Κρατώντας το νήμα των αναμνήσεων
Δεν ξέρω αν ο Πελέ υπήρξε ο κορυφαίος όλων των εποχών στο ποδόσφαιρο. Πολλές χιλιάδες άνθρωποι ξέρουν καλύτερα. Αλλά έτσι θέλω να αισθάνομαι. Σχεδόν εμμονικά! Κατά βάθος, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν γίνεται να συγκρίνεις διαφορετικές εποχές, διαφορετικές θέσεις, διαφορετικές καριέρες. Τον Γιασίν με τον Τζοφ και τον Μπεστ με τον Μέσι. Γι’ αυτό, στο τέλος καθένας βάζει στην εικόνα τις προσωπικές του αναμνήσεις και την διαμορφώνει όπως θέλει.
Ο Αντώνης Πεκλάρης, ένας γλυκύτατος άνθρωπος που κάποιοι ευτυχήσαμε να έχουμε διευθυντή σύνταξης στη «Θεσσαλονίκη», όταν κατά τα ξημερώματα πιάναμε κουβέντα για το ποδόσφαιρο, μας διαβεβαίωνε ότι ο Γκαρίντσα ήταν καλύτερος από τον Πελέ. Δύο φορές είχε δει τον «Μανέ», όλες κιόλες.
Σε ντοκιμαντέρ για τα Μουντιάλ του ’58 και του ’62 που τότε προβάλλονταν στους κινηματογράφους. Αλλά εκείνα τα δύο ντοκιμαντέρ ήταν τα πρώτα δικά του παράθυρα στον μεγάλο κόσμο του ποδοσφαίρου. Και τον είχαν τόσο εντυπωσιάσει οι ντρίμπλες του Γκαρίντσα, ώστε όλοι οι άλλοι του φαίνονταν μικρότεροι. Και ο Γιάννης Διακογιάννης που τα μάτια του είχαν δει περισσότερα από όλων μας, όταν η συζήτηση έφθανε σε τέτοιες συγκρίσεις, κλόνιζε διακριτικά τις βεβαιότητες υπενθυμίζοντας ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Ντι Στέφανο και τον Πούσκας.
Αν η ποδοσφαιρική Βραζιλία και ο Πελέ είναι τόσο δημοφιλείς στους εξηντάρηδες και πάνω, στην Ελλάδα, είναι επειδή το δικό μας παράθυρο στον κόσμο του ποδοσφαίρου άνοιξε το 1970. Ήταν το πρώτο Μουντιάλ που μεταδόθηκε από την ελληνική τηλεόραση. Ένα σπίτι είχε τηλεόραση και εκατό δεν είχαν.
Οι αγώνες μεταδίδονταν μετά τα μεσάνυχτα, λόγω της διαφοράς ώρας με το Μεξικό. Ο κόσμος ξενυχτούσε μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων που πουλούσαν ηλεκτρικά είδη. Όποιοι πήγαιναν νωρίς, έπιαναν τις πρώτες θέσεις. Οι υπόλοιποι, ό,τι μπορούσαν πάνω από ώμους. Στις συνοικίες ήμασταν πιο τυχεροί. Ο ένας που είχε τηλεόραση, την έθετε στη διάθεση της γειτονιάς. Ο δέκτης έβγαινε στο πεζοδρόμιο -καλοκαίρι ήταν- και οι υπόλοιποι στήναμε τις καρέκλες μας απέναντί του. Ακόμη και στον δρόμο. Και όλοι μαζί, σαν να είχαμε πάει παρέα στο γήπεδο, είδαμε την Βραζιλία του Τοστάο, του Ριβελίνο, του Ζαϊρζίνιο (που πολλά χρόνια αργότερα ήρθε προπονητής στην Καλαμάτα), του Ζέρσον και, κυρίως, του Πελέ.
Είχε κι άλλους κολοσσούς εκείνο το Μουντιάλ. Μύλερ, Φακέτι, Ριβέρα, Ματσόλα, Μπόμπι Μουρ, Μπανκς, Κουμπίλιας. Και συγκλονιστικά παιχνίδια όπως τον προημιτελικό Αγγλίας - Γερμανίας όπου το 2-0 έγινε 2-3 και τον ημιτελικό Γερμανίας - Ιταλίας που έληξε 3-4, με πέντε γκολ στην παράταση και με τον Μπεκεμπάουερ να παίζει με το χέρι σε αυτοσχέδιο νάρθηκα αφού δεν επιτρέπονταν αλλαγές.
Αλλά η Βραζιλία και ο Πελέ ήταν συγκλονιστικοί και σημάδεψαν την αντίληψή μας για το ποδόσφαιρο. Από τότε, δεν ξαναείδαμε τον «βασιλιά». Δεν ήρθε ποτέ στην Ευρώπη, τελείωσε την καριέρα του στις ΗΠΑ. Αλλά τίποτε δεν μπόρεσε να παραμερίσει εκείνες τις μαυρόασπρες εντυπώσεις, στα πολλά χρόνια που πέρασαν από τότε.
Είναι περίεργη η ανθρώπινη ψυχή! Πώς να εξηγήσουμε σε κάποιον μεγαλωμένο στο περιβάλλον του σύγχρονου ποδοσφαίρου τι σήμαινε για τους ΠΑΟΚτσήδες της γενιάς μας ο θάνατος του Σταύρου Σαράφη;
Καλύτερος ή όχι από τον Παπαδάκη, τον Τσίντογλου ή τον Κούδα, ο Σαράφης υπήρξε ένας από τους ήρωες της νιότης μας. Πενήντα χρόνια μετά, συζητάμε και θυμόμαστε γι’ αυτόν, σαν να ήταν χθες. Κοντεύουμε να το ξεχάσουμε αλλά οι φίλαθλοι χρειαζόμαστε το μύθο. Και επειδή στην εποχή του φαύλου στοιχήματος και των συμβολαίων σήμερα εδώ αύριο εκεί, δεν μπορούμε να βρούμε τον ζωογόνο μύθο, βυθιζόμαστε στις αναμνήσεις μας. Όσο χρειάζεται για να πιάσουμε το νήμα…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 08.01.2023