Από γωνιά σε γωνιά της γης, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται κλεισμένοι στα σπίτια τους, ενώ ακόμη και οι στρατηγικές χωρών που έχουν επιβάλλει δρακόντεια μέτρα περιορισμού και κερδίζουν τη μάχη ενάντια στην εξάπλωση του κορονοϊού (όπως η Ελλάδα), αυτό που ουσιαστικά πέτυχαν είναι η επιβράδυνση της επιδημίας και όχι η νίκη απέναντι στον Covid-19, καθώς η μοναδική λύση είναι να βρεθεί το εμβόλιο.
35 περίπου εταιρείες και επιστημονικοί οργανισμοί έχουν επιδοθεί στον πιο κρίσιμο αγώνα δρόμου για να ανακαλύψουν αυτό το εμβόλιο και οι τέσσερις απ’ αυτές έχουν ήδη δοκιμάσει τις φαρμακευτικές τους ουσίες σε ζώα, ενώ τώρα, όπως μεταδίδει ο βρετανικός Guardian, μία από αυτές, η Moderna με έδρα τη Βοστώνη, ξεκινά άμεσα δοκιμή και σε ανθρώπους.
Αυτή η πρωτοφανής ταχύτητα οφείλεται εν μέρει στις άμεσες προσπάθειες της Κίνας να απομονώσει το γενετικό υλικό του Sars-CoV-2, του ιού δηλαδή που προκαλεί τον Covid-19, επιτρέποντας έτσι στους επιστήμονες και τις ερευνητικές ομάδες ανά τον πλανήτη να δημιουργήσουν τον ζωντανό ιό στα εργαστήρια και να μελετήσουν πως επιτίθεται στα ανθρώπινα κύτταρα και αρρωσταίνει τους ανθρώπους.
Όμως, όπως γράφει η έγκριτη βρετανική εφημερίδα, υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος για το εξαιρετικό αυτό ξεκίνημα της κούρσας για την ανακάλυψη του εμβολίου. Παρότι, λοιπόν, κανείς δε μπορούσε να προβλέψει πως η επόμενη λοιμώδης ασθένεια που θα απειλούσε τον πλανήτη θα προερχόταν από έναν κορονοϊό –η γρίπη εμφανιζόταν ως ο μεγαλύτερος πανδημικός κίνδυνος- οι επιδημιολόγοι είχαν επιδοθεί σε μια κούρσα παραγωγής «πρωτότυπων» παθογενών. «Η ταχύτητα με την οποία προχωρούν οι μελέτες οφείλεται εν πολλοίς στην επένδυση που έγινε πάνω στην κατανόηση πως μπορούν να αναπτυχθούν εμβόλια για διάφορους κορονοϊούς» τονίζει ο Ρίτσαρντ Χάτσετ, διευθύνων σύμβουλος μιας ΜΚΟ με έδρα το Όσλο για τις καινοτομίες απέναντι στις πανδημίες, η οποία βρίσκεται τώρα στο τιμόνι των προσπαθειών για χρηματοδότηση και συντονισμό όλων των προσπαθειών για την εξεύρεση εμβολίου.
Οι κορονοϊοί έχουν προκαλέσει δύο ακόμη μεγάλες επιδημίες στο πρόσφατο παρελθόν – τον Sars στην Κίνα την περίοδο 2002-2004 και τον Mers στη Μέση Ανατολή που ξεκίνησε από την Σαουδική Αραβία το 2012. Και στις δύο περιπτώσεις οι έρευνες για εμβόλια ξεκίνησαν αφού ελέγχθηκε η κατάσταση και γι’ αυτό μπήκαν στο ράφι. Η εταιρεία Novavax με έδρα το Μέριλαντ των ΗΠΑ τώρα βάζει εκείνα τα εμβόλια στη μάχη εναντίον του Covid-19, ανακοινώνοντας πως έχει δεκάδες υποψήφιους έτοιμους να τα δεχτούν στο σώμα τους μέσα στην άνοιξη, ενώ η Moderna το παλεύει πάνω στην δουλειά που είχε γίνει για το εμβόλιο ενάντια στον Mers.
O Sars-CoV-2 μοιράζεται σε ποσοστό έως 90% το γενετικό υλικό με τον ιό που προκάλεσε τον Sars, εξ ου και το όνομά του. Και οι δύο αποτελούνται από μια λωρίδα ριβονουκλεϊκού οξέος μέσα σε μια σφαιρική κάψουλα πρωτεΐνης που περικλείεται από ακίδες. Αυτές οι ακίδες «λοκάρουν» στους υποδοχείς της επιφάνειας των κυττάρων του ανθρώπινου πνεύμονα, επιτρέποντας στον ιό να εισχωρήσει στο κύτταρο. Κι όταν μπει μέσα, επιτίθεται στον μηχανισμό αναπαραγωγής των κυττάρων αναπαράγοντας τον εαυτό του, πριν σπάσει ξανά το κύτταρο και το σκοτώσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Πώς δρουν τα εμβόλια
Όλα, λοιπόν, τα εμβόλια δουλεύουν με βάση τη βασική αρχή. Υποβάλλουν μέρος ή το σύνολο του παθογόνου στο ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα μέσω μιας ένεσης μικρής δοσολογίας κι έτσι κάνουν το σύστημά μας να παράξει αντισώματα στο παθογόνο. Τα αντισώματα είναι ένα είδος μνήμης ανοσίας, η οποία άπαξ και υπάρξει επανεκκινεί γρήγορα κάθε φορά που ο άνθρωπος εκτίθεται στον συγκεκριμένο ιό.
Παραδοσιακά, η ανοσία επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας ζωντανές, αποδυναμωμένες μορφές του ιού ή μέρος αυτού, εφόσον προηγουμένως έχει απενεργοποιηθεί μέσω θερμότητας ή χημικών. Αυτές, όμως, οι μέθοδοι έχουν και μειονεκτήματα. Ο ζωντανός ιστός μπορεί να συνεχίσει να μεταλλάσσεται στον ξενιστή, ενώ αντίθετα υψηλότερες ή επαλαμβανόμενες δόσεις του απενεργοποιημένου ιού μπορεί να απαιτούνται για να πετύχει τον απαραίτητο βαθμό προστασίας.
Κάποια από τα σχέδια εμβολίου για τον Covid-19 χρησιμοποιούν τις προαναφερόμενες και γνωστές προσεγγίσεις, όμως άλλα βασίζονται σε εντελώς νέα τεχνολογία. Για παράδειγμα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η στρατηγική της Novavax, η οποία κατασκευάζει ένα «ανασυνδυασμένο» εμβόλιο. Αυτό προϋποθέτει την εξαγωγή του γενετικού κώδικα της πρωτεΐνης της ακίδας στην επιφάνεια του Sars-CoV-2 (η οποία είναι το μέρος του ιού που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να προσφέρει ανοσία στους ανθρώπους) και την επικολλά στο γονιδίωμα ενός βακτηρίου ή ζύμης- κάνοντας έτσι αυτούς τους μικροοργανισμούς να παράξουν μεγάλες ποσότητες αυτής της πρωτεϊνης.
Άλλες προσεγγίσεις, ακόμη και νεότερες, παρακάμπτουν την πρωτεΐνη και φτιάχνουν εμβόλια από την ίδια την γενετική οδηγία. Μ’ αυτή την τακτική κινούνται η Moderna αλλά και η CureVac με έδρα επίσης τη Βοστώνη, που δημιουργούν εμβόλιο με βάση το RNA.
Από την πλευρά της η δανέζικη ΜΚΟ ρίχνει βάρος και στις 4 εταιρείες που τρέχουν αυτή τη στιγμή την κούρσα για το εμβόλιο και την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωση επιχορήγηση ύψους 4,4 εκ. δολαρίων στην κοινή ερευνητική προσπάθεια της Novavax με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. «Η εμπειρία μας στην υλοποίηση ενός εμβολίου δείχνει πως δεν μπορείς να προβλέψεις ποια εμπόδια θα βρεις και που θα κολλήσεις» δήλωσε ο κ. Χάτσετ, υπονοώντας πως η ποικιλία είναι το κλειδί. Και στο σημείο που βρισκόμαστε το πιο πιθανό εμπόδιο θα είναι οι κλινικές δοκιμές ή εκείνες σε ανθρώπους.
Οι κλινικές δοκιμές είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να πάρει ένα εμβόλιο έγκριση και αυτό συμβαίνει σε τρία στάδια. Το πρώτο έχει να κάνει με αρκετούς υγιείς εθελοντές που δοκιμάζουν για ασφάλεια και για πιθανές παρενέργειες το εμβόλιο. Το δεύτερο στάδιο αφορα δεκάδες εκατοντάδες ανθρώπους συνήθως σ’ ένα μέρος που υπάρχει η επιδημία και μελετά κατά πόσο είναι αποτελεσματικό το εμβόλιο και το τρίτο κάνει το ίδιο σε χιλιάδες ανθρώπους. Το πρόβλημα παρουσιάζεται καθώς όλοι οι συμμετέχοντες στην έρευνα δεν θα τερματίσουν απαραίτητα στην κούρσα. Είτε επειδή δεν είναι ασφαλείς είτε επειδή είναι μη αποτελεσματικοί είτε και τα δύο. Η διαδικασία, λοιπόν, επιλογής των κατάλληλων ανθρώπων για τις κλινικές μελέτες είναι ζωτικής σημασίας και γι’ αυτό οι μελέτες αυτές ούτε μπορούν να παραβλεφθούν ούτε να γίνουν πιο γρήγορα ή βιαστικά, ενώ η έγκριση από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να έρθει πιο γρήγορα αν προηγουμένως έχουν εγκριθεί παρεμφερή προϊόντα. Το ετήσιο εμβόλιο κατά της γρίπης π.χ. είναι το αποτέλεσμα μιας καλά σχεδιασμένης γραμμής «συναρμολόγησης», κατά την οποία απαιτούνται μονάχα μικρές παρεμβάσεις και ενημερώσεις κάθε χρόνο. Σε αντιδιαστολή ο Sars-CoV-2 είναι ένα νέο παθογόνο στους ανθρώπους και οι σχετικές τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για το εμβόλιο είναι σε πρώιμο στάδιο και δεν έχουν δοκιμαστεί. Για παράδειγμα, κανένα εμβόλιο που έχει παραχθεί με βάση γενετικό υλικό (RNA or DNA) δεν έχει εγκριθεί ποτέ έως σήμερα.
Επομένως, τα υποψήφια εμβόλια ενάντια στον Covid-19 πρέπει να αντιμετωπίζονται ως νέα εμβόλια κι όπως τονίζουν οι ειδικοί παρότι όλοι τρέχουν γι’ αυτά, είναι σημαντικό να μην κόβουν δρόμο.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τους χρόνους, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση εμβολίου που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’60 για να αντιμετωπίσει τον αναπνευστικό συγκυτιακός ιό, έναν κοινό ιό που προκαλεί συμπτώματα παρόμοια μ’ εκείνα του κρυολογήματος στα παιδιά. Στις κλινικές μελέτες αποδείχτηκε πως στα βρέφη γιγάντωνε τα συμπτώματα, ενώ συνέχιζαν να κολλάνε τον ιό. Κάτι παρόμοιο παρατηρήθηκε και στα ζώα, τα οποία εμβολιάστηκαν με μια πρώιμη πειραματική μορφή του εμβολίου κατά του Sars. Αργότερα, το ίδιο τροποποιήθηκε για να μην ξαναπαρουσιαστεί αυτό το πρόβλημα, όμως τώρα που ενδέχεται να μπει στη μάχη για τον Covid-19 θα πρέπει να γίνουν αυστηρότατοι έλεγχοι και τεστ για να αποκλειστεί ο κίνδυνος αυξημένης ασθένειας σε κάποιους νοσούντες ή ακόμη και στον υγιή πληθυσμό.
Για τους λόγος αυτούς ένα εμβόλιο από την ώρα της σύλληψης της ιδέας μέχρι την έγκριση τυπικά χρειάζεται μια μια δεκαετία ή περισσότερο. «Όπως όλοι οι ειδικοί στα εμβόλια δεν πιστεύω πως θα είναι έτοιμο πριν περάσουν 18 μήνες» τονίζει η Ανελίς Γουάιλντερ Σμιθ, καθηγήτρια λοιμωδών νοσημάτων στην ιατρική σχολή υγιεινής και τροπικών ασθενειών του Λονδίνου. «Αυτό είναι υπερβολικά γρήγορα και προϋποθέτει να λειτουργήσουν τα πάντα όπως τα θέλουμε» επισημαίνει.
Μεγάλο στοίχημα η παραγωγή των απαραίτητων ποσοτήτων
Εν τω μεταξύ, υπάρχει κι άλλο ένα πιθανό πρόβλημα. Από την στιγμή που θα εγκριθεί ένα εμβόλιο θα χρειαστεί να παραχθεί σε τεράστιες ποσότητες και πολλοί από τους οργανισμούς που τρέχουν για να το ανακαλύψουν δεν έχουν τη δυνατότητα για την απαιτούμενη παραγωγή. Η ανάπτυξη ενός εμβολίου είναι ήδη μια δύσκολη συνθήκη, με επιχειρηματικούς όρους και κανείς δεν ξέρει αν το προϊόν θα καταφέρει να γίνει και εμπορικά εφικτό.
Κι από την στιγμή που θα εγκριθεί ένα εμβόλιο για τον Covid-19 θα παρουσιαστεί ένα ακόμη σύνολο προκλήσεων. «Η ανάπτυξη ενός εμβολίου που αποδεδειγμένα είναι ασφαλές και αποτελεσματικό στον άνθρωπο είναι το ένα τρίτο από τα βήματα που χρειάζονται για ένα παγκόσμιο πρόγραμμα ανοσοποίησης» επισημαίνει ο παγκόσμιος ειδικός στον τομέα της υγείας, Τζόναθαν Κουίκ του Πανεπιστήμιου Duke της Βόρειας Καρολίνας. «Η βιολογία των ιών και η τεχνολογία εμβολίων θα μπορούσαν να είναι οι περιοριστικοί παράγοντες, αλλά η πολιτική και η οικονομία είναι πολύ πιο πιθανό να αποτελέσουν το εμπόδιο για την ανοσοποίηση» τονίζει.
Το στοίχημα είναι να διασφαλιστεί πως το εμβόλιο θα πάει σε όλους εκείνους που το έχον ανάγκη. Πρόκειται για πρόκληση ακόμη και εντός των χωρών, ενώ ορισμένοι έχουν επεξεργαστεί κατευθυντήριες γραμμές. Στο σενάριο πανδημίας γρίπης, για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο θα έδινε προτεραιότητα στους εργαζομένους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και της κοινωνικής πρόνοιας, μαζί με εκείνους που αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο ιατρικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εγκύων γυναικών, με γενικό στόχο να διατηρήσουν την ασθένεια και τη θνησιμότητα όσο το δυνατόν. Αλλά σε μια πανδημία, οι χώρες πρέπει επίσης να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για φάρμακα.
Επειδή οι πανδημίες τείνουν να πλήττουν σκληρότερα τις χώρες που έχουν τα πιο ευάλωτα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, υπάρχει μια εγγενής ανισορροπία μεταξύ της ανάγκης και της αγοραστικής δύναμης όσον αφορά τα εμβόλια. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας γρίπης H1N1 του 2009, για παράδειγμα, οι προμήθειες εμβολίων έρχονταν στα έθνη που θα μπορούσαν να αντέξουν απέναντι στη γρίπη, αφήνοντας πίσω τα φτωχότερα κράτη. Αλλά θα μπορούσατε επίσης να φανταστείτε ένα σενάριο όπου, για παράδειγμα, η Ινδία - ένας σημαντικός προμηθευτής εμβολίων στον αναπτυσσόμενο κόσμο - αποφασίζει (μάλλον δικαιολογημένα) να χρησιμοποιήσει την παραγωγή εμβολίων για να προστατέψει πρώτα τον πληθυσμό του 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, πριν εξαγάγει.
Εκτός από τις πανδημίες, ο ΠΟΥ φέρνει σε επαφή κυβερνήσεις, φιλανθρωπικά ιδρύματα και υπεύθυνους εμβολιασμού για να συμφωνήσουν σε μια δίκαιη στρατηγική παγκόσμιας διανομής και οργανώσεις όπως η Gavi, η συμμαχία εμβολίων, εισήγαγαν καινοτόμους μηχανισμούς χρηματοδότησης για την άντληση χρημάτων στις αγορές των φτωχότερων χωρών. Ωστόσο, κάθε πανδημία είναι διαφορετική και καμία χώρα δεν δεσμεύεται από καμία διάταξη που προτείνει η ΠΟΥ - αφήνοντας πολλά άγνωστα στοιχεία. Όπως ο Seth Berkley, Διευθύνων Σύμβουλος του Gavi, επισημαίνει: "Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί σε μια κατάσταση όπου θα έχετε εθνικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης;"
Η πανδημία, λέει ο Wilder-Smith, «πιθανότατα θα έχει κορυφωθεί και θα μειωθεί πριν γίνει διαθέσιμο ένα εμβόλιο».
Ένα εμβόλιο θα μπορούσε ακόμα να σώσει πολλές ζωές, ειδικά εάν ο ιός γίνει ενδημικός ή κυκλοφορεί αιώνια - όπως η γρίπη - και υπάρχουν περαιτέρω, ενδεχομένως εποχιακές, εστίες. Μέχρι τότε, η καλύτερη ελπίδα μας είναι να περιορίσουμε την ασθένεια όσο το δυνατόν περισσότερο εστιάζεται στη μονότονη, πλην σωτήρια συμβουλή: Μένουμε σπίτι και πλένουμε καλά τα χέρια μας.
Πηγή: Guardian