Τα συναισθήματα που δημιουργεί ο πόνος του άλλου, είναι έντονα, εφόσον έχεις αναπτυγμένη ενσυναίσθηση. Εφόσον μπορείς δηλαδή να νιώσεις αυτό που ζει εκείνος με τα δικά του δεδομένα, την δική του συγκρότηση και τον δικό του τρόπο σκέψης.
Πρόκειται για μια διεργασία που προϋποθέτει βαθιά κατανόηση του παθόντα, συμπόνια και ισχυρή αίσθηση αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο.
Ωστόσο, ακόμη εντονότερα νιώθεις τον πόνο του άλλου, εφόσον μπορείς να ταυτιστείς μαζί του. Να αναλογιστείς πως θα μπορούσες εσύ να ήσουν στην θέση του και πως ένα τυχαίο γεγονός έσωσε εσένα και καταδίκασε αυτόν τον άνθρωπο στον πόνο.
Τον πιο αβάσταχτο από τους πόνους σ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας: εκείνον που βάζει τον γονιό να ακολουθεί το φέρετρο του παιδιού του…
Το μυαλό μου πετάει στο γεγονός πως την ίδια ώρα που ξεκινούσε το μοιραίο τρένο από την Αθήνα φορτωμένο με φοιτητές που μετά τις αποκριάτικες ολιγοήμερες διακοπές επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, εγώ και η μητέρα της συνοδεύαμε την δική μας κόρη στο ΚΤΕΛ για να πάρει το λεωφορείο να πάει στα Γιάννινα όπου φοιτά.
Σκέφτομαι τον αποχαιρετισμό, και την κόρη μου που απέφευγε τα πολλά-πολλά για να μην την θεωρήσουν οι άλλοι... μαμμόθρεφτο. Φέρνω στην μνήμη μου το χαμόγελό της, την ανεμελιά της, την αισιοδοξία της, την λαχτάρα της να μάθει, να γνωρίσει, να χειραφετηθεί, να ζήσει.
Δεν μπορώ να ψελλίσω κουβέντα παρηγοριάς προς τους γονείς των τόσο ξαφνικά κι άδικα χαμένων παιδιών. Ούτε μπορώ να αναλογιστώ την τελευταία σκέψη των παιδιών που βρέθηκαν στο δίχτυ του θανάτου.
Πόνος και οργή. Πόνος για το κακό που μας βρήκε και οργή για την δραματική επιβεβαίωση πως τίποτα δεν λειτουργεί σωστά στην ψωροκώσταινα.
Τίποτα ουσιαστικό δεν μπορούμε να καταφέρουμε. Σκίζουμε στα λόγια, αλλά λίγο να σκαλίσεις, μόνο ανοργανωσιά, παραλείψεις, λαμογιές και εγκληματικές αμέλειες βρίσκεις.
Το χειρότερο όλων είναι πως χρειάζεται να συμβαίνουν κάθε τόσο παρόμοια αποτρόπαια συμβάντα για να συνομολογούμε σε πόσο ανόητο κι οπισθοδρομικό κράτος ζούμε.
Η συνέχεια, γνωστή. Για άλλη μια φορά θα οργιστούμε, θα βρίσουμε, θα κλάψουμε, θα ακούσουμε υποσχέσεις, θα εισπράξουμε δήθεν δεσμεύσεις πως τα πράγματα θα αλλάξουν και αφού περάσει όλο αυτό, θα επανέλθουμε στο καθεστώς του «δε βαριέσαι, εγώ να είμαι καλά…»
Πάντα έτσι γίνεται. Και πάντα έτσι θα γίνεται, καθώς το πολιτικό μας σύστημα -αυτούς που εμείς εκλέγουμε δηλαδή- δεν ψάχνει για λύσεις, ούτε εργάζεται γι’ αυτές. Ασχολείται μόνο με την διαχείριση των προβλημάτων, την υπονόμευση των πολιτικών αντιπάλων, την ρουσφετολογική κι επιδοματική προσέγγιση των ψηφοφόρων.
Αδιόρθωτοι είμαστε κι έτσι θα μείνουμε. Δυστυχώς.
Γι’ αυτό και είμαστε καταδικασμένοι να θρηνούμε παρόμοιες τραγωδίες που εύκολα θα μπορούσαν να αποφευχθούν, απλά αν λειτουργούσαν κράτος, εταιρείες, θεσμοί, άνθρωποι, σύμφωνα με τις υποσχέσεις, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις μας.
Σήμερα όλοι μας σοκαρισμένοι, οδυρόμαστε και υποσχόμαστε πως δεν θα τους ξεχάσουμε και πως θα απαιτήσουμε απόδοση ευθυνών όπου αυτές ανήκουν. Σε λίγο καιρό ως επιλήσμονες, θα συνεχίσουμε τα γνώριμα μας μονοπάτια.
Αλί στις ζωές που χάθηκαν και τρισαλί στους γονείς που έμειναν πίσω θρηνώντας τα βλαστάρια τους.
Οι Αμερικανοί έχουν μία και μοναδική λέξη την οποία χρησιμοποιούν για να περιγράψουν οποιαδήποτε αδιανόητη καταστροφή ή οποιονδήποτε απόλυτα καταστραμμένο άνθρωπο, το Trainwreck, δηλαδή σιδηροδρομικό δυστύχημα.
Επί πολλά χρόνια, από ταινίες και σίριαλ μέχρι ρεπορτάζ και αναλύσεις στο διεθνή Τύπο έβλεπα τη λέξη και ποτέ δεν κατάφερα να εμπεδώσω το βαθύ της νόημα, να τη νιώσω. Καταλάβαινα πως είναι το αντίστοιχο δικό μας «ναυάγιο», αλλά πάλι δεν... δεν το 'νιωθα.
Και ήρθε αυτή η αποφράδα τελευταία νύχτα του φετινού Φλεβάρη να τους δικαιώσει τους Αμερικάνους που παρά τον «Τιτανικό» για τον οποίο... τρελαίνονται, η φράση της απόλυτης καταστροφής αφορά τα τρένα.
Οι εικόνες αποκάλυψης από τα Τέμπη και ο ιδιαίτερα βάναυσος θάνατος δεκάδων φοιτητών, εργαζομένων και αθώων ανθρώπων που απλώς πήραν το τρένο για να πάνε από την πρωτεύουσα ευρωπαϊκής χώρας στη συμπρωτεύουσα και οι μαρτυρίες που έρχονται από εκείνους που έζησαν από καθαρή τύχη και από εκείνους που ανέλαβαν το βαρύ έργο της περισυλλογής όχι μόνο νεκρών, αλλά ανθρώπινων μελών, δείχνουν πως το σιδηροδρομικό δυστύχημα είναι το χειρότερο σενάριο επί γης.
Είναι λοιπόν κάποιες στιγμές στη ζωή που δεν ξέρεις ποιο είναι το σωστό.
Άλλοι λένε πως είναι η ώρα της σιωπής και άλλοι πως είναι η ώρα του ουρλιαχτού. Άλλωστε στο βαρύ πένθος συνυπάρχουν και τα δυο. Και η απόκοσμη σιωπή και οι κραυγές των μανάδων που τη διαπερνούν σα μαχαιριές.
Άλλοι, πιο ποιητικοί, μιλούν για αρχαία τραγωδία. Μ’ αυτούς μόνο θα διαφωνήσω. Γιατί κάθε μα κάθε φορά που έχουμε ένα αδιανόητο συμβάν, συγκρίνουμε ελλείψει άλλων μεγεθών τις σκηνές του σπαραγμού με εκείνες που περιέγραφαν οι σπουδαίοι μας πρόγονοι στα διαχρονικά έργα τους.
Ε, λοιπόν, κι αυτό ακόμα, η επίκληση του ένδοξου παρελθόντος της Ελλάδας, δικαιολογία αποτελεί, ακριβώς γιατί το κάνουμε συνέχεια. Ακριβώς γιατί οι σύγχρονοι όχι μόνο δεν έχουμε να επιδείξουμε τίποτα σπουδαίο, αλλά είμαστε η ντροπή και των αρχαίων ημών προγόνων και της Ευρώπης και της ίδιας της λέξης «σύγχρονος».
Γιατί όταν με δεδομένο πως γνωρίζαμε τα πάντα για το κακό που παραμονεύει στις ράγες και πως μπορούσαμε με πολλούς τρόπους να το αποτρέψουμε και εμείς εν έτει 2023 κάναμε πράξη την πιο σκληρή και αποτρόπαιη λαϊκή έκφραση, αυτή που ο παπάς δε βρίσκει τίποτα να θάψει, δεν μας πρέπει καμία τιμητική συσχέτιση με τίποτα καλό.
Μόνη ελπίδα αυτή η νέα γενιά που μέρες τώρα θρηνεί στους δρόμους τους συνομήλικούς της, να γκρεμίσει τοίχους, ράγες και νοοτροπίες και να ζήσει σε μία Ελλάδα άλλη. Που δεν έχει τίποτα από την παλιά.
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 05.03.2023