Ένα έργο που για πρώτη φορά ανεβαίνει από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος είναι «Η δολοφονία του Μαρά» του Γερμανοσουηδού συγγραφέα Πέτερ Βάις.
Πρόκειται για ένα αυστηρά πολιτικό θεατρικό κείμενο που γι αυτό τον λόγο είναι «σχεδόν πάντα επίκαιρο και σύγχρονο», όπως τονίζει στο makthes.gr ο ηθοποιός της παράστασης Ορέστης Παλιαδέλης.
Σε μια κοινωνία δε σαν τη σημερινή που μαστίζεται από την πανδημία, υποφέρει και θρηνεί νεκρούς, το συγκεκριμένο έργο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. «Δουλεύαμε το κείμενο από πέρυσι πριν φτάσουμε στη δεύτερη καραντίνα. Τότε μπορούσα να ερμηνεύσω και να καταλάβω έννοιες όπως ο θάνατος και η επανάσταση στην προ – κορονοϊού κατάσταση. Όταν όμως ξέσπασε όλο αυτό, το έργο απέκτησε για μένα μια ακόμη βάση ή σύνδεση με την πραγματικότητα. Ο εγκλεισμός, ο φόβος, έδωσε ξαφνικά σε όλο αυτό το κείμενο μια καινούρια διάσταση με αυτό που συμβαίνει γύρω μας κι εκεί ανακάλυψα ότι το έργο έχει μια τρομερή δυναμική γιατί μπορεί και μιλάει σε πολύ μεγάλο βαθμό για το παρόν», επισημαίνει ο ηθοποιός.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΛΙΑΔΕΛΗΣ
«Ο εμβολιασμός είναι μια προσωπική ευθύνη»
«Η δολοφονία του Μαρά» αποτελεί μια παράσταση «θεάτρου μέσα στο θέατρο» με τους ήρωες που εν έτη 1964 δημιούργησε ο συγγραφέας να δίνουν ως τρόφιμοι του ψυχιατρικού ασύλου του Charenton το 1808 με την καθοδήγηση το Μαρκησίου Ντε Σαντ μια παράσταση με θέμα τη δολοφονία ενός εκ των πρωταγωνιστών της Γαλλικής Επανάστασης, του αρχιεπαναστάτη Ζαν Πολ Μαρά, από τη Σαρλότα Κορντέ στις 13 Ιουλίου του 1973. Με τη Δολοφονία του Μαρά, ο Πέτερ Βάις στρέφεται στο πολιτικό θέατρο και βρίσκεται ένα βήμα πριν το πέρασμα στη συγγραφή των καθαρά στρατευμένων έργων. Η παράσταση του Πήτερ Μπρουκ στη δεκαετία του ’60 θεωρήθηκε από τις μεγαλύτερες καινοτομίες στο θεατρικό γίγνεσθαι. Ωστόσο, το κείμενο αυτό θέτει ανοιχτά τον προβληματισμό της επανάστασης ως δίλημμα μεταξύ κοινωνικής και ατομικής ελευθερίας. Ταυτόχρονα, εισάγει ερωτήματα που προκύπτουν πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ της πάλης για ελευθερία και τον ρόλο της βίας στην κατάκτηση (ή στη διατήρηση) θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Κατά τον Ορέστη Παλιαδέλη η ματιά που ρίχνει τώρα σε αυτό ο σκηνοθέτης Κοραής Δαμάτης είναι καθαρά ανθρωπιστική. «Το επίκεντρό του είναι η ελευθερία του ανθρώπου, που είναι αντιμέτωπος με συλλογικά φαντασιακά η ατομικές ανάγκες και πώς αυτά τα δύο μπορούν να δημιουργήσουν έναν κόσμο καλύτερο», τονίζει.
Στην εποχή μας με το υψηλό ιικό φορτίο και τα πολλά κρούσματα πώς αυτό μπορεί να συμβεί; «Κάθε άνθρωπος έχει μια ευθύνη για το πώς τοποθετεί τον εαυτό του στον κόσμο αυτό και στην κοινωνία που ζούμε. Στον covid πιστεύω ότι η τήρηση των μέτρων, ο εμβολιασμός είναι μια προσωπική ευθύνη που θα έπρεπε θεωρητικά κάθε πολίτης να αναλάβει. Αντίστοιχα και για το πώς μπορούμε να χτίσουμε μια κοινωνία πιο ανοιχτή ώστε να τους χωράει όλους, πιο ελεύθερη πιο συμπονετική, πιο συναισθηματική και όχι τόσο κυνική», επισημαίνει.
Ένας έγκλειστος που πάσχει από ερωτομανία – σεξομανία
Ο ίδιος υποδύεται στην παράσταση τον Ντυπερρέ, έναν αριστοκράτη της περιόδου της γαλλικής επανάστασης που δεν συμμεριζόταν τις απόψεις του Μαρά. «Ο αληθινός ρόλος όμως είναι ένας έγκλειστος στο ίδρυμα Σαραντόν που πάσχει από ερωτομανία – σεξομανία και ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ του αναθέτει να παίξει αυτόν τον ήρωα», υπογραμμίζει ο ηθοποιός. Άλλωστε, είναι γνωστό πως ο Ντε Σαντ στη διάρκεια του δωδεκάχρονου εγκλεισμού του στο συγκεκριμένο ίδρυμα, αξιοποίησε πολύ το θέατρο ανεβάζοντας παραστάσεις. «Άρα αναγνωρίζω ότι αυτό από μόνο του δείχνει πως πίστευε ότι το θέατρο είναι ένα πολύ καλό εργαλείο για να μεταφερθούν σκέψεις, νοήματα, απόψεις. Μάλιστα κάποια στιγμή του απαγόρευσαν κιόλας να γράφει και να ανεβάζει αυτά τα θεατρικά έργα, άρα ήταν σαν να κατανοούσαν ότι το θέατρο ήταν και ένα επικίνδυνο είδος για την εξουσία», μας πληροφορεί ο Ορέστης Παλιαδέλης.
Γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης, πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, γιος του Ιδρυτή της «Βιβλιοθήκης» Γιώργου Παλιαδέλη και της ομότιμης καθηγήτριας Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Χρυσούλας Παλιαδέλη, ο Ορέστης Παλιαδέλης ασχολήθηκε με το θέατρο μετά τα 25 χρόνια του. Οι οικογενειακές πολιτιστικές καταβολές του συνέβαλαν πολύ στο να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. «Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που είχε πολλά βιβλία. Ο πατέρας μου ενδιαφερόταν πολύ για τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική. Πηγαίναμε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, σε παραστάσεις και με βοήθησε πάρα πολύ στο να αποκτήσω μια πιο καλλιτεχνική ματιά για τα πράγματα, να έχω δηλαδή μια σφαιρική εικόνα για το τι γίνεται στα καλλιτεχνικά συμβαίνοντα».
Η οικογένεια τον ενθάρρυνε πολύ, χωρίς ωστόσο να του υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει. «Σαν κλασική ελληνική οικογένεια ήθελαν το παιδί να πάρει ένα πτυχίο από μια γενικώς καλή σχολή, αλλά όταν έβλεπαν ότι με το θέατρο έχω ένα μεράκι περισσότερο, ποτέ δεν μου είπαν μην το κάνεις. Αντίθετα ήταν πολύ υποστηρικτικοί και ήταν από τους πρώτους θεατές στις πρώτες μου παραστάσεις», υπογραμμίζει.
Τέλος, συμπληρώνει πως για έναν ηθοποιό η λογοτεχνία και ευρύτερα το διάβασμα είναι απαραίτητα προκειμένου να εξελίξει την τέχνη του. «Το διάβασμα βοηθάει γιατί δημιουργεί εικόνες που επιτρέπουν στη φαντασία του να λειτουργήσει ενεργητικά και να εντάξει ό,τι έχει διαβάσει ίσως και σε έναν ρόλο, σε μια περφόρμανς, να το χρησιμοποιήσει, να αποτελέσει υλικό δηλαδή της τέχνης του», καταλήγει.
Η πρεμιέρα θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 19 Νοεμβρίου στις 9μμ στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών