Στη Θεσσαλονίκη φέρνει τη νέα παράστασή της με τίτλο «Και λέγε λέγε» η, για πολλούς αιρετική, Λένα Κιτσοπούλου. Ένα χρόνο μετά το «χάος» που δημιούργησε με τις «Σφήκες» της, η ηθοποιός και σκηνοθέτης επιστρέφει με ένα έργο για την Τέχνη και τον Έρωτα σε δική της σκηνοθεσία και σενάριο. Όπως σε όλα σχεδόν τα έργα της, δεν παίζει ρόλο η δράση ακριβώς ή κάτι που συμβαίνει όσο ο τρόπος που συμβαίνουν τα πράγματα ή οι διάφορες ανθρώπινες ιστορίες. Η ίδια, μιλώντας στη «ΜτΚ» περιγράφει τα έργα της μάλιστα σαν λούπες, που πολλές φορές μπορεί να μην οδηγούν κάπου. «Μου αρέσει πολύ να παίζω με την απόγνωση και την απελπισία που έχουμε όλοι στην καθημερινότητά μας, όπου η λούπα της ζωής κάπως μας παίρνει και μέσα εκεί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει, σαν ένας κύκλος» τονίζει.
Για το «Και λέγε λέγε», η ίδια πιστεύει ότι είναι ένα σχόλιο στην τέχνη και δευτερευόντως στον έρωτα. Περιγράφει το πρώτο μέρος του έργου ως «ένα εγκεφαλικό κάψιμο» και το δεύτερο ως έναν «αποδομημένο Τσέχωφ». «Είναι ένα σχόλιο πάνω στην τέχνη και στο τελικά πώς πρέπει να παίζονται τα κλασικά κείμενα, αν πρέπει ή δεν πρέπει, ή τι μας λένε σήμερα. Και πάντα χρησιμοποιώ και βάζω μέσα το δικό μου τώρα» τονίζει.
Σημειώνει επίσης πως στα έργα της δεν παρουσιάζει τη γνώμη της, απλά τις παρατηρήσεις της. «Πολλοί ενοχλούνται. Νομίζω είναι κρίμα να μην περιμένεις από μια παράσταση να σου φωτίσει ακόμα πιο πολύ τη πραγματικότητα αλλά να θες απλά να στην κρύψει, μου φαίνεται τρελό. Θέλω να νιώσουν άβολα οι θεατές γιατί κάνοντας το νιώθω κι εγώ άβολα. Πρώτα εγώ καθρεφτίζομαι στα έργα μου. Προσπαθώ να αποκαλύψω στον εαυτό μου, την πιο φθηνή του πλευρά και να την επεξεργαστώ. Δεν είναι κάτι εύκολο ή ανώδυνο. Εκτίθεμαι, δεν κουνάω δάχτυλο και δεν αυτολογοκρίνομαι. Όταν φτιάχνω κάτι, δεν ασχολούμαι με το πώς θα το πάρει ο κόσμος, δε με νοιάζει. Φυσικά θέλω να αρέσω και να επικοινωνήσω αλλά παίρνω την αποδοχή μέσα σε μια παράσταση την ώρα που συμβαίνει και νιώθω ότι ο άλλος δεν βαριέται. Οι άνθρωποι πάντα γελάνε στα έργα μου. Θεωρώ ότι είμαι αστεία, έχω έναν μηδενισμό μέσα μου και έναν κυνισμό. Το χιούμορ μου δεν βασίζεται σε αστεία ή σε φάρσες, αλλά σε μια αλήθεια που συχνά ξεγυμνώνει. Αν μια παράστασή μου δεν πάει καλά θα αναρωτηθώ μήπως κάτι δεν επικοινωνήθηκε σωστά και θα το ψάξω» εξηγεί.
Οι Σφήκες «βγήκαν» στην κανονική ζωή
‘Αποψή της είναι πως όλα τα παλιά θεατρικά έργα θέλουν μεταφορά στο σήμερα. «Το θέατρο είναι ένα ζωντανό πράγμα, ασχολείται με το τώρα. Δεν μπορεί να ισχύουν τα λόγια του τότε στο σήμερα. Αυτό έκανα και στον Αριστοφάνη τα αστεία του οποίου δεν μπορείς να τα καταλάβεις αν δεν μελετήσεις στην πρωτότυπη μορφή τους. Πρέπει το κάθε κείμενο να περνάει μέσα από εμάς και να μεταλλάσσεται ανάλογα με το πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον κάθε συγγραφέα. Οπότε, ναι, τα πράγματα πρέπει να πειράζονται άμα μας απασχολούν και μας καίνε σαν θέματα» τονίζει.
Συνεχίζει λέγοντας πως την πειράζει να βλέπει ότι υπάρχει φόβος και συντηρητισμός και να κρατάμε ένα έργο που δεν μας είναι κατανοητό, προκειμένου να μην το πειράξουμε, επειδή είναι «μουσειακό». «Ας κάνει ο καθένας ότι θέλει στην τελική, τουλάχιστον να μην ενοχλούνται με κάποιον που το κάνει. Γινόμαστε λίγο σοβαροφανείς απέναντι σε τέτοιους συγγραφείς, οι οποίοι, απ' ότι καταλαβαίνω είχαν και χιούμορ, και πλάκα και καφρίλα. Ήταν καλλιτέχνες και επαναστατικοί άνθρωποι. Δεν έγραψαν απλές κωμωδιούλες, οι τραγωδίες δε, καθρέφτιζαν όλο το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου. Είναι έργα πολύ φιλοσοφικά και βαθιά πολιτικά και οφείλουμε να το δούμε αυτό. Είναι μια παράσταση και νομίζω πως απλά να λέμε ένα κείμενο ανώδυνα και να πηγαίνουμε μετά να τρώμε δεν λέει κάτι» σημειώνει.
Στις αντιδράσεις που έφεραν οι Σφήκες της πέρυσι, η ίδια λέει πως δεν την απασχόλησε το θέμα αλλά εντέλει έγινε μεγάλη διαφήμιση. «Δεν βλέπω πώς μου έχει αλλάξει τη ζωή αυτό που έγινε αλλά μου άρεσε πολύ όμως που άνοιξε μια συζήτηση, κυρίως επειδή ήταν το θέμα του έργου αυτό, το λαϊκό δικαστήριο των ημερών μας. Δηλαδή, όλο αυτό, που στην ουσία έλεγα απ' την αρχή ως το τέλος μας σε αυτή την παράσταση έγινε στην κανονική ζωή. Ήταν ο απόλυτος καθρέφτης. Νομίζω ότι ήταν το μεγαλύτερο δώρο μου έχει τύχει γιατί για μένα αυτός είναι ο σκοπός του θεάτρου, να ανοίγει διάλογο, να μην είναι ήσυχοι οι θεατές μετά την παράσταση» λέει χαρακτηριστικά.
«Έχω την απόλυτη αίσθηση ότι είμαι και ένα τίποτα»
Η ίδια εξομολογείται πως για εκείνη ήταν μονόδρομος το να ασχοληθεί με τις τέχνες. Σήμερα ασχολείται με την υποκριτική, την σκηνοθεσία, το γράψιμο, τη μουσική και τη ζωγραφική, και σε όλες βρίσκει άλλο κομμάτι του εαυτού της. Της αρέσει πολύ να βλέπει και ταινίες, λατρεύει τον Γούντι Άλεν. Στο τέλος της ημέρας, αυτό που την ενδιαφέρει είναι να μπορεί να εκφράζει και να επικοινωνεί αυτά που την προβληματίζουν.
«Παίζω καθημερινά με το καρδιογράφημα του αν είναι όλα μάταια ή όχι. Εννοείται είναι όλα μάταια αλλά κάποια στιγμή και το πιο ασήμαντο πράγμα μου φαίνεται τρομερά σημαντικό. Με ξαφνιάζουν τα πράγματα. Έχω ένταση, παρορμητικότητα και παιδικότητα. Το παραμικρό μπορεί να με χαροποιήσει. Έχω μια περιέργεια με τα πάντα. Δεν θέλω να σκέφτομαι ότι θα πεθάνουμε, ότι πλησιάζει η ώρα του τέλους. Είμαι ο τύπος μου τέτοιος που προσπαθεί να εξαντλήσει την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία οπότε απασχολούμαι πιο πολύ με αυτό από με την ιδέα ότι όλα τελειώνουν. Είμαι πάντα έτοιμη για τα πάντα, έχω προσαρμοστικότητα. Ο αυθορμητισμός και η παρορμητικότητά μου με κρατούν σε εγρήγορση. Θα βρίσκω πάντα την άκρη μου όπου και είμαι. Δεν μπορώ πολύ το ήρεμο αν και μπορώ να αράξω κάπου για μήνες και να μη κάνω τίποτα. Τα ελαττώματά μου τα αποδέχομαι, παλεύω μαζί τους εννοείται, αλλά έχω κι εγώ ναρκισισμό, δεν γίνεται αλλιώς σε αυτή τη δουλειά. Απλά μπορώ και τον χαλιναγωγώ, δεν με ακολουθεί όλη μου τη μέρα.Έχω και απόλυτη αίσθηση ότι είμαι και ένα τίποτα» καταλήγει.
Info
«Και λέγε λέγε», Θέατρο Αυλαία, παραστάσεις: 26-29 Σεπτεμβρίου
Επίσης, την Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου η Λένα Κιτσοπούλου θα παίξει μουσική στο καφέ Ύδρο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης (Ναυάρχου Κουντουριώτου 11)
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22.09.2024