Είμαστε στην αρχή του τρίτου κύματος της πανδημίας στη χώρα μας. Μπορούν οι εμβολιασμοί που μέχρι στιγμής έχουν γίνει να ανακόψουν την αύξηση των κρουσμάτων;
Ουσιαστικά μιλάμε για μία κατάσταση που ξεκίνησε τον Νοέμβριο και είναι απότοκο των αλλοπρόσαλλων πολιτικών που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Άνοιξε τα σχολεία με την έναρξη του νέου έτους, προκαταλαμβάνοντας μάλιστα την Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων, παρά το γεγονός ότι αποδείχθηκε ότι το άνοιγμα των σχολείων και η κινητικότητα που αυτή επιφέρει αυξάνει τα κρούσματα κατά 10 έως 20%. Δεν προέβη σε μαζικά τεστ στην κοινότητα, σε μαθητές και εκπαιδευτικούς. Δεν υπάρχουν στοχευμένοι έλεγχοι στην ευρύτερη κοινότητα, όπως για παράδειγμα στους χώρους δουλειάς. Οι εμβολιασμοί αυτή τη στιγμή είναι πολύ λίγοι, ώστε να αποτελέσουν την παρούσα στιγμή ένα αποτελεσματικό τείχος προστασίας της κοινότητας. Ο μικρός ρυθμός εμβολιασμού αναγνωρίζεται από όλους και πέρα από το πρόβλημα, που εμφανίζεται διεθνώς, της επαρκούς προμήθειας εμβολίων, στη χώρα μας καταγράφεται επίσης και καθυστέρηση στην οργάνωση της διαδικασίας, με έλλειψη εμβολιαστικών κέντρων σε διάφορες περιοχές, με αποτέλεσμα ηλικιωμένοι να αναμένουν μήνες ή να χρειάζεται να διανύσουν αρκετά χιλιόμετρα, πολλές φορές και σε άλλες περιοχές από εκεί που διαμένουν, για να εμβολιαστούν.
Μπορεί η κοινωνική και οικονομική κρίση που επέβαλε η πανδημία να ανακοπεί; Είστε αισιόδοξος σε σχέση με την πορεία του 2021;
Ήδη διεθνείς οργανισμοί και αναλυτές αναφέρουν ότι η ύφεση βαθαίνει και υποβαθμίζουν τις εκτιμήσεις τους για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021. Το πρώτο τρίμηνο του 2021 θα είναι δυστυχώς άλλο ένα χαμένο τρίμηνο και σε αυτό έχει απόλυτη ευθύνη η κυβέρνηση. Οι εκτιμήσεις για ανάκαμψη μέσα στο 2021 της τάξης του 4% έχουν πέσει στο μισό και αν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση με τις καθυστερήσεις στο πρόγραμμα εμβολιασμού, η οικονομία θα υποφέρει περαιτέρω. Προφανώς η πανδημία έφερε μεγάλη οικονομική ζημιά παγκοσμίως, αλλά η κυβέρνηση θα μπορούσε, όπως της είχαμε προτείνει έγκαιρα, να πάρει μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης χωρίς να διαταράσσει τις δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας. Άλλωστε, η δημοσιονομική επέκταση τη δεδομένη στιγμή θα μείωνε την ύφεση και άρα τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Η κυβέρνηση τελικά επίλεξε αποσπασματικές λύσεις, όπως αυτό της επιστρεπτέας προκαταβολής, που δεν δίνει ουσιαστική λύση στις επιχειρήσεις, αφού άλλωστε τα ποσά θα τα επιστρέψουν σε δεύτερο χρόνο οι επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα χιλιάδες εργαζόμενοι μένουν μετέωροι, μη γνωρίζοντας αν θα έχουν δουλειά με το πέρας του μέτρου της απαγόρευσης απολύσεων.
Η κυβέρνηση προχωρά κανονικά στο νομοθετικό της έργο, με τη ψήφιση νομοσχεδίων σχεδόν κάθε εβδομάδα. Γιατί στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ασκείτε κριτική σε σχέση με αυτό; Θα έπρεπε να έχει σταματήσει το νομοθετικό έργο λόγω της πανδημίας;
Αν η κυβέρνηση ήταν περήφανη για το κοινοβουλευτικό της έργο, ή είχε ομαλό προγραμματισμό εισαγωγής προς ψήφιση διαφόρων νομοθετημάτων, δεν θα έφερνε νύχτα και σε άσχετο νομοσχέδιο η κ. Κεραμέως τη ρύθμιση που εξομοίωνε την τρίχρονη εκπαίδευση σε ιδιωτικά κολέγια με τη φοίτηση στα πολυτεχνεία. Προφανώς η κυβέρνηση έχει τη συνταγματική προστασία να ασκήσει το έργο της, όμως και εμείς έχουμε επίσης το συνταγματικό δικαίωμα να την κρίνουμε και να θέτουμε ερωτήματα, όπως για παράδειγμα, ποια ήταν η χρεία να έρθει τη δεδομένη στιγμή το νομοσχέδιο για την αστυνομία στα πανεπιστήμια; Υπάρχει η ανάγκη του επείγοντος; Τα πανεπιστήμια είναι κλειστά. Όμως, πέρα από το τι λέμε εμείς, η κυβέρνηση δεν γνώριζε ότι θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις; Η ακαδημαϊκή κοινότητα, οι πρυτανικές αρχές, ακόμη και οι συνδικαλιστικοί φορείς της αστυνομίας ήταν αντίθετοι στη ρύθμιση και ανέφεραν ότι το αρμόδιο υπουργείο Παιδείας ούτε καν διαβουλεύτηκε πριν το φέρει προς ψήφιση. Η κυβέρνηση προφανώς γνώριζε ότι θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις, γι’ αυτό και ήθελε να το περάσει σε καιρούς πανδημίας. Το εντυπωσιακό είναι ότι η κυβέρνηση γνωρίζοντας ότι το συγκεκριμένο νομοθέτημα θα έφερνε μαζικές αντιδράσεις, το έφερε προς ψήφιση και μετά κατηγορεί όσους αντιδρούν γιατί αντέδρασαν, ως η ίδια να είναι «αθώα του αίματος τούτου».
Πολλοί προοδευτικοί πολίτες επισημαίνουν ότι η αντιπολίτευση που ασκεί το κόμμα σας είναι αρκετά μετριοπαθής. Πώς βλέπετε την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, θα μπορούσε να είναι πιο μαχητική;
Εμείς δεν θα γίνουμε Νέα Δημοκρατία, που σε ό,τι και αν έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντίθετη. Βγαίναμε, με τις θυσίες του Ελληνικού λαού, από τα Μνημόνια, το αναγνώρισαν οι εταίροι μας, όμως κορυφαία στελέχη και νυν υπουργοί της Νέας Δημοκρατίας έλεγαν ότι η έξοδος είναι πλαστή. «Βάλαμε πλάτη» και νομίζω ορθώς πράξαμε, γιατί ο κόσμος βιώνει μία πρωτόγνωρη για τη γενιά μας κρίση. Με την τακτική μας νομίζω ότι καταφέραμε, απέναντι σε μία κυβέρνηση που απεχθάνεται οτιδήποτε το δημόσιο, να βάλουμε πρώτο ζήτημα στο δημόσιο διάλογο την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και την ενίσχυση των δημόσιων υποδομών. Προφανώς, μπορεί να εμφανίζονται και αδυναμίες στον αντιπολιτευτικό μας βηματισμό, οι οποίες να οφείλονται και σε αντικειμενικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε οργανωτική ανασυγκρότηση. Όμως εντέλει η κυβέρνηση θα κριθεί από τις επιδόσεις της στην ενίσχυση των δημόσιων υποδομών και στην προστασία επιχειρήσεων και εργαζόμενων, ζητήματα που με συνέπεια αναδεικνύονται από το σύνολο των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Δυστυχώς, τα δύσκολα για την οικονομία είναι μπροστά και η κυβέρνηση κάθε μέρα που περνά αποδεικνύεται ότι δεν έχει σχέδιο.
Το επόμενο χρονικό διάστημα θα εγκριθεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Τι πρέπει να περιμένουμε από αυτό; Θα είναι πρόγραμμα κοστολογημένο και συγκεκριμένο ή πρόγραμμα γενικών θέσεων και αξιών;
Θα είναι συγκερασμός και των δύο. Προφανώς θα υπάρχουν κοστολογημένα μέτρα, όπως η πρόταση για ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους που δημιουργήθηκε μέσα στην πανδημία, ή η μόνιμη μείωση της προκαταβολής φόρου στο 50% και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Από την άλλη, τα μέτρα που αναφέρονται σε ένα πρόγραμμα θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τον τρόπο που βλέπει ένας πολιτικός σχηματισμός το μέλλον της κοινωνίας. Δεν πρέπει να απουσιάζει η οραματική διάσταση, το αντίθετο. Για παράδειγμα, πώς απαντάμε ότι παρά την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, εντούτοις οι ανισότητες βαθαίνουν και η ευημερία μεγάλων κοινωνικών ομάδων εξασθενεί; Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στη μείωση της ανεργίας και στην αναβάθμιση του περιεχομένου των εργασιακών σχέσεων και σε ένα προοδευτικό, αναδιανεμητικό φορολογικό σύστημα.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21 Φεβρουαρίου 2021