Οι αρχές της Κίνας ανακοίνωσαν σήμερα ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας ανήλθε στο 3% του ΑΕΠ το 2022· πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα που έχει ανακοινωθεί από το Πεκίνο τα τελευταία 40 χρόνια, καθώς η δραστηριότητα επλήγη από την πανδημία του νέου κορονοϊού και την κρίση του τομέα των ακινήτων.
Η κινεζική κυβέρνηση έθετε στόχο η ανάπτυξη να φθάσει το 5,5%, ρυθμό ήδη πολύ κατώτερο από την επίδοση του 2021, όταν το ΑΕΠ του ασιατικού γίγαντα αυξήθηκε κατά 8% και πλέον.
Το τέταρτο τρίμηνο, η ανάπτυξη σταθεροποιήθηκε στο 3,9%, στο ίδιο επίπεδο με αυτήν του τρίτου, ανακοίνωσε η κινεζική εθνική στατιστική υπηρεσία.
Αν και τα επίσημα δεδομένα αντιμετωπίζονται γενικά με επιφύλαξη, καθώς το ζήτημα έχει εξ ορισμού τεράστια πολιτική σημασία, οι αριθμοί για την πορεία του κινεζικού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) μελετώνται προσεκτικά, δοθέντος του βάρους της χώρας για την παγκόσμια οικονομία.
Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας πέρυσι ήταν η χαμηλότερη μετά τη συρρίκνωση που γνώρισε το 1976 (–1,6%) και την επιβράδυνση του 2020, την πρώτη χρονιά της πανδημίας (+2,3%).
Οικονομολόγοι που ερωτήθηκαν από το Γαλλικό Πρακτορείο προέβλεπαν ακόμη μεγαλύτερη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης (+2,7%).
Η οικονομία του ασιατικού γίγαντα επλήγη από την πανδημία και τα αυστηρά μέτρα για να αποτραπεί η εξάπλωσή της, τη λεγόμενη πολιτική «zero COVID», που σχεδόν ολόκληρο το 2022 φρέναραν τη δραστηριότητα και την κατανάλωση.
Η δαπανηρή πολιτική δημόσιας υγείας, που βασιζόταν στην επιβολή lockdowns και μαζικά υποχρεωτικά τεστ για να επιτρέπεται η πρόσβαση σε δημόσιους χώρους, προκαλούσε συχνά κλεισίματα εργοστασίων και επιχειρήσεων, απαγόρευση των μετακινήσεων και προσκόμματα για τις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Εν μέρει εξαιτίας της απόγνωσης του πληθυσμού, η πολιτική αυτή εγκαταλείφθηκε τον Δεκέμβριο. Όμως η οικονομία δυσκολεύεται να ανακάμψει, εξαιτίας ιδιως της συνεπακόλουθης έκρηξης των κρουσμάτων του νέου κορονοϊού.
Τον Δεκέμβριο οι πωλήσεις λιανικής, βασικός δείκτης για τις δαπάνες των νοικοκυριών, υποχώρησαν για τρίτο συναπτό τρίμηνο (–1,8% σε ετήσια βάση), αφού κατακρημνίστηκαν τον Νοέμβριο (–5,9%).
Η βιομηχανική παραγωγή επιβραδύνθηκε τον περασμένο μήνα (+1,3% σε ετήσια βάση), μετά την αύξησή της κατά 2,2% τον Νοέμβριο.
Σε ό,τι αφορά τον επίσημο δείκτη της ανεργίας, υποχώρησε ελαφρά τον Δεκέμβριο (5,5%) σε σύγκριση με τον Νοέμβριο (5,7%). Ο δείκτης απασχολεί πολύ το Πεκίνο — θέλει να παραμένει χαμηλά για την αποφυγή κοινωνικών εντάσεων.
Ωστόσο δεν δίνει πλήρη εικόνα για τη συγκυρία, καθώς δεν αφορά παρά μόνο τους κατοίκους των κινεζικών πόλεων. Δεν συμπεριλαμβάνει άρα τα εκατομμύρια των εσωτερικών μεταναστών, εργαζόμενων ιδιαίτερα ευάλωτων στις επιβραδύνσεις της οικονομίας.
Η κατάστασή τους επιδεινώθηκε περαιτέρω εξαιτίας της κρίσης των ακινήτων, τομέα που αντιπροσωπεύει μαζί με τις κατασκευές πάνω από το ένα τέταρτο του κινεζικού ΑΕΠ και προσφέρει δουλειά σε εργαζόμενους χωρίς ιδιαίτερα τυπικά προσόντα.
Ο πληθυσμός μειώθηκε το 2022 για πρώτη φορά από το 1961
Ο πληθυσμός της Κίνας, της πολυπληθέστερης χώρας του κόσμου, συρρικνώθηκε το 2022, ανακοίνωσε σήμερα επίσημος θεσμός, εξέλιξη που αποτελεί ιστορική πρώτη από τις αρχές των χρόνων του 1960.
Την περασμένη χρονιά καταγράφτηκαν 9,56 εκατομμύρια γεννήσεις, που δεν αναπλήρωσαν τους 10,41 εκατ. θανάτους, διευκρίνισε η εθνική υπηρεσία στατιστικής της Κίνας σε έκθεσή της.
Ο κινεζικός πληθυσμός κατά συνέπεια μίκρυνε κατά περίπου 850.000 ανθρώπους το 2022.
Η μείωση αυτή αναμένεται να είναι διαρκής, να κρατήσει δεκαετίες, σύμφωνα με ειδικούς σε δημοσιογραφικά ζητήματα, κάτι που θα έχει απτές συνέπειες στην οικονομία, στην κοινωνία και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Αυτή η μείωση του πληθυσμού είναι η πρώτη από το 1960-1961, όταν λιμός που εκδηλώθηκε το 1959 είχε αποτέλεσμα να χαθούν δεκάδες εκατομμύρια ζωές, κάτι που αποδόθηκε κυρίως στα σφάλματα της οικονομικής πολιτικής του «μεγάλου άλματος προς τα εμπρός».
Η συρρίκνωση του 2022 εξηγείται κυρίως από τη μεγάλη αύξηση του κόστους ζωής, το υψηλότερο επίπεδο σπουδών πολλών γυναικών, που σημαίνει ότι πολλές αργούν να αποκτήσουν παιδιά, ή ακόμη την έλλειψη της βούλησης των νέων γενιών να αποκτήσουν παιδιά.
Το ποσοστό γεννητικότητας υποχώρησε στο 1,15 παιδί ανά γυναίκα το 2021, πολύ κάτω από το όριο που θεωρείται πως είναι απαραίτητο για την ανανέωση του πληθυσμού (2,1).
Μαζί με τη γήρανση, η μείωση του πληθυσμού, ειδικά του ενεργού, αναμένεται να έχει βαθιές συνέπειες για την κινεζική οικονομία για δεκαετίες.
Το κόστος εργασίας αναμένεται να αυξηθεί, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των κινέζων εργαζομένων, ενώ η πίεση στον ενεργό πληθυσμό να εγγυηθεί τη φροντίδα των γηραιότερων θα κλιμακωθεί.
Οι τοπικές αρχές έχουν ήδη ανακοινώσει μέτρα για να ενθαρρύνει τα ζευγάρια να αποκτήσουν παιδιά, ή περισσότερα παιδιά.
Η μητρόπολη Σεντζέν (νότια) προσφέρει εδώ και μερικές ημέρες επιδόματα για κάθε γέννηση που φθάνουν ως τα 100.000 γιούαν (1.370 ευρώ) και διάφορες παροχές ως τα τρία έτη κάθε παιδιού.
Ενώ η επαρχία Σαντόνγκ (ανατολικά) δίνει 158 ημέρες άδεια μητρότητας (60 ημέρες περισσότερες από τον εθνικό μέσο όρο) από το πρώτο παιδί.
Η Κίνα ενδέχεται να μην έχει παρά 587 εκατ. κατοίκους το 2100, σύμφωνα με τις πιο απαισιόδοξες στατιστικές προβολές που περιέχονται σε έκθεση της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών της Σαγκάης η οποία επικαιροποιήθηκε πέρυσι και τα δεδομένα της οποίας περιήλθαν σε γνώση του Γαλλικού Πρακτορείου.