαλάμε να κάνει κρύο, λίγο χειμωνιάτικο καιρό, μη τυχόν και φέτος τα δένδρα δώσουν καλύτερη παραγωγή».
Ένα πρόβλημα με… ρίζες
Το πρόβλημα των μειωμένων αποδόσεων στις φυτείες ελαιοδένδρων, υπάρχει από χρόνια στην Ιταλία και στην Ισπανία, ενώ πλέον το έχουμε δίνει να παίρνει διαστάσεις, με δραματικές οικονομικές επιπτώσεις και στην Ελλάδα, σαν απόρροια της κλιματικής αλλαγής.
«Οι υψηλές τιμές στη χονδρική, είτε πρόκειται για απευθείας διαπραγματεύσεις εμπόρων με παραγωγικές επιχειρήσεις, είτε για αγοραπωλησίες μέσω δημοπρασιών, οφείλονται στην μείωση της παραγωγής ελαιόλαδου, παγκοσμίως.
«Οι Ιταλοί και Ισπανοί, που είναι οι μεγάλοι διακινητές ελαιόλαδου, δεν διστάζουν να πληρώσουν πολύ υψηλές τιμές για να εξασφαλίσουν ελαιόλαδο, επειδή έχουν υπογεγραμμένα συμβόλαια με αμερικανικές ή άλλες διεθνείς αλυσίδες, που προβλέπουν πολύ αυστηρές ποινικές ρήτρες», εξήγησε ο κ. Οικονόμου.
Επειδή η μόνη Ευρωπαϊκή χώρα που είχε κάποια αποθέματα λαδιού, είναι η Ελλάδα οπότε αυτό και προκάλεσε την τόσο μεγάλη αύξηση των τιμών, στη χονδρική, κάτι που συμπαρασύρει ανοδικά και τις τιμές λιανικής.
Μαύρη σελίδα στην ιστορία της Ελαιοκομίας
«Αυτό που βιώνουμε τα τελευταία δύο χρόνια εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, είναι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της Ελαιοκομίας, δεν έχει υπάρξει άλλη περίοδος με τέτοια δραματική μείωση της παγκόσμιας παραγωγής.
«Η Ελλάδα, το 2023 παρήγαγε 150.000- 170.000 τόνους, όταν σε μία μέση χρονιά, ως προς την απόδοση, η παραγωγή μας φθάνει τις 300.000 τόνους, άρα είμαστε σχεδόν στο 50% μίας κανονικής μέσης ετήσιας παραγωγής. Το ίδιο ισχύει με την Ισπανία και την Ιταλία αλλά και για χώρες της Βόρειας Αφρικής. Έτσι, από τα 3.100.000 τόνους που είναι η παγκόσμια παραγωγή ελαιόλαδου, ήμασταν μείον 1.000.000 τόνους
«Η προσπάθεια που όλοι καταβάλλουν, στρέφεται στη διατήρηση των επιπέδων κατανάλωσης, γιατί αν καταναλωτές, στη διεθνή αγορά, αρχίσουν και στρέφονται σε άλλα λάδια, σε σπορέλαια, τότε θα χαθούν προσπάθειες δεκαετιών για την προώθηση του ελαιόλαδου» κατέληξε ο κ. Οικονόμου.
Στην Ελλάδα, τα αποθέματα ελαιόλαδου, είναι λιγοστά και όσοι παραγωγοί δεν έχουν πιεστική ανάγκη για χρήματα, κρατάνε τις μικρές ποσότητες που έχουν καθώς το κλίμα που έχει δημιουργηθεί δημιουργεί προσδοκίες και για περαιτέρω αύξηση των τιμών. Όταν συνέχεια, στα media, αναπαράγονται τοποθετήσεις ότι το λάδι θα φτάσει στα 18-20 ευρώ/ κιλό, όσοι παραγωγοί μπορούν, κρατάνε τα αποθέματά τους περιμένοντας να βγάλουν ακόμη μεγαλύτερο κέρδος, αναγκάζοντας τον καταναλωτή να μειώσει την προμήθεια ενός βασικού προϊόντος της μεσογειακής διατροφής.