«Υπάρχει κανένας που δεν θέλει ανάπτυξη;» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου του καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη. Μου απάντησε με το παράδοξο του Bossuet: «Ο Θεός γελάει με τους ανθρώπους οι οποίοι διαμαρτύρονται για τις συνέπειες, ενώ λατρεύουν τις αιτίες».
«Δεν μας αρέσουν όσα βλέπουμε στο επίπεδο της ανάπτυξής μας αλλά στην πράξη ακυρώνουμε κάθε δυνατότητα μακροπρόθεσμης αλλαγής για τα βραχυπρόθεσμα μικροσυμφέροντα» εξηγεί.
Στο βιβλίο με τίτλο «Θέλουμε ανάπτυξη;» που συνέγραψε με τον στενό του συνεργάτη Δημοσθένη Γεωργόπουλο, αποτυπώνει την εμπειρία του από την προσπάθεια σχεδίασης αναπτυξιακών πολιτικών, τα χρόνια που διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων στο υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, την περίοδο 2015-2019.
Ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα
Όπως αναφέρει στο βιβλίο, η χώρα χρειάζεται «έναν ‘καταστατικό χάρτη’ αναπτυξιακού προγραμματισμού, από τον οποίο δεν θα επιτρέπονται οι αποκλίσεις παρά μόνο αιτιολογημένα, μέσα από την ίδια διαδικασία διαβουλεύσεων, και επί τη βάσει του οποίου θα κρίνεται κάθε κυβερνητική θητεία».
Μα πως μπορεί να συμβεί αυτό όταν κάθε κυβέρνηση καταρτίζει το δικό της πρόγραμμα με βάση τις προτεραιότητες και την ιδεολογία της; Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάρτισε ένα αναπτυξιακό σχέδιο με ορίζοντα το 2030, στη συνέχεια η τωρινή κυβέρνηση ανέθεσε στην επιτροπή Πισσαρίδη κάτι αντίστοιχο.
«Η μελέτη του κ. Πισσαρίδη λέει πολλά σωστά, αλλά στη ρητορεία μόνο σχετίζονται με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν, όχι στην πράξη. Η κυβέρνηση κατά τη γνώμη μου εξακολουθεί να λειτουργεί στη λογική του αναπτυξιακού υποδείγματος που μας έριξε στα βράχια, μας οδήγησε στα μνημόνια. Ο μικροπολιτικά καλλιεργούμενος εφησυχασμός είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος» λέει, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι δεν στοχεύει στην πολιτική αντιπαράθεση.
Το θέμα κατά τον ίδιο είναι η αλλαγή του αναπτυξιακού Παραδείγματος και αυτό θα έρθει με την οικοδόμηση ενός πνεύματος συνεργασίας αντί της τοξικότητας.
Σύμφωνα με τον κ. Λαμπριανίδη, υπάρχουν δύο αναπτυξιακά παραδείγματα. Στο πρώτο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα προέρχεται από τη μείωση του κόστους εργασίας και των φόρων, αλλά και των απαιτήσεων για προστασία του πολιτισμού και του περιβάλλοντος.
Στο δεύτερο η ανταγωνιστικότητα έρχεται με έρευνα και ανάπτυξη, με καινοτομία, καλές αμοιβές, σεβασμό στο περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. «Το δεύτερο είναι ο δύσκολος δρόμος αλλά αυτός φέρνει αποτέλεσμα. Ο άλλος είναι η συνταγή για την καταστροφή κατά τη γνώμη μου».
Νέα κρίση ή άλμα πρωτοπορίας;
Τι άλλαξε μετά από μία δεκαετία κρίσης και επώδυνων μεταρρυθμίσεων που επέβαλαν τα μνημόνια; «Σε πολλές περιπτώσεις ήταν απαραίτητο να γίνουν κάποιες μεταρρυθμίσεις, αλλά σε γενικές γραμμές τα μνημόνια δημιούργησαν πολύ μεγάλα προβλήματα και τα αναγνωρίζουν πια βασικοί συντελεστές τους.
Ο στόχος ήταν να βοηθηθούν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες και να γίνουμε Τσεχία και Σλοβενία ως προς τους μισθούς». Μετά από μία δεκαετία κρίσης, ο κ. Λαμπριανίδης πιστεύει ότι «η χώρα εξακολουθεί να έχει ένα μη βιώσιμο επίπεδο ανάπτυξης.
Στηριζόμαστε στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας, στον τουρισμό την γεωργία κ.λπ. Η Ελλάδα βρίσκεται στην παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος: δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε ούτε τις φτωχές χώρες που παράγουν φθηνά προϊόντα, ούτε και τις προηγμένες που παράγουν προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία».
Υπάρχει ο κίνδυνος να ξαναζήσουμε μια νέα οικονομική κρίση; «Δυστυχώς η αλήθεια είναι αυτή. Είμαστε μία χρεωμένη χώρα, που όσα λεφτά και να ρίξεις σε μία τέτοια οικονομία, αν δεν αλλάξει το αναπτυξιακό υπόδειγμα θα συνεχίσει σε αυτό τον δρόμο, ο οποίος είναι κατηφορικός. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε στην πεπατημένη, δεν βγαίνουμε από το τέλμα έτσι Αυτό που χρειάζεται είναι ένα άλμα πρωτοπορίας, με μικρά βηματάκια δεν βγαίνεις από την κρίση».
Έπεσε έξω με τη γραφειοκρατία
Η κουβέντα μας επανέρχεται ξανά και ξανά στην ανάγκη ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδιασμού, που προϋποθέτει στόχευση -πού είμαστε, πού θέλουμε να πάμε- και μία ειλικρινή συζήτηση με την κοινωνία.
Στη θητεία του στη γενική γραμματεία ακολούθησε αυτή την πορεία, σχεδιάζοντας τον αναπτυξιακό νόμο και διάφορες πολιτικές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το brain drain κ.ά. Στην περίπτωση του αναπτυξιακού νόμου ο στόχος ήταν να γίνει μία στροφή από τον τουρισμό στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Τον ρωτήσαμε αν κάτι τον εξέπληξε, περνώντας από το ακαδημαϊκό περιβάλλον στο πεδίο του σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικών.
«Για τον αναπτυξιακό νόμο έγινε διαβούλευση, είδαμε τα προβλήματα των προηγούμενων νόμων… Θεωρούσα ότι τελειώσαμε, τον γράψαμε τον νόμο και σε 2-3 μήνες θα άρχιζαν οι επιχειρηματίες να υποβάλλουν επενδυτικά σχέδια. Τελικά μας πήρε πάρα πολύ περισσότερο χρόνο» λέει, παραδεχόμενος ότι δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο χρονοβόρες θα ήταν οι διαδικασίες, ειδικά σε περιπτώσεις που υπήρχε αλλαγή Παραδείγματος και δεν ήταν business as usual. Δεν ήταν όμως μόνο θέμα της δημόσιας διοίκησης.
«Ο επιχειρηματίας είναι κομμάτι της κοινωνίας, καταλαβαίνει ότι το γρήγορο και εύκολο κέρδος έρχεται μέσα από τον τουρισμό και για να κάνει τη στροφή πρέπει να κατανοήσει ότι είναι καλή, όχι απλώς για την οικονομία της χώρας αλλά και για τον ίδιο μεσομακροπροθεσμα. Αυτό θέλει χρόνο και ένα περιβάλλον στο οποίο να μην έρχονται διαφορετικά σήματα από διαμορφωτές της κοινής γνώμης που θολώνουν την εικόνα».
Βιβλιοπαρουσίαση
Το βιβλίο των Λαμπριανίδη και Γεωργόπουλου θα παρουσιαστεί την προσεχή Τρίτη στις 8 Νοεμβρίου, 6.30 μ.μ., στην αίθουσα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (Τσιμισκή 29). Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι Αλέξης Χαρίτσης, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων, πρ. υπουργός, Μανόλης Βλαχογιάννης, αντιπρόεδρος ΕΒΕΘ, Νίκος Παπαμίχος, πολεοδόμος-χωροτάκτης, πρ. αν. καθηγητής, Γιώργος Τούλας, δημοσιογράφος και Αθανάσιος Σάββακης, επιχειρηματίας, πρ. πρόεδρος Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος. «Οι επιχειρηματίες είναι κομμάτια της κοινωνίας μας» σχολιάζει ο κ. Λαμπριανίδης για τη σύνθεση του πάνελ. «Ήμουν συνομιλητής με αυτούς τους ανθρώπους έχουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ίδιες προσλαμβάνουσες. Θα ήθελα να έχω μία ειλικρινή συζήτηση, να ακούσω και να πω τον προβληματισμό μου».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 06.11.2022