ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Λέμε ΝΑΙ στα έργα, αλλά ΟΧΙ σε κάθε έργο

Μιχάλης Αλεξανδρίδης08 Αυγούστου 2021

Η απαίτηση για «έργα», είναι η σταθερή επωδός όλων των Θεσσαλονικέων σε κάθε έρευνα, σε κάθε επίσημη τοποθέτηση, όπως και σε κάθε απλή συζήτηση-κουβέντα για το τι θέλουμε.

Παράλληλα η απουσία έργων, είναι η μόνιμη αιτίαση κατά κυβερνήσεων, υπουργών, κρατικών οργανισμών όπως και το βασικό επιχείρημα της κριτικής μας στάσης απέναντι στους βουλευτές μας, στους ανθρώπους που αποτελούν την τοπική ηγεσία, τους εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων μας.

Λογικό κι αναμενόμενο θα μου πείτε, καθώς η Θεσσαλονίκη υστερεί δραματικά σε βασικές υποδομές από αυτές που διαθέτουν όλες οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις, ενώ η απόστασή της από την Αθήνα τις τελευταίες δεκαετίες διαρκώς αυξάνει.

Εκείνο που δεν είναι διόλου λογικό και καθόλου αναμενόμενο, είναι το γεγονός πως οι ίδιοι που απαιτούμε έργα, αντιδρούμε με σφοδρότητα σε κάθε έργο που πάει να προχωρήσει, επικαλούμενοι χίλιους δύο λόγους για να το αρνηθούμε, να το υπονομεύσουμε και τελικά να το ακυρώσουμε.

Κοντολογίς, θέλουμε έργα -με την γενική και αφηρημένη έννοια του όρου, αλλά δεν θέλουμε κανένα συγκεκριμένο έργο αφού το ένα μας βρωμάει και το άλλο μας ξινίζει…

Όπως ακριβώς καταγγέλλουμε μετά βδελυγμίας τους πολιτικούς μας (βουλευτές, αυτοδιοικητικούς κλπ) και την επόμενη, τους επανεκλέγουμε πανηγυρικά… Περίεργα «φρούτα» είμαστε, κακά τα ψέματα.

Τα επαναλαμβάνω αυτά, με αφορμή το νέο βήμα που γίνεται για την ανάπλαση του κέντρου της πόλης και τον σχεδιασμό της ΔΕΘ του μέλλοντός μας, ενώ διατυπώνονται αντιρρήσεις και γίνεται προσπάθεια να συμπτυχθεί μέτωπο αντίδρασης στην προώθηση του έργου.

Για να βάζουμε τα πράγματα κάτω από το πρίσμα της κοινής λογικής: σε κάθε έργο, η λειτουργικότητα, το κόστος, η αισθητική, η τήρηση νόμων, κανονισμών και διατάξεων, το χρονοδιάγραμμα, οι δεσμεύσεις για το μέλλον, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον, η αντοχή στη φθορά του χρόνου, ο συμβολισμός, το ενδεχόμενο οικονομικό όφελος που θα προκύψει, είναι τα πράγματα που μπαίνουν στην εξίσωση και υποχρεώνουν τον συνυπολογισμό τους, ώστε να βρεθεί η χρυσή τομή - η βέλτιστη λύση. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.

Η αναζήτηση της βέλτιστης λύσης, προϋποθέτει πως κάτι θα πρέπει να θυσιάσεις για να κερδίσεις περισσότερα. Τζάμπα όφελος δεν υπάρχει.

Μόνο στην Θεσσαλονίκη θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, πράγμα που μας οδηγεί στο να μην γίνεται τίποτα στην πόλη μας, θαρρείς και είμαστε ικανοποιημένοι από την πόλη που κληρονομήσαμε από τους γονείς μας.


*************************************************************************************************

Μιλώ για έργα και ως πηγαινοερχόμενος Θεσσαλονίκη-Χαλκιδική τους θερινούς μήνες, δεν γίνεται να μην αποθεώσω για μια ακόμη φορά τους εμπλεκόμενους στην ντροπή των υποδομών του σύγχρονου ελληνικού κράτους, το περίφημο «ορφανό χιλιόμετρο» της Ποτίδαιας. Αυτό που δέκα και βάλε χρόνια τώρα ταλαιπωρεί εκατομμύρια ανθρώπους επειδή μια σειρά ανίκανων, αδιάφορων και αμελών «αρμοδίων», δεν μπορούν να βρούνε μια λύση και να ασφαλτοστρώσουν χίλια μέτρα δρόμο. Δικαιολογίες, μεταφορά «καυτής πατάτας» στον άλλον, υποσχέσεις, αλληλοκατηγορίες και η ζωή συνεχίζεται με ουρές χιλιομέτρων στο εν λόγω σημείο κατά τις… δύσκολες ημέρες. Η ταλαιπωρία και τα συνακόλουθα νεύρα των ανθρώπων, είναι το πρώτο αποτέλεσμα. Το υπερβάλλον κόστος της βενζίνης για κίνηση στο σημειωτόν, η αύξηση της θερμοκρασίας των αυτοκινήτων και οι μηχανολογικές ζημιές, ανυπολόγιστα.

Μπράβο τους!


Αλλιώς το περίμενα κι εγώ κι όλοι μας αυτό το καλοκαίρι, μετά από τον περσινό πρωτόγνωρο εφιάλτη. Εμβολιασμένοι, έλεγα, θα είμαστε, θα τον έχουμε μάθει τον ιό και τα τερτίπια του, θα έχουμε μάθει όλοι και κυρίως οι κυβερνώντες απ’ τα περσινά λάθη με τον τουρισμό, ε θα το απολαύσουμε φέτος, όχι όπως παλιά αλλά σε ένα επίπεδο που να φέρνει λίγο στη χαμένη μας ζωή.


Και μετά ήρθε αυτός ο ατέλειωτος, ο βασανιστικός καύσωνας που κρατά από τα τέλη του Ιούνη κι αντί να κόψει λίγο, μαρσάρει και έγιναν οι πόλεις ένα καμίνι άνευ προηγουμένου λες και ξεφυσάει... δράκος πάνω μας. Και τότε ήρθαν κι οι φωτιές που θες δε θες, όσο κι αν είσαι σε διακοπές ή σε mood θερινό, σου μαυρίζουν την ψυχή.

Για το τι φταίει, τι θα γίνει τώρα και τι πρέπει να γίνει και τα έχω-έχουμε ξαναπεί και θα τα ξαναπούμε όταν σβήσει και η τελευταία σπίθα. Αλλού θέλω να σταθώ σήμερα, σ’ εκείνο που όταν το φαντάζομαι πώς μπορεί να μου συμβεί, παθαίνω πανικό και μόνο στην ιδέα και την ώρα που τα γράφω αυτά συμβαίνει σε εκατοντάδες συνανθρώπους μας. Την απώλεια του σπιτιού, μια έννοια μάλλον παρεξηγημένη, καθώς και ορθά μπαίνει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ανθρώπινη ζωή.


Όμως, για όσους είμαστε έξω από τον χορό του πύρινου ολέθρου, είναι εύκολο να πούμε «τα σπίτια ξαναχτίζονται». Αλήθεια, εμπεριέχει αυτό, αλλά ξεχνάμε εκείνη την ώρα που το επαναλαμβάνουμε συγκαταβατικά από πρωθυπουργούς μέχρι στα καφενεία και στις ξαπλώστρες, πώς δεν είναι τόσο απλό. Και δε θα μείνω στο προφανές που πρέπει όλοι να το έχουμε στο νου μας, των χρημάτων δηλαδή που απαιτούνται, τα οποία η συντριπτική πλειονότητα όσων είδε την περιουσία τους να γίνεται στάχτη δεν διαθέτουν επ’ ουδενί.


Για το ανόητο –κατά πολλούς- αλλά τόσο ανθρώπινο δέσιμο με όλα τα άψυχα, θέλω να μιλήσω. Σπίτι, λοιπόν, δεν είναι οι τοίχοι, τα ντουβάρια, τα πορτοπαράθυρα και οι κεραμοσκεπές. Αυτό στη χώρα μας το λέμε «κτίριο», δεν το λέμε «σπίτι». Σπίτι είναι μια λέξη που ενσωματώνει μέσα της την αγκαλιά του κόσμου όλου. Είναι εκεί που γυρνάμε, εκεί που ό,τι κι αν μας συμβαίνει, αισθανόμαστε ασφαλείς και προστατευμένοι. Και μέσα σ’ αυτή τη βαθιά ανθρώπινη λέξη είναι άψυχα, θεωρητικά, αντικείμενα, γεμάτα όμως στην πραγματικότητα ψυχή, αφού είναι συνδεδεμένα με όλες τις ζωές μας.


Τα πρώτα παπουτσάκια των παιδιών μας, το κοστούμι που φορέσαμε στην αποφοίτηση από το Πανεπιστήμιο, ένα τραπεζάκι που άντεξε τόσα καλοκαίρια στο εξοχικό των γονιών κι έφτασε χωρίς να θυμόμαστε πώς να στηρίζει ένα κουτί με κιτρινισμένες φωτογραφίες γεμάτες ζωή, ένα ρούχο που αγοράσαμε σ’ εκείνο το ταξίδι που ένα χρόνο μαζεύαμε δραχμή - δραχμή τα ψιλά μας για να πάμε, μια πετσέτα κεντητή που χώθηκε στο συρτάρι και κρατά από την προίκα της γιαγιάς, ακόμη κι ένα σύγχρονο γκατζετάκι, ένα νέο τηλέφωνο ή τάμπλετ που κινήσαμε γη κι ουρανό να το βρούμε...


Οι αναμνήσεις του καθενός μας και κυρίως των μη προνομιούχων ή έστω όσων ζουν από μια δουλειά, ακόμη κι αν είναι καλοπληρωμένη, είναι κολλημένες πάνω σ’ αυτά τα άψυχα κι όταν καίγονται επειδή έτσι αποφάσισε όποιος έβαλε τη φωτιά κι επειδή κάποιος δεν την έσβησε έγκαιρα, έχουμε δικαίωμα να θρηνήσουμε σαν να θρηνούμε ένα δικό μας άνθρωπο και κανείς δε δικαιούται να μας κουνά το δάχτυλο κι ακόμα ακόμα να υποτιμά την οργή ή την απέραντη θλίψη. Κι όποιος λέει φωναχτά σαν... παπαγάλος κι όχι επειδή στ’ αλήθεια έχει αίσθηση του κακού και της ανακούφισης για το γεγονός πως δε χάθηκαν ανθρώπινες ζωές, πως «έλα μωρέ, τα ντουβάρια ξαναγίνονται», ας θυμηθεί τι φασαρία έκανε στο καθαριστήριο που του χάλασε το αγαπημένο του παλτό, στο γκαρσόνι που του λέκιασε με κόκκινο κρασί το λευκό του πουκάμισο ή τις κατάρες που έριξε στον «χι» δήμαρχο όταν το πανάκριβο πέδιλο έμεινε χωρίς τακούνι από τρύπα στο πεζοδρόμιο.


Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως μια από τις πλέον διαδεδομένες ιστορικά απειλές είναι το «θα σου κάψω το σπίτι», ενώ οι χωρίς ηθικές αναστολές εγκληματίες τιμωρούσαν τους εχθρούς τους καίγοντάς το σπίτι τους, τσακίζοντας έτσι το ηθικό του αντιπάλου, ισοπεδώνοντας και καταστρέφοντας ζωές.


* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 08.08.2021

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.