Έχω ξαναγράψει πως τα περισσότερα πράγματα στην ζωή, συμπεριλαμβάνουν ένα όφελος κι ένα κόστος. Τίποτα δεν είναι τζάμπα και καμιά παροχή, δεν μπορεί να μην συνοδεύεται από μια χρέωση.
Αναφέρομαι ειδικά, στις οικονομικές παροχές, που είτε με την μορφή pass, είτε με αυτήν των έκτακτων επιδομάτων κάθε είδους, είτε με φορολογική ελάφρυνση, είτε με αύξηση μισθών και συντάξεων, ανακοινώνονται σχεδόν καθημερινά τις τελευταίες βδομάδες, ανακουφίζοντας και χαροποιώντας τους πληττόμενους από την ακρίβεια πολίτες.
Δεν έχω κανέναν λόγο να εκφράσω αντίρρηση σε αυτά τα… καλά νέα. Κάθε άλλο μάλιστα. Μακάρι οι αυξήσεις, οι ελαφρύνσεις και οι μποναμάδες να ήταν ακόμη μεγαλύτερες και να αφορούσαν ακόμη μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Όπως και μακάρι, αυτές οι παροχές να συνοδεύονταν με παράλληλη αύξηση των διατιθέμενων δαπανών για την παιδεία (σχολεία, υποδομές, εκπαιδευτικοί κλπ), για την υγεία (διορισμοί, εξοπλισμός κλπ), για τα δημόσια έργα, για την ενίσχυση δήμων, προνοιακών δομών, για την χρηματοδότηση έργων και δράσεων αθλητισμού, πολιτισμού κλπ.
Ο στόχος μιας κοινωνίας είναι να βελτιώνει τις συνθήκες ζωής των μελών της και στον βαθμό επίτευξης αυτού του στόχου, κρίνεται εκτός των άλλων η ικανότητα, η αποτελεσματικότητα και η ορθότητα των επιλογών μίας κυβέρνησης.
Μέχρι εδώ, όλοι συμφωνούν. Ακόμη κι εκείνοι που γκρινιάζουν βρίσκοντας μικρές τις αυξήσεις και ανεπαρκή τα επιδόματα, το κάνουν για προφανείς αντιπολιτευτικούς λόγους.
Ωστόσο, η αδιαμφισβήτητη αλήθεια είναι πως αυτά που δίνονται, κάπου χρεώνονται. Ούτε πέφτουν από τον ουρανό ως μάννα, ούτε φυτρώνουν σε λεφτόδεντρα. Άρα τα απαιτούμενα ποσά, είτε προκύπτουν από πλεόνασμα , είτε από δανεισμό. Είτε δηλαδή πηγαίνει καλά η εθνική οικονομία, αυξάνονται τα έσοδα του κράτους και αυτά που περισσεύουν επιστρέφουν στους πολίτες, είτε το κράτος μας δανείζεται για να κάνει παροχές, χρεώνοντας με τοκοχρεολύσια τις επόμενες γενιές.
Το πρώτο, δεν υπάρχει. Η ύφεση ή εν πάση περιπτώσει οι ασθενικοί ρυθμοί ανάπτυξης, είναι αδιαμφισβήτητοι. Από την άλλη, έχοντας «καεί» ως χώρα από τον υπέρμετρο δανεισμό, θεωρώ πως δεν υπάρχει περίπτωση να επαναλάβουμε το ίδιο λάθος που δώδεκα χρόνια πριν μας οδήγησε στον καταστροφικό κύκλο των μνημονίων και των δραματικών μειώσεων των εισοδημάτων.
Στο εύλογο ερώτημα «πόθεν προέχονται τα λεφτά που μοιράζονται», η απάντηση είναι το γενικό κι αφηρημένο: «υπάρχει δημοσιονομικός χώρος»!
Οι περιορισμένες μου γνώσεις περί των οικονομικών, δε με βοηθούν να καταλάβω τι θέλουν να πουν οι αρμόδιοι. Δημοσιονομικός χώρος, θα πει ότι μας επιτρέπεται να ξοδέψουμε χρήματα που εξασφαλίζουμε επειδή χαλάρωσαν τα περιοριστικά μέτρα που ίσχυαν την εποχή των μνημονίων και πλέον μπορούμε να ξαναδανειστούμε.
Ελπίζω να ξέρουμε τι κάνουμε, γιατί το δις εξαμαρτείν…
Δεκατρείς ημέρες συμπληρώνονται σήμερα από εκείνη τη νύχτα που οι γείτονές μας χτυπήθηκαν τόσο σκληρά και βάναυσα από τον Εγκέλαδο και δυστυχώς ο θρήνος όχι μόνο δε σταματά, δυστυχώς η καταμέτρηση νεκρών όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά όλα μαρτυρούν πώς τα χειρότερα έρχονται.
Θέλω να σταθώ σήμερα απ’ αυτή τη στήλη σε τρεις ιστορίες, που ενώ φαινομενικά μοιάζουν αποσπασματικά γεγονότα, ουσιαστικά συνθέτουν το παζλ της ζωής και του θανάτου, της τραγωδίας και των αιτίων της.
Πρώτα απ’ όλα σ’ αυτό που όλοι ψάχνουν. Το ποιος φταίει. Ακούσαμε, διαβάσαμε και γράψαμε εμείς οι δημοσιογράφοι για τη μανία της φύσης, τον μυθικό Εγκέλαδο, τα Ρίχτερ που ήρθαν ισχυρά και σε κακή ώρα κλπ κλπ.
Αλήθεια είναι όλα αυτά. Όμως στην περίπτωση της Τουρκίας, το θρήνο διαδέχεται η οργή.
Για το πώς διεφθαρμένοι πολιτικοί και παρατρεχάμενοι, παρέα με ανάλγητους επιχειρηματίες και εργολάβους έστειλαν σε βέβαιο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους. Γιατί αφενός η μητέρα φύση δεν έχει κανένα λόγο να σε εκδικηθεί με κανένα φυσικό φαινόμενο (αυτά τα έλεγε ο κόσμος παλιά, όταν δεν είχε τον τρόπο να εξηγήσει επιστημονικά το καθετί), αφετέρου όταν φτιάχνεις συνειδητά κτίρια χωρίς καμία προδιαγραφή κι όταν «νερώνεις» το τσιμέντο με άμμο για να σου βγει πιο φτηνά η κατασκευή, παρότι πουλάς «χρυσά» τα διαμερίσματα, είσαι εγκληματίας. Στυγνός και χωρίς ελαφρυντικά.
Το δεύτερο που θέλω να σταθώ είναι η δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και η ανθρώπινη θέληση. Και πάλι θα επισημάνω πως κάποιοι εξ ημών στα ΜΜΕ έχουμε καταφέρει τα προηγούμενα χρόνια να «ξεχειλώσουμε» αυτές τις φράσεις, αφού τις χρησιμοποιούμε ακόμα και για να περιγράψουμε κατορθώματα καλοπληρωμένων αθλητών που πήραν ένα κύπελλο παρότι τους πονούσε η... φτέρνα. Όμως, ακριβώς επειδή μέχρι στιγμής καμιά επιστήμη δε μπορεί να πει με δεδομένα πώς γίνεται ο ένας να επιζήσει 250 ώρες καταπλακωμένος από μπετόν κι άλλος φαινομενικά υγιέστατος να πεθάνει ξαφνικά ενώ κάνει βόλτα στο πάρκο, μιλάμε για «θαύματα». Και καλά κάνουμε γιατί οι ιστορίες των διασώσεων τόσες μέρες μετά τα Ρίχτερ μας κάνουν όλους να ξαναπιστέψουμε στο απίθανο, να χαμογελάσουμε, να βρούμε την ελπίδα...
Όσο για το τρίτο, αυτό αφορά το μέλλον, όχι μόνο της Τουρκίας που δυστυχώς δύσκολα θα ξανασταθεί στα πόδια της, ακόμα και εάν πέσουν δισεκατομμύρια για την ανοικοδόμηση, αλλά όλων μας. Διάβασα, λοιπόν, ένα συνταρακτικό ρεπορτάζ - οδοιπορικό του Reuters μέσα σ’ ένα φεριμπόουτ στο λιμάνι του Ισκεντερούμ, το οποίο έχει μετατραπεί σε κλινική και ξενώνα για τα παιδάκια που έμειναν ορφανά από το σεισμό.
Εκεί, λοιπόν, τα τρομαγμένα και βαθιά τραυματισμένα παιδάκια, παίζουν «σεισμό» με τουβλάκια Lego.
Φτιάχνουν, λέει το ρεπορτάζ, διάφορα κτίρια, το ένα πιο ψηλό από το άλλο και μόλις τελειώσουν, αναρωτιούνται εάν τα έχτισαν σωστά ώστε να αντέξουν ένα σεισμό, ενώ κάνουν με τα χεράκια τους δονήσεις για να δουν εάν θα πέσουν και πώς.
Η τελευταία ιστορία έχει δύο αναγνώσεις, εξίσου σημαντικές. Από τη μια τα βαθιά τραύματα αυτών των παιδιών που σύμφωνα με τις δασκάλες τους, κάθε που κουνιέται ελαφρώς το πλοίο -πλοίο είναι, θα κουνηθεί- είτε ξεσπούν σε κλάματα, είτε λουφάζουν τρομαγμένα και από την άλλη η συνειδητοποίηση τι σημαίνει γερό κτίριο.
Το πρώτο, το ψυχικό τραύμα δηλαδή, χρειάζεται μία διαχείριση που είναι πολύ πολύ δύσκολη και απ’ όσο ξέρουμε μόνο οι βορειοευρωπαίοι είναι έμπειροι, ικανοί αλλά και έχοντες την ενσυναίσθηση να ασχοληθούν σοβαρά με αυτό.
Το δεύτερο, όμως, γεννά πραγματικές ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Γιατί, όπως όλα στη ζωή, είναι ζήτημα παιδείας. Και εάν τα παιδιά, έστω και με τον πλέον τραγικό τρόπο, μαθαίνουν ποιο είναι το σωστό, ίσως οι επόμενες γενιές να μη θρηνούν χαμένες ζωές κάθε φορά που μετατοπίζονται οι τεκτονικές πλάκες.
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 19.02.2023