Του Άρεφ Αλομπέιντ
Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, ειδικού σε θέματα Μέσης Ανατολής
Το Κυπριακό θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά και εύφλεκτα ζητήματα της Μέσης Ανατολής και μάλιστα αποτελεί «κλειδί» για την ασφάλεια και την ειρήνη στην εν λόγω περιοχή.
Από το 1974 το νησί αιμορραγεί και ο ρυθμός αύξησης του μίσους μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ήταν πιο γρήγορος και σκληρός από το ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, η ανακάλυψη του φυσικού αερίου σε μεγάλες ποσότητες στη θάλασσα της Κύπρου άλλαξε τα γεωπολιτικά δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο και η θέση της Κύπρου αναβαθμίστηκε γεωπολιτικά.
Έτσι, η Δημοκρατία της Κύπρου υιοθέτησε τη στρατηγική της «κατανομής της διαδικασίας εξόρυξης του πλούτου σε πολλές χώρες», για να αντιμετωπίσει, πρώτον, την οικονομική κρίση που ακόμη επηρεάζει, ίσως όχι σε μεγάλο βαθμό, τη χώρα, και δεύτερον, την ηγεμονία της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης στο κυπριακό.
Σχετικά με τον πρώτο στόχο είναι σίγουρη η οικονομική ανάπτυξη μετά την αξιοποίηση των νέων φυσικών πόρων. Ενώ για την επίτευξη του δεύτερου στόχου οι κυπριακές κυβερνήσεις μοίρασαν τα συμβόλαια εξόρυξης του φυσικού αερίου σε διάφορες χώρες δηλαδή σε κάθε οικόπεδο υπάρχει μία διαφορετική μεγάλη δύναμη, με κύριο στόχο αυτής της στρατηγικής να αντισταθούν αυτές οι μεγάλες δυνάμεις σε κάθε μορφή τουρκικής προκλητικότητας όσον αφορά την αξιοποίηση όλου του φυσικού πόρου από την κυβέρνηση της Λευκωσίας.
Επομένως, ήταν αναμενόμενη η σημερινή στάση της Τουρκίας να προχωρήσει σε εξορύξεις στην οικονομική αποκλειστική ζώνη της Κύπρου, αλλά δεν ήταν αναμενόμενη η αδράνεια και άπρακτη στάση των μεγάλων δυνάμεων απέναντι στην Άγκυρα και η αποχώρηση του πλοίου της Ιταλίας από το κυπριακό οικόπεδο αποτελεί μία ένδειξη της αδράνειας αυτής.
Προφανώς οι χώρες αυτές δεν θέλουν να ρισκάρουν τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις τους με την Τουρκία. Για παράδειγμα, παρά τις «κρίσεις» των S 400 και F 35, οι ΗΠΑ και η Τουρκία έχουν φιλόδοξο πρόγραμμα, με το οποίο ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών αναμένεται να προσεγγίσει τα 70 δισ. δολάρια ετησίως, νούμερα δύσκολα να τα πλησιάσει η αγορά της Κύπρου και της Ελλάδας μαζί. Συνεπώς, πάντοτε ο οικονομικός παράγοντας παίζει κύριο ρόλο στις διεθνείς σχέσεις αλλά και στην πορεία του Κυπριακού.
Επιπλέον, η μη ευόδωση δύο προσπαθειών για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος, Κραν Μοντάνα το 2017 και σχέδιο Ανάν το 2004, το οποίο χάρισε στην Τουρκία «επικοινωνιακή νίκη», γιατί οι Ελληνοκύπριοι δεν είχαν αντιπρόταση ή σχέδιο Β ως απάντηση στην απόρριψή του σχεδίου Ανάν, το οποίο για παράδειγμα θα μπορούσε να τεθεί σε δημοψήφισμα από τους Τουρκοκύπριους και να απορριφθεί από τη μεριά τους.
Επίσης, είναι θέμα μείζονος σημασίας για το μέλλον του κυπριακού η εκτίμηση της κατάστασης για το αν πράγματι η τουρκική κυβέρνηση υπερασπίζεται τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων ή τους εκμεταλλεύεται, γεγονός το οποίο δεν προβλήθηκε όπως θα έπρεπε από την ελληνική και την κυπριακή πλευρά.
Η εκμετάλλευση από την Άγκυρα των φυσικών πόρων της Κύπρου θα παρείχε στην Τουρκία επιπλέον δυνατότητα γρήγορης επανάκαμψης της εθνικής της οικονομίας ακόμα και αν η εξέλιξη αυτή είναι σε βάρος των Τουρκοκυπρίων.
Η επανάληψη του επιτυχούς σχεδίου προσάρτησης της Αλεξανδρέττας γίνεται ολοένα και περισσότερο μία ορατή πραγματικότητα. Έτσι, στην περίπτωση της Κύπρου η διχοτόμηση του νησιού είναι πιο κοντά από ποτέ.
Πιθανόν η κυπριακή ηγεσία έκανε άθελά της αυτό που ήθελε η Άγκυρα και το τουρκικό σχέδιο εφαρμόζεται κατά γράμμα, παρά την αλλαγή στο τιμόνι της εξουσίας από το 2002 στη γειτονική μας χώρα. Η κήρυξη κράτους και μετά η αναγνώριση της μη βιωσιμότητας αυτού του κράτους, προκειμένου να προσαρτηθεί-ενωθεί με την Τουρκία, είναι τα τελευταία βήματα του τέλους του κυπριακού ζητήματος.
Η αδυναμία του νέου άξονα Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου στην Ανατολική Μεσόγειο είναι εμφανής και μέχρι στιγμής περιορίζεται στον επικοινωνιακό τομέα. Η Ελλάδα και η Κύπρος ακόμη υποφέρουν από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, γεγονός που επηρέασε τις αμυντικές τους δαπάνες, η Αίγυπτος προσέφυγε στο Διεθνές Ταμείο αναζητώντας δάνεια για την εθνική της οικονομία, ενώ η αστάθεια στον πολιτικό τομέα σε συνδυασμό με το ζήτημα της τρομοκρατίας επιδεινώνουν την κατάσταση αυτής της αφροαραβικής χώρας.
Το Ισραήλ από τη μεριά του ακόμη υποδηλώνει την επιθυμία του για την αναθέρμανση της σχέσης του με την Άγκυρα σε πολιτικό επίπεδο και ο αναβαθμισμένος όγκος των οικονομικών - εμπορικών συναλλαγών του με την Τουρκία είναι μια ένδειξη αυτής της επιθυμίας. Επίσης, η ιδιότητα της Τουρκίας ως χώρας μέλους του ΝΑΤΟ δυσκολεύει τις προσδοκίες των στοχαστών αυτού του άξονα
Το διπλωματικό χαρτί για την ένταξη ή μη της Τουρκίας στην Ε.Ε. έχει χάσει την αξία του και με αυτό χάθηκε και η εμπιστοσύνη μεταξύ Τούρκων και Ευρωπαίων, γιατί σήμερα πάνω από τα δυο τρίτα των Τούρκων δεν επιθυμούν αυτήν την ένταξη καθώς και η τουρκική ηγεσία γνωρίζει τις αρνητικές προθέσεις των χωρών της Ε.Ε. όσον αφορά την ένταξη της χώρας τους.
Ο τούρκος καθηγητής Hassan Onal στην επιστολή του, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Aydinlik Gazetesi όπως ανάφερε το RT (αραβική έκδοση), προτείνει μια μορφή ανταλλαγής (παζάρι) με την οποία η τουρκική κυβέρνηση να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ρωσίας επί της Κριμαίας, ενώ η Μόσχα να αναγνωρίσει το βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Αυτό το νέο φλερτ μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας θα μπορούσε να κλονίσει όλα τα δεδομένα στο κυπριακό ζήτημα και να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά τις προθέσεις της τουρκικής κυβέρνησης για την προσάρτηση του βορείου τμήματος ως τελικής λύσης.
Το γεγονός αυτό σημαίνει, για πρώτη φορά, ταύτιση των θέσεων μεταξύ κεμαλιστών και ερντογανιστών όσον αφορά την προσάρτηση και εδώ σημειώνεται η αδυναμία των Ελληνοκυπρίων.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 αποτελεί κομβικό σημείο στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Τούρκοι αξιωματούχοι ισχυρίζονται έμμεσα την εμπλοκή πολλών δυτικών χωρών στην προσπάθεια ανατροπής της εκλεγμένης κυβέρνησης του Ερντογάν, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ Δύσης και Τουρκίας. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η Άγκυρα (πληγωμένη από τους συμμάχους) δεν μπλοφάρει στις κινήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο και το χάσμα αυτό δεν θα έπρεπε να το πληρώσουν οι Ελληνοκύπριοι, αλλά να αξιοποιηθεί περισσότερο από ποτέ για την προσέγγιση των δυο αντιμαχόμενων πλευρών της Κύπρου.
Η σημερινή δυσμενής οικονομική κατάσταση και η ανάγκη της Τουρκίας για συμμάχους θα έπρεπε εξίσου να αξιοποιηθούν για την εύρεση δίκαιης λύσης του κυπριακού και όχι να ταυτιστούν οι Ελληνοκύπριοι με τις θέσεις των Δυτικών, που ιστορικά έδιναν το πράσινο φως στους κεμαλιστές να εισβάλουν στην Κύπρο το 1974.
Εν κατακλείδι, αν και ο χρόνος είναι λίγος, η ενότητα του νησιού και όχι το φυσικό αέριο πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας και της Δημοκρατίας της Κύπρου. Επιπρόσθετα, οι πιθανές κυρώσεις κατά της Τουρκίας εκ μέρους της Ε.Ε. με ελληνοκυπριακή πρωτοβουλία θα μπορούσε να ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου.
Γιατί θα επηρεάζονται άλλα θέματα εξίσου σημαντικά όχι μόνο για την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και για την ίδια την Ε.Ε., όπως το προσφυγικό, η ασφάλεια και η τρομοκρατία.
Το επικοινωνιακό κομμάτι και ο πόλεμος των δηλώσεων επιδεινώνουν την πολιτική κατάσταση του κυπριακού. Ωστόσο, μονόδρομος για την εύρεση δίκαιης, ασφαλούς και μόνιμης λύσης σε όλες τις εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου από τη μια και Τουρκίας από την άλλη είναι το διεθνές δικαστήριο και το διεθνές δίκαιο.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14 Ιουλίου 2019