Κλαούντιο Πέρες: «Η δικτατορία συνεχίζεται ακόμη στη Χιλή»

Κυριακή Τσολάκη17 Φεβρουαρίου 2020

Έχω απέναντί μου προσωποποιημένη ολόκληρη την πρόσφατη ιστορία της Χιλής. Είναι ο Κλαούντιο Πέρες (Claudio Perez), ο πιο αντιπροσωπευτικός σύγχρονος φωτογράφος της λατινοαμερικανικής χώρας, ενός τόπου τραυματισμένου από ένα βάναυσο καθεστώς, τη χούντα του Πινοσέτ. Φωτοδημοσιογράφος, ταυτισμένος με τον αντιδικτατορικό αγώνα στη Χιλή του ‘80, δημιουργός ορισμένων από τις πιο εμβληματικές αντικαθεστωτικές εικόνες, βρέθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη για ένα masterclass, που συνδιοργάνωσε το MOMus - Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜ-Θ στον πρώτο χώρο, όπου εκτίθενται έργα του στο πλαίσιο της 7ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.

Αναπόφευκτα, η συζήτηση αρχίζει με τις μνήμες που ο ίδιος κουβαλά από τη δύσκολη εκείνη εποχή. «Με καταδίωξαν, με συνέλαβαν, με χτύπησαν, με φυλάκισαν... Δεν με βασάνισαν όμως. Υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα δύο», θυμάται σήμερα.

Τώρα, όλα αυτά είναι αναμνήσεις, όμως στην πραγματικότητα «η δικτατορία συνεχίζεται ακόμη στη Χιλή», όπως τονίζει. «Υπάρχει στην εξουσία μια ομάδα ανθρώπων που είχαν συμπράξει με τον Πινοσέτ και ακολουθούν το ίδιο οικονομικό σύστημα. Παρατηρούμε ακόμη βία και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις λαϊκές διαμαρτυρίες. Τη σημερινή κατάσταση στη Χιλή τη χαρακτηρίζει μια κοινωνική έκρηξη και αυτό προκλήθηκε από τις οικονομικές αυθαιρεσίες, από την έλλειψη δικαιοσύνης. Λέμε ότι έχουμε ‘δημοκρατία’, ωστόσο δεν είναι έτσι. Εγώ προσωπικά βγαίνω πάντα στους δρόμους μαζί με την οικογένειά μου, για να διαμαρτυρηθώ. Έχουμε όλοι κουραστεί από αυτή την κατάσταση», προσθέτει.

Η φωτογραφία, εργαλείο στον αγώνα κατά της καταπίεσης

Γεννημένος στο Σαντιάγο το 1957 ο Κλαούντιο Πέρες, εκτός από φωτορεπόρτερ, δραστηριοποιείται ακόμη ως εκδότης, επιμελητής εκθέσεων, καθηγητής φωτογραφίας, ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ είναι συνιδρυτής των φωτογραφικών πρακτορείων Cono Sur και IMA. Αυτή τη στιγμή εργάζεται στο Ινστιτούτο Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Χιλής. Για να πάει από το σπίτι στη δουλειά και αντιστρόφως περνάει κάθε μέρα από το κεντρικότερο σημείο του Σαντιάγο, την πλατεία Αξιοπρέπειας, όπου πραγματοποιούνται οι πολυπληθέστερες συγκεντρώσεις στη χώρα του. Έτσι, φωτογραφίζει συνέχεια, αφού καθημερινά υπάρχουν διαμαρτυρίες. «Μου αρέσει η στιγμή που βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή μαζί με τους νέους, μαζί με τις γυναίκες. Για μένα η φωτογραφία δεν είναι μέσο αναγνώρισης και επιβράβευσης, αλλά ένα εργαλείο στον αγώνα κατά της καταπίεσης, μια αντίδραση ενάντια σε οποιοδήποτε σύστημα οπουδήποτε στον κόσμο, μια μαρτυρία της κοινωνικής πραγματικότητας, ένας τρόπος να πλήξουμε την εξουσία. Υπάρχει κόσμος που φωτογραφίζει απλά και μόνο για να κερδίσει ένα Πούλιτζερ», τονίζει.

Ωστόσο, εξαιτίας της περίπλοκης κατάστασης που επικρατεί στη Χιλή, αποφεύγει να δημοσιεύσει αυτό το πλούσιο υλικό. «Οι αρχές καταδιώκουν αυτούς που εμφανίζονται στις φωτογραφίες, σχεδόν όπως συνέβαινε και στη δικτατορία. Έτσι, η έκθεση είναι επικίνδυνη για τους νέους, που κρύβουν τα πρόσωπά τους, ώστε ν’ αποφεύγεται η ταυτοποίηση, αφού η κυβερνητική αστυνομία μπορεί να εντοπίσει σχεδόν οποιονδήποτε», τονίζει. Θέλει πάντως να εκδώσει ένα βιβλίο με τις σύγχρονες εικόνες του. «Έχω σκοπό να κρατήσω καλυμμένα με μια μαύρη λωρίδα τα πρόσωπα των ατόμων που θα εμφανίζονται, για να τους προστατεύσω», δηλώνει.

Θαυμαστής του Τσιτσιπά

Στο παρελθόν, ένα από τα έργα του που προκάλεσαν αίσθηση ήταν η εμβληματική εγκατάσταση «Ο τοίχος της μνήμης» στη γέφυρα Bulnés του Σαντιάγο (2001). «Το 1997 έκανα μια έκθεση στη Μόντενα της Ιταλίας. Εκεί είδα έναν τοίχο όπου εικονίζονταν πορτρέτα Παρτιζάνων της πόλης, οι οποίοι είχαν δολοφονηθεί από το φασιστικό καθεστώς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θυμήθηκα κατευθείαν την όψη των γυναικών της Χιλής που ακόμη και σήμερα κουβαλούν καρφιτσωμένες στο στήθος τους τις φωτογραφίες των ανθρώπων που έχασαν εξαιτίας της δικτατορίας».

Έτσι, επέστρεψε στη Χιλή και αποφάσισε να δημιουργήσει εμπνεόμενος από αυτό. Η πρόσβαση όμως στα αρχεία δεν ήταν όσο εύκολη πίστευε. «Όλοι οι φορείς μού έδιναν διαφορετικά στοιχεία. Ο επίσημος αριθμός των αγνοουμένων ήταν 1.197 άτομα, αλλά ο ένας φορέας έλεγε για 600, ο άλλος για 700 κ.λπ.».

Έφτιαξε τότε ένα ενιαίο αρχείο, καταφέρνοντας να συγκεντρώσει 800-900 φωτογραφίες αγνοουμένων. «Δημιουργήσαμε αυτόν τον τοίχο πάνω σε κεραμικά πλακίδια. Όλη η δουλειά ήταν μια χημική επεξεργασία των φωτογραφιών που έγινε στο χέρι. Μπήκαμε σε σκοτεινό θάλαμο για να εκτυπώσουμε τις εικόνες. Υπήρχαν όμως 200 σημεία πάνω στον τοίχο που δεν είχαν φωτογραφίες».

Γι’ αυτό, προκειμένου να τις αναζητήσει, ξεκίνησε τον επόμενο χρόνο ένα ταξίδι σε ολόκληρη τη Χιλή. «Αναγκάστηκα να επισκεφθώ κι άλλα μέρη γιατί οι οικογένειες των ανθρώπων αυτών δεν έμεναν πια στο ίδιο σημείο». Παρόλο που το υπουργείο Εσωτερικών προσπάθησε να τον αποθαρρύνει, εκείνος κατάφερε να βρει άλλες 32 φωτογραφίες. «Ήταν ένα πολύ κουραστικό έργο, σωματικά και ψυχικά. Γύριζα κάθε σπίτι, χτυπούσα πόρτες, στον βορρά ή το νότο της Χιλής. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων αυτών ήταν πολύ φτωχοί αγρότες, εργάτες. Μου άνοιγαν, ρωτούσα ‘είστε μητέρα του τάδε;’ κι έβλεπα τη λάμψη στα μάτια της γυναίκας που νόμιζε ότι θα της δώσω πληροφορίες για το χαμένο της παιδί. Εγώ όμως έλεγα απλώς ότι είμαι φωτογράφος και κάνω μια δεύτερη αναζήτηση…».

Ξύνουν πληγές οι αναμνήσεις. Φαίνεται στο πρόσωπό του. Όση ώρα μιλάει τον παρατηρώ. Εκφράζεται έντονα, ζωηρά, είναι χειμαρρώδης. «Είναι δύσκολο να σταματήσω να μιλάω όταν αρχίσω», αναγνωρίζει. Ως γνήσιος λατινοαμερικάνος μοιάζει με μεσόγειο. «Αν περνούσατε δίπλα μου θα έλεγα ότι είστε Έλληνας», του λέω. «Μικρός έπαιζα τένις. Πάντα μου άρεσε. Γι’ αυτό θαυμάζω τον Τσιτσιπά. Είναι το είδωλό μου. Ψηλός, όμορφος, δυναμικός, παθιασμένος. Έλληνας. Τον λατρεύω!», αφήνει για το τέλος…

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.