Για μία "απαράδεκτη μεθόδευση της διοίκησης του δήμου σε συνεργασία με τη κυβέρνηση και το υπουργείο Εσωτερικών", κάνει λόγο η δημοτική παράταξη "Λαϊκή Συσπείρωση" με επιστολή της προς τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνο Ζέρβα, με αφορμή το αποκλειστικό ρεπορτάζ της "ΜτΚ" και του makthes.gr περί αγοράς 50 μεταχειρισμένων λεωφορείων από τον δήμο Θεσσαλονίκης και την επικείμενη παραχώρησή τους στον ΟΑΣΘ.
Η "Λαϊκή Συσπείρωση" τονίζει πως η δημοτική αρχή υποχρεούται να τοποθετηθεί επισήμως επί των δημοσιευμάτων και να φέρει το θέμα προς συζήτηση στην επόμενη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου. "Είναι αδιανόητο το δημοτικό συμβούλιο να ενημερώνεται για τόσο κρίσιμες αποφάσεις από τα Μέσα Ενημέρωσης. Οι οποίες θεωρούνται «τετελεσμένα» με βάση την απαράδεκτη νομοθεσία όπου οι σημαντικότερες αποφάσεις λαμβάνονται όχι απο το αντιπροσωπευτικό δημοτικό συμβούλιο αλλά από ΜΗ αντιπροσωπευτικές επιτροπές (βλ. οικονομική) όπου τον απόλυτο έλεγχο έχει η παράταξη του δημάρχου ακόμα και όταν είναι μειοψηφία", καταγγέλλεται στην επιστολή.
Ειδικότερα η δημοτική παράταξη παρατηρεί πως "αν ισχύουν τα δημοσιεύματα φαίνεται ότι οι αλλαγές σε ότι αφορά στις συμβάσεις προμηθειών των δήμων και τη χρήση των ανταποδοτικών εσόδων τους που νομοθετήθηκαν με την από 2.5.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου είναι φωτογραφικές διατάξεις που απεικονίζουν τη παραπάνω πρόθεση του δήμου", εκτιμά η "Λαϊκή Συσπείρωση".
Ακολούθως επισημαίνει πως "η ευθύνη των αστικών συγκοινωνιών είναι (και πρέπει να μείνει) του κράτους και όχι των δήμων ή των ιδιωτών επιχειρηματιών. Αυτό έχει και την ευθύνη για τη χρηματοδότηση τους, την αγορά - συντήρηση επαρκούς και αξιόπιστου στόλου λεωφορείων", όπως επίσης "η πρόθεση του δήμου να αγοράσει και να χαρίσει στον ΟΑΣΘ 50 λεωφορεία δεν πρόκειται ούτε στο ελάχιστο να καλύψει αυτές τις ανάγκες καθώς 50 ή περισσότερα λεωφορεία πρόκειται να αποσυρθούν το επόμενο διάστημα λόγω παλαιότητας".
Πέραν αυτών, "η πρόθεση της διοίκησης του δήμου θα μειώσει τα αποθεματικά των ανταποδοτικών εσόδων κατά 1 εκατ. ευρώ περίπου", παρατηρεί η "Λαϊκή Συσπείρωση" και θέτει ερωτήματα: "Δεν υπάρχουν ή δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες ανάγκες των δημοτών που δεν θα καλυφθούν μετά την παραπάνω επιχειρηματική κίνηση? Τι θα κάνει τότε ο δήμος? Θα αυξήσει τα δημοτικά ανταποδοτικά τέλη?".
Μεταξύ άλλων η "Λαϊκή Συσπείρωση" καλεί τη διοίκηση του Κ. Ζέρβα να αξιοποιήσει τα αποθεματικά του δήμου διαθέτοντας "δωρεάν μάσκες στους δημότες (πρώτ’ απ’ όλα στους επιβάτες των αστικών λεωφορείων μια και ενδιαφέρεστε για την υγεία αυτών)", καθώς επίσης "να πάρει άμεσα μέτρα για τη διασφάλιση της υγείας των δημοτών και των εργαζόμενων του δήμου (όποιυ υπάρχουν μεγάλα κενά) τώρα που απελευθερώνεται σταδιακά η κοινωνική λειτουργία".
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή της Λαϊκής Συσπείρωσης:
Με αφορμή την, σύμφωνα με δημοσιεύματα, επικείμενη αγορά λεωφορείων από το Δήμο Θεσσαλονίκης, οι δημοτικοί σύμβουλοι Θεσσαλονίκης ζητούν με επιστολή τους προς το Δήμαρχο και τον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου τη συζήτηση του θέματος στο δημοτικό συμβούλιο . Η επιστολή έχει στο σύνολο της ως εξής:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
κ. Δήμαρχε,
Από δημοσιεύματα και δηλώσεις συνεργατών σας, που δεν διαψεύστηκαν μέχρι τώρα, πληροφορηθήκαμε για τη πρόθεση της διοίκησης να προβεί, με δαπάνη του δήμου, στην αγορά μεταχειρισμένων λεωφορείων από τη Γερμανία για να τα παραχωρήσει στον ΟΑΣΘ.
Κατ’ αρχήν θεωρούμε ότι έχετε υποχρέωση ΑΜΕΣΑ να διευκρινίσετε αν τα δημοσιεύματα ανταποκρίνονται ή όχι στη πραγματικότητα.
Αν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα θεωρούμε ότι πρόκειται για μια απαράδεκτη μεθόδευση της διοίκησης του δήμου σε συνεργασία με τη κυβέρνηση και το Υπουργείο Εσωτερικών.
Μεθόδευση η οποία εκμεταλλεύεται
- την απόλυτα δίκαιη αγανάκτηση του κόσμου για τη τραγική κατάσταση του ΟΑΣΘ για την οποία ευθύνονται ΟΛΕΣ ανεξαιρέτως οι προηγούμενες και η σημερινή κυβέρνηση.
- τη δικαιολογημένη ανησυχία του για τις καταστάσεις απίστευτου συνωστισμού μέσα στο λιγοστά λεωφορεία που γίνονται επικίνδυνες για την υγεία του σε συνθήκες πανδημίας.
Η κυβέρνηση έχει, «κατά κόρον» και με άθλιο τρόπο, εκμεταλλευτεί αυτή τη κατάσταση για να νομοθετήσει τις πάγιες απαιτήσεις της μεγάλης εργοδοσίας και του ΣΕΒ, να εξαπολύσει ένα νέο «τσουνάμι» αντεργατικών μέτρων που ήρθαν για να μείνουν και μετά την υγειονομική κρίση, να δώσει νέα πεδία δράσης για τις μεγάλες επιχειρήσεις (Ελληνικές και ξένες) με νέα προκλητικά προνόμια.
Ποιος ο λόγος να προσχωρήσει σε τέτοιου είδους μεθοδεύσεις και ο δήμος Θεσσαλονίκης κρατώντας, μάλιστα, τη πρόθεση του για την αγορά των λεωφορείων σαν «επτασφράγιστο μυστικό» όπως αναφέρουν τα δημοσιεύματα.
Αν ισχύουν τα δημοσιεύματα φαίνεται ότι οι αλλαγές σε ότι αφορά στις συμβάσεις προμηθειών των δήμων και τη χρήση των ανταποδοτικών εσόδων τους που νομοθετήθηκαν με την από 2.5.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου είναι φωτογραφικές διατάξεις που απεικονίζουν τη παραπάνω πρόθεση του δήμου.
Η επίκληση των έκτακτων περιστάσεων της πανδημίας θα ήταν κοροϊδία καθώς πολύ καιρό πριν από αυτήν η διοίκηση του δήμου είχε δηλώσει τη πρόθεση της για τέτοιου είδους «επιχειρηματική» εμπλοκή της στην υπόθεση του ΟΑΣΘ. Την συζητήσατε δε, όπως δηλώσατε, στις 23.1.2020 με τον Γερμανό Υπουργό Νόρμπερτ Μπάρτλε, εντεταλμένο της Μέρκελ, τον διάδοχο του διαβόητου Φούχτελ της εξίσου διαβόητης «Ελληνογερμανικής Συνέλευσης», το επιχειρηματικό εργαλείο προώθησης Γερμανικών και Ελληνικών ιδιωτικών συμφερόντων στα «χωράφια» των δήμων προς όφελος βέβαια των συμφερόντων και ζημία των δημοτών. Συζητήσατε δε μαζί του και άλλες επιχειρηματικές δράσεις του δήμου όπως τη παράδοση της ανακύκλωσης (που τόσο ενδιαφέρει τα Γερμανικά κεφάλαια αλλά και άλλης προέλευσης, εγχώριας ή ξένης), της καθαριότητας, τη παραγωγή ενέργειας κ.λ.π.
Αν ισχύουν τα δημοσιεύματα είναι αδιανόητο το δημοτικό συμβούλιο να ενημερώνεται για τόσο κρίσιμες αποφάσεις από τα Μέσα Ενημέρωσης. Οι οποίες θεωρούνται «τετελεσμένα» με βάση την απαράδεκτη νομοθεσία όπου οι σημαντικότερες αποφάσεις λαμβάνονται όχι απο το αντιπροσωπευτικό δημοτικό συμβούλιο αλλά από ΜΗ αντιπροσωπευτικές επιτροπές (βλ. οικονομική) όπου τον απόλυτο έλεγχο έχει η παράταξη του δημάρχου ακόμα και όταν είναι μειοψηφία. Θεωρούμε υποχρέωση της διοίκησης να συζητά τέτοια σημαντικά θέματα στο δημοτικό συμβούλιο, πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συμφωνία, ιδιαίτερα όταν αφορά ένα τόσο βασανιστικό πρόβλημα της πόλης και σημαντική δαπάνη από τον δημοτικό προϋπολογισμό. Η εκ των υστέρων, τυπική έγκριση από το δημοτικό συμβούλιο δεν έχει καμιά ουσία.
Αν ισχύουν τα δημοσιεύματα η επίκληση του «επείγοντος» είναι ψευδής και προσχηματική. Τα περιοριστικά μέτρα ήδη χαλαρώνουν και είναι πολύ πιθανό (εκτός αν υπάρχει άλλος σχεδιασμός) να μπορέσει το δημοτικό συμβούλιο να συνεδριάσει κανονικά το επόμενο διάστημα και να συζητήσει το θέμα. Άλλωστε ακόμα και τώρα να ληφθεί μια τέτοια απόφαση η υλοποίηση της (παράδοση λεωφορείων) θα γίνει μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Οπότε ούτε από την άποψη της «ελάφρυνσης» του ΟΑΣΘ, μέσα σε συνθήκες κρίσης, δικαιολογείται μια τέτοια «βιασύνη». Σας θυμίζουμε ότι μια ανάλογη πρακτική της διοίκησης Μπουτάρη (υπογραφή σύμβασης για τη πεζοδρόμηση της Αγ. Σοφίας λίγες μέρες πριν τη λήξη της θητείας της) την είχατε (ορθώς) καταγγείλει.
Βεβαίως η ουσιαστική κοροϊδία είναι ότι μεθοδεύεται μια τέτοια ενέργεια «πατώντας» πάνω στη δικαιολογημένη αγανάκτηση του κόσμου ενώ (στη καλύτερη των περιπτώσεων) μόνο αβέβαιη, μικρή, πρόσκαιρη βελτίωση της κατάστασης μπορεί να προκύψει. Η ουσία είναι ότι θα ανοίξει ο δρόμος για την εισβολή επιχειρηματικών κερδοσκοπικών συμφερόντων στις αστικές συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης, σε βάρος των συμφερόντων του λαού της πόλης, με όχημα και δαπάνη του δήμου.
Η ευθύνη των αστικών συγκοινωνιών είναι (και πρέπει να μείνει) του κράτους και όχι των δήμων ή των ιδιωτών επιχειρηματιών. Αυτό έχει και την ευθύνη για τη χρηματοδότηση τους, την αγορά - συντήρηση επαρκούς και αξιόπιστου στόλου λεωφορείων. Ο δήμος και τα ανταποδοτικά έσοδα του που «τρέφονται» από τη βαριά τοπική φορολογία των δημοτών (δημοτικά τέλη, δικαιώματα, «βροχή» προστίμων κ.λ.π.) δεν έχουν καμιά δουλειά στις αστικές συγκοινωνίες και τον ΟΑΣΘ. Εκτός κι αν ο δήμος Θεσσαλονίκης θέλει να χρηματοδοτήσει το κράτος για να το ευχαριστήσει για την περικοπή κατά 70%, εδώ και χρόνια, της κρατικής επιδότησης στους δήμους. Πρόκειται για δισεκατομμύρια από τη λαϊκή (κεντρική) φορολογία που έπρεπε να επιστρέφονται στους δήμους για τις λαϊκές ανάγκες αλλά παρακρατούνται και δίνονται σαν επιδότηση στις μεγάλες επιχειρήσεις. Η κοροϊδία και η μεθόδευση φαίνεται πιο καθαρά από το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα διαθέσει 18 εκ. ευρώ για τη μίσθωση λεωφορείων για τον ΟΑΣΘ. Ακόμα και αν διαφωνούμε αναρωτιόμαστε πόσο μεγάλη διαφορά θα ήταν να αυξήσει το ποσό αυτό κατά το 1 εκ. ευρώ (που όπως δημοσιεύτηκε θα είναι η δαπάνη του δήμου) όταν χαρίζει δισεκατομμύρια στους επιχειρηματικούς ομίλους?
Ποια είναι η πραγματική «συμβολή» αυτής της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας του δήμου όταν : ο ΟΑΣΘ πρέπει να κινεί 500 λεωφορεία καθημερινά. Σε συνθήκες δε πανδημίας και αποφυγής του συνωστισμού θα έπρεπε να κινεί περισσότερα λεωφορεία. Όμως η πρόθεση του δήμου να αγοράσει και να χαρίσει στον ΟΑΣΘ 50 λεωφορεία δεν πρόκειται ούτε στο ελάχιστο να καλύψει αυτές τις ανάγκες καθώς 50 ή περισσότερα λεωφορεία πρόκειται να αποσυρθούν το επόμενο διάστημα λόγω παλαιότητας. Με λίγα λόγια χωρίς άμεση, αποφασιστική κρατική παρέμβαση και χρηματοδότηση τίποτα και κανείς άλλος (ούτε ο δήμος) δεν μπορεί να λύσει ή να «χαλαρώσει» το πρόβλημα. Θα απομείνει μόνο το εμπόριο επικοινωνιακών εντυπώσεων.
Δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι πρόκειται για ένα ακόμα επικοινωνιακό τρυκ που θα εμφανίσει τη διοίκηση του δήμου ως «κοινωνικά ευαίσθητη και αποτελεσματική». Γιατί ούτε για λύση πρόκειται αλλά αντίθετα για άνοιγμα του δρόμου για χειροτέρευση μακροπρόθεσμα γιατί : εμπλοκή ιδιωτών απευθείας ή μέσω των δήμων στις αστικές συγκοινωνίες σημαίνει ακόμα χειρότερη και ακριβότερη συγκοινωνία. Αυτό δείχνει η πείρα από ανάλογες περιπτώσεις σε άλλες χώρες (Βρετανία, Γαλλία κ.λ.π). Βέβαια αυτή η πείρα πετιέται στο «καλάθι των αχρήστων» από τη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και τη προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ που νομοθέτησε την είσοδο των ιδιωτών στις αστικές συγκοινωνίες (σε εφαρμογή αντίστοιχης οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και προσπάθησε (αποτυχημένα) να τη συγκαλύψει με μια δήθεν «κρατικοποίηση» που λειτούργησε σαν ξεκαθάρισμα του τοπίου για είσοδο επενδυτών. Επιμένει δε ακόμα και σήμερα (ως δήθεν «αντιπολίτευση») στην εμπλοκή των δήμων στις αστικές συγκοινωνίες ως όχημα ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων. Άλλωστε και οι δυο κυβερνήσεις έχουν ήδη παραδώσει κομμάτια του ΟΑΣΘ σε ιδιώτες (βλ. λεωφορειακές γραμμές στα ΚΤΕΛ).
Πρέπει να απαντήσει η διοίκηση του δήμου να απαντήσει σε ερωτήματα που προκύπτουν από μια τέτοια μεθόδευση. Όπως :
Τι θα απογίνει αυτή δωρεά του δήμου (από τη βαριά φορολογία των δημοτών) στον ΟΑΣΘ και τελικά στο κράτος αν ο ΟΑΣΘ περάσει σε ιδιωτικά συμφέροντα? Δημοτική προίκα στον ιδιώτη από τα λεφτά των φορολογούμενων δημοτών?
Γιατί δεν πιέζει ο δήμος τις κυβερνήσεις να διαθέσουν κονδύλια για την αγορά λεωφορείων αλλά αντίθετα ετοιμάζει τη προμήθεια μεταχειρισμένων (10ετίας) λεωφορείων (όποια θεωρούνται πεπαλαιωμένα στη Λειψία) και τα οποία σε λίγο καιρό θα θεωρούνται πεπαλαιωμένα και στην Ελλάδα, λόγω εξέλιξης της τεχνολογίας και της συχνής αλλαγής των σχετικών προδιαγραφών από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης? (Οι πάντες γνωρίζουν ότι η νομοθέτηση των 23 ετών ζωής των αστικών λεωφορείων, έγινε μόνο για να μην υποβληθούν σε δαπάνη ανανέωσης του στόλου το κράτος και οι συγκοινωνιακοί φορείς. Η ασφάλεια των επιβατών παραμένει στο περιθώριο όπως αποδεικνύει και η τραγική κατάσταση του ΟΑΣΘ).
Η πρόθεση της διοίκησης του δήμου θα μειώσει τα αποθεματικά των ανταποδοτικών εσόδων κατά 1 εκατ. ευρώ περίπου. Δεν υπάρχουν ή δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες ανάγκες των δημοτών που δεν θα καλυφθούν μετά την παραπάνω επιχειρηματική κίνηση? Τι θα κάνει τότε ο δήμος? Θα αυξήσει τα δημοτικά ανταποδοτικά τέλη?
Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια προδιαγραφόμενη επιχειρηματική συμφωνία του δήμου δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς και επικοινωνιακά τρυκ αλλά για λαϊκή αντίδραση στο σκηνικό που στήνεται στη βάση της δικαιολογημένης αγανάκτησης και της ανησυχίας του κόσμου για τη κατάσταση του ΟΑΣΘ, ιδιαίτερα σε συνθήκες κινδύνων για την υγεία λόγω συνωστισμού.
Ο δήμος αντί να ασχολείται με επιχειρηματικές συμφωνίες καλό θα ήταν να ασκήσει πίεση στη κυβέρνηση για τη διάθεση κρατικών κονδυλίων για την άμεση προμήθεια λεωφορείων. Να ασχοληθεί με άλλες αναγκαίες προτεραιότητες μέσα σε έκτακτες συνθήκες υγειονομικής κρίσης (που με τα μέτρα της κυβέρνησης μετατρέπεται σε κοινωνική σε βάρος των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων).
Να πάρει άμεσα μέτρα για τη διασφάλιση της υγείας των δημοτών και των εργαζόμενων του δήμου (όποιυ υπάρχουν μεγάλα κενά) τώρα που απελευθερώνεται σταδιακά η κοινωνική λειτουργία με όποια προβλήματα και κινδύνους συνεπάγεται αυτό (όπως δηλώνει η κυβέρνηση).
Να αξιοποιήσει τα κονδύλια από τη τοπική φορολογία των δημοτών για τις πραγματικές τους ανάγκες και όχι για επιχειρηματικές συμφωνίες – τελικά – υπέρ ιδιωτών. Να ενισχύσει τη καθαριότητα με προσωπικό, να εκτελέσει έργα με αυτεπιστασία και όχι εργολαβοποίηση, να ρίξει το βάρος της στις υποβαθμισμένες γειτονιές και τις ανάγκες του κόσμου, στη σχολική στέγη και την «παγωμένη» αντισεισμική προστασία, στην ασφαλή λειτουργία των σχολείων μετά το άνοιγμα τους, στις κοινωνικές δομές του δήμου που χρειάζονται γενναία ενίσχυση ενόψει της επικείμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Αν θέλει ο δήμος πραγματικά να βοηθήσει τους δημότες με τα αποθεματικά των ανταποδοτικών τελών θα μπορούσε να διαθέσει δωρεάν μάσκες στους δημότες (πρώτ’ απ’ όλα στους επιβάτες των αστικών λεωφορείων μια και ενδιαφέρεστε για την υγεία αυτών) καθώς όπως γνωρίζετε στην ελεύθερη οικονομία σας όχι μόνο η αισχροκέρδεια οργιάζει επιβαρύνοντας με ένα σημαντικό ποσό τον οικογενειακό προϋπολογισμό αλλά η κυβέρνηση επιβάλλει πρόστιμα με μηχανισμό καταγραφής τη δημοτική αστυνομία.
Μόνο αυτά θα «μείνουν» στη πόλη καθώς η κρίση του κορονοϊού απέδειξε ότι όλα τα σχέδια «επιχειρηματικής ανάπτυξης» μπορούν να γίνουν καπνός σε μια νύχτα (π.χ. τουριστική ανάπτυξη) αφήνοντας μόνο κέρδη στο ιδιωτικό κεφάλαιο και τεράστιες τρύπες στις υποδομές για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
κ. Δήμαρχε,
ΤΩΡΑ, αυτό που επείγει είναι να τεθεί το θέμα αυτό στην ημερήσια διάταξη του επόμενου δημοτικού συμβουλίου (11.5.2020) με αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση του δημοτικού συμβουλίου, ΠΡΙΝ ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση, από οποιοδήποτε όργανο του Δήμου.
Το θέμα – λόγω της σπουδαιότητας του – να συζητηθεί ουσιαστικά, σε κανονικό δημοτικό συμβούλιο μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων.
(Γι’ αυτό κοινοποιούμε την επιστολή αυτή και στο Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου)", καταλήγει η επιστολή.