«Όσα χρόνια ζω, δεν είδα τέτοια καταστροφή». Αυτά είναι τα λόγια που ακούς από κατοίκους (20 έως και 90 ετών) στις πληγείσες περιοχές της Καρδίτσας. Από την πόλη έως και το ορεινό χωριό Οξυά, η καταστροφή άφησε το στίγμα της σε σπίτια και επιχειρήσεις αλλά κόστισε και τη ζωή τεσσάρων ανθρώπων. Λίγες μέρες μετά την καταστροφή άπαντες προσπαθούν να επιστρέψουν σε κανονικούς ρυθμούς….
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου. Η ώρα είναι 5 το απόγευμα, και έχουν περάσει ήδη 24ωρα που κάτοικοι προσπαθούν να απομακρύνουν τα λασπόνερα από τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους. «Καταστράφηκαν όλα, έπιπλα, συσκευές. Δεν θα έμεινε τίποτα» λέει κάτοικος που είχε βγάλει στην αυλή ο,τι υπήρχε στο εσωτερικό του σπιτιού του.
Στις 6 μ.μ. σταδιακά άρχισε να αποκαθιστάται η ηλεκτροδότηση. «Έχουμε ρεύμα» άρχισαν να φωνάζουν από τα μπαλκόνια οι κάτοικοι, που για δύο ημέρες ζούσαν στο σκοτάδι. «Τρώγαμε παξιμάδια και κασέρι. Το πρόβλημα ήταν με τα μικρά παιδιά που δεν τους βρίσκαμε γάλα» αναφέρει μία ηλικιωμένη, για τις ημέρες που δεν μπορούσαν να μαγειρέψουν.
Οι ζημιές στις επιχειρήσεις ανέρχονται σε τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου Καρδίτσας Κωνσταντίνο Ζυγογιάννη. «Με μια πρώτη αποτίμηση, το 80% των επιχειρήσεων της Καρδίτσας έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα. Έχουν καταστραφεί χιλιάδες εμπορεύματα, κτιριακές υποδομές και μηχανικοί εξοπλισμοί» δηλώνει στη «ΜτΚ».
Στην οδό Ανδρέα Παπανδρέου, συναντήσαμε τον Βύρων Παππά που διατηρεί δύο καταστήματα με χαλιά. Ο ίδιος και η οικογένεια του, την ημέρα της καταστροφής εγκλωβίστηκαν στο κατάστημα τους όπου και κοιμηθήκαν το βράδυ της Παρασκευής. «Είδαμε ένα δυνατό χείμαρρο να έρχεται μέσα στο μαγαζί και να πλημμυρίζουν τα πάντα. Ανεβήκαμε στο πατάρι, όπου μείναμε έως το επόμενο πρωινό, περιμένοντας να υποχωρήσουν τα νερά» περιγράφει. Η επιχείρηση του κ. Παππά υπέστη ζημιά εκατομμυρίων, καθώς όλα τα χαλιά του καταστήματος βυθίστηκαν στις λάσπες.
Το Κέντρο Υγείας στο Μουζάκι.
«Είδα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου»
Η γέφυρα Μπαλάνου, που συνδέει το Μουζάκι με την Πευκόφυτο και την ανατολική Αργιθέα κατέρρευσε, με αποτέλεσμα όλα τα χωριά να αποκλειστούν για τουλάχιστον τρεις ημέρες. Μάλιστα, το συγκεκριμένο σημείο αποτελούσε το πρώτο εμπόδιο για την επιχείρηση διάσωσης των εγκλωβισμένων στην Μονή Αγίας Τριάδας Οξυάς.
Ο Περικλής Κουτσογιάννης, πρόεδρος της κοινότητας Πευκόφυτου, για λίγα δευτερόλεπτα πρόλαβε να μην διασχίσει την γέφυρα την ώρα της κατάρρευσης. «Είχα κατέβει από το Πευκόφυτο για να πάω στο Μουζάκι. Με το που πάτησα στη γέφυρα, είδα να καταρρέει από την απέναντι πλευρά. Αμέσως έκανα όπισθεν και πραγματικά γλίτωσα από θαύμα. Φοβήθηκα, είδα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου» αφηγείται.
Το ταξί … μπουλντόζα
Τα φερτά υλικά που έφτασαν γύρω από τη γέφυρα, εμπόδισαν κάθε είδους σύνδεση με την ανατολική Αργιθέα. Για τρεις ημέρες οι κάτοικοι των γύρω χωριών δεν μπορούσαν να περάσουν στο Μουζάκι για προμήθεια ειδών πρώτης ανάγκης. Έτσι, με απόφαση του δήμου Μουζακίου, στο σημείο έφτασε ένα εκσκαπτικό μηχάνημα για να μεταφέρει πολίτες ανάμεσα από τα χαλάσματα. Ο Βασίλης Καραμάνος, κάθε πρωί στις 7.30 βρίσκεται στην όχθη από την πλευρά του Μουζακίου, ώστε να εκτελέσει το πρώτο δρομολόγιο. Οι… επιβάτες ανεβαίνουν στη φαγάνα κρατώντας δέματα και σακούλες, ώστε να περάσουν απέναντι μέσα από το ποτάμι. Πάντως, η γέφυρα Μπαλάνου είχε κριθεί ακατάλληλη και ήταν σε εξέλιξη εργασίες για την κατασκευή παράπλευρης οδού. Όλα όμως γκρεμίστηκαν από τη θεομηνία και γίνονται προσπάθειες εκ νέου για την αποκατάσταση της οδικής σύνδεσης.
«Καλύτερα να πέθανα και εγώ»
Περνώντας απέναντι από το σημείο που βρίσκεται η καταστραμμένη γέφυρα Μπαλάνου, το πρώτο χωριό που συναντάει κανείς είναι τα Νησιά Πευκοφύτου. Ένα μικρό χωριό με περίπου 20 κατοίκους, που την ημέρα της καταστροφής πρόλαβαν να φύγουν σε ορεινά σημεία.
«Φύγαμε όλοι οικογενειακώς σε ένα στάβλο, αλλιώς θα είχαμε πνιγεί και εμείς» λέει η Βασιλική Κούρτη. Η ηλικιωμένη γυναίκα κλαίει κάθε φορά που βλέπει την καταστροφή που προκάλεσε η ισχυρή κακοκαιρία. Τα χωράφια της από καλλιεργημένες εκτάσεις μετατράπηκαν σε ατέλειωτους μπαζότοπους από τα φερτά υλικά που έσυρε ο χείμαρρος. «Τουλάχιστον 100 ζώα μας πέθαναν και τα παρέσυρε το ποτάμι. Έχουμε καταστραφεί. Δεν ξέρω τι θα ταΐσω τα ζώα μου. Καλύτερα να πέθανα και εγώ» δηλώνει η ηλικιωμένη σε μια στιγμή αγανάκτησης, καθώς είδε οι κόποι μια ζωής να γκρεμίζονται. «Δεν γυρίζουν όλα αυτά πίσω. Δεν ξέρω πως θα ζήσουμε» καταλήγει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 27 Σεπτεμβρίου 2020