Της Ελένης Γεώργαρου,
τ. δικηγόρου, Προέδρου Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών
Είναι Χριστούγγενα, παραδοσιακή περίοδος ραστώνης για την κοινωνία. Και ένα ακόμη γεγονός, εφιαλτικό, εμφανίστηκε για να ταράξει τις «ωραίες οικογενειακές μας στιγμές». Ποια ήταν αυτά, τα τέσσερα αγόρια και τα άλλα τέσσερα κορίτσια που είχαν ως χόμπυ οι μεν να βιάζουν συμμαθητή τους, οι δε να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα ως ταινία στο NETFLIX και να βιντεοσκοπούν το θέαμα; Ποιο ήταν το αγόρι – θύμα που υπέστη αυτήν την κακοποίηση και γιατί την υπέστη επανειλημμένα; Τί το εμπόδιζε από την πρώτη στιγμή να υποδείξει τους θύτες του; Η ιστορία είναι «μαύρη» με όλη τη σημασία της λέξεως.
Για μένα ήταν ιδιαίτερη σοκαριστική η είδηση ότι οι αξιωματικοί του Τμήματος Ανηλίκων της Ασφάλειας διέκοπταν το βίντεο κάθε 10΄΄γιατί δεν άντεχαν τη σκληρότητα των εικόνων. Αυτοί οι άνθρωποι, οι αστυνομικοί, που είναι εκπαιδευμένοι και συνηθισμένοι να βλέπουν αγριότητες δεν άντεχαν τα βλέπουν συνεχόμενα τα βίντεο που μοιράστηκαν με άλλους εφήβους οι θύτες. Μέχρι στιγμής «στο κάδρο» δεν υπάρχουν οικογένειες, γονείς, καθηγητές, μηχανισμός συμπαράστασης του θύματος και επέμβαση για να σταματήσει η εγκληματική συμπεριφορά των 15χρονων θυτών. Πού είναι όλος αυτός ο κύκλος ενηλίκων που υποτίθεται ευθύνεται και πρέπει να προστατεύει τα παιδιά; Πού είναι το ευρύτερο κοινωνικό κράτος να εντοπίσει, να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα προβλήματα και μάλιστα των παιδιών των νέων, που θα αποτελέσουν την αυριανή κοινωνία και θα καθορίσουν τη φυσιογνωμία της; Πουθενά.
Λέγοντας προνοιακό κράτος δεν εννοούμε μόνο τις κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων που εν γίνει βρίσκονται σε κακό χάλι από υποστελέχωση και εργασιακή επάρκεια – νέα παιδιά τα πιο πολλά με ένα πτυχίο και άγνοια της σκληρής πραγματικότητας και της μεθοδολογίας- αλλά ως πολύ βασικό κρίκο, το σχολείο. Αν κάνουμε όλοι focus στα γεγονότα όπως μας δίνονται από τα ΜΜΕ όλοι με ένα στόμα θα πούμε: Μα σε ποιες οικογένειες μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά και έγιναν εγκληματίες; Μα πού ήταν οι καθηγητές του σχολείου, του φροντιστηρίου να εντοπίσουν έστω κάτι, ένα ίχνος, ένα δείγμα από τις αποτρόπαιες αυτές συμπεριφορές; Μα πόσο μόνο είναι ένα παιδί που βιάζεται και δεν έχει πουθενά να στραφεί για προστασία; Σίγουρα δεν ξέρουμε πολλά. Ένα όμως το ξέρουμε σίγουρα και το γράψαμε πάρα πολλές φορές.
Οι προνοιακές υπηρεσίες που πρέπει να λάβουν γνώση από το σχολείο, τη γειτονιά, τον εν γένει κοινωνικό περίγυρο παρεμβαίνουν πάρα πολύ αργά στην ελληνική παραμελητική ή κακοποιητική οικογένεια όταν το παιδί σε αυτήν έχει πλέον καταστραφεί. Είσαι 15χρόνων και κάνεις ένα από τα σκληρότερα και βιαιότερα εγκλήματα κατά την γενετήσιας αξιοπρέπειας και κατά της ζωής ενός άλλου παιδιού. Είναι αναμφίβολο ότι οι αρχές που πήρες μεγαλώνοντας δεν σε βοήθησαν να ξεχωρίσεις το καλό από το κακό, τη βία από την καλοσύνη, την σκληρότητα από την ενσυναίσθηση.
Και αυτό δεν έγινε στα 15.΄Εγινε πολύ νωρίτερα. Παιδιά που μεγαλώνουν μόνα τους, παιδιά που κακοποιούνται στο σπίτι και κανείς δεν «αντιλαμβάνεται» τίποτα, παιδιά που ενώ πηγαίνουν σχολείο δεν είναι στην πραγματικότητα εκεί και δεν εισπράττουν τίποτα από την εκπαίδευση και καθηγητές σε πλήρη αδιαφορία, αφασία ή φόβο να παρέμβουν όπως έχουν υποχρέωση. Όμως ο 15χρονος βιαστής κάποτε ήταν 7χρονος, 8χρονος, 10χρονος και υπήρχε η ελπίδα να διαγνωστεί η παραμέληση και να γίνει η παρέμβαση στην οικογένεια. Να δοθούν συμβουλές, να λυθούν προβλήματα, να παρακολουθείται. Στα 15 δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. Το μέλλον είναι η φυλακή. Και για το θύμα «ο θάνατος». Ένας ψυχικός και ηθικός θάνατος.
Η οικογένεια και γενικά το περιβάλλον ανατροφής των παιδιών δεν παρακολουθείται καθόλου. Αφού γίνει το έγκλημα κατά, ή από, το παιδί «ξυπνάει» το κοινωνικό κράτος. Το σχολείο στην πλειονότητα των περιπτώσεων κάνει πως δε βλέπει, μη τυχόν και «μπλέξει». Πόση κακομοιριά, πόση μικρότητα από υποτιθέμενους παιδαγωγούς. Εξ ου και τα επαναλαμβανόμενα φαινόμενα εκφοβισμών μέσα σε σχολεία ή λίγο έξω από αυτά, όπου οι καθηγητές ως «Πόντιοι Πιλάτοι», κάνουν πως δε βλέπουν. Τα φαινόμενα, επαναλαμβανόμενα τα τελευταία χρόνια – δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε το Γιακουμάκη και την αθλιότητα που τον περιέβαλε- με όλο και μεγαλύτερη σκληρότητα.
Το να μένουν παιδιά σε ανύπαρκτες οικογένειες δεν είναι λύση. Καλύτερα να απομακρύνονται όσο είναι ακόμη νωρίς και υπάρχει ελπίδα επανόρθωσης. Αλλά πού να πάνε; Στα ιδρύματα; Αφού και μετά την κακοποιητική οικογένεια δεν υπάρχει καμιά προοπτική επωφελής για το παιδί. Να πάνε έγκαιρα, όσο είναι μκρά, σε ικανές ανάδοχες οικογένειες. Αλλιώς το αφήνουμε το θέμα στην τύχη. Αν τη γλυτώσει το παιδί, τη γλύτωσε. Αν σκοτώσει, σκότωσε. Αν κακοποιηθεί, κακοποιήθηκε.
Αγαπητοί – εκάστοτε- κυβερνώντες δεν σας σώζουν ούτε τα επιδόματα στους αναξιοπαθούντες, ούτε οι «βαριές πολιτικές» για τα μεγάλα ζητήματα της χώρας. Είστε υπεύθυνοι, κεντρική διοίκηση και αυτοδιοίκηση για την ανυπαρξία ενδιαφέροντος για τη ζωή των παιδιών και των νέων. Εντοπίστηκαν άπειρες φορές τα προβλήματα και ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί ένα ενιαίο πρωτόκολλο άμεσων χειρισμών στο οποίο θα συμμετέχει το σχολείο, οι Δήμοι, οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής. Και παράγετε θύματα και θύτες, αμέριμνοι. Επιτέλους ξυπνήστε. Επιτέλους σταματήστε τα ψέματα για αδυναμία προσλήψεων, για έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού.
Δε φταίει αυτό. Φταίει που δεν θέλετε να κουνήσετε ούτε μια «καρφίτσα» από τη θέση της μήπως και διαταραχτεί το σύστημα. Δεν κάνετε κανένα εξορθολογισμό στην κατανομή του προσωπικού, έχετε χιλιάδες υπαλλήλους ανενεργούς σε πόστα άνευ σημασίας και αφήνετε τα δύσκολα και τα σημαντικά σε λίγους ανθρώπους που τους φορτώνετε σαν υποζύγια και μάλιστα χωρίς καμία υποστήριξη.
Σήμερα η ΚΕΔΕ, το Υπουργείο Εσωτερικών, το Υφυπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο ΣΚΛΕ και οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης και μη κυβερνητικοί φορείς πρέπει να συγκροτήσουν ένα όργανο, να επεξεργαστεί το πρόβλημα, να πάρει αποφάσεις όχι συντεχνιακού χαρακτήρα αλλά λογικού και άμεσα εφαρμόσιμου. Πρέπει ΣΗΜΕΡΑ και όχι ΑΥΡΙΟ να σώσουμε τα παιδιά αυτής της χώρας.