Επιστήμονες του King's College του Λονδίνου υποστηρίζουν με μελέτη που συνέταξαν ότι η «εγκεφαλική ομίχλη», όπως ονομάζεται το σύμπτωμα που αποδίδεται στο σύνδρομο long COVID-19, συγκρίνεται με τη γήρανση κατά 10 χρόνια.
Πιο αναλυτικά, οι επιστήμονες μελέτησαν την επίδραση του κορονοϊού στη μνήμη και διαπίστωσαν ότι η γνωστική εξασθένιση ήταν υψηλότερη σε άτομα που είχαν κολλήσει κορονοϊό και είχαν συμπτώματα για περισσότερους από τρεις μήνες.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε την Παρασκευή, σήμερα, σε κλινικό περιοδικό που εκδίδεται από το The Lancet, τονίζει ότι τα συμπτώματα στα προσβεβλημένα άτομα εκτείνονταν σε σχεδόν δύο χρόνια από την αρχική μόλυνση.
«Το γεγονός παραμένει ότι δύο χρόνια μετά την πρώτη τους μόλυνση, ορισμένα άτομα δεν αισθάνονται ότι έχουν αναρρώσει πλήρως και η ζωή τους εξακολουθεί να επηρεάζεται από τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του κορονοϊού», σημείωσε η Claire Steves, καθηγήτρια Γήρανσης και Υγείας στο King's College. «Χρειαζόμαστε περισσότερη δουλειά για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό και τι μπορεί να γίνει για να βοηθήσουμε», συμπλήρωσε.
Παράλληλα, βάσει της κυβερνητικής απογραφής του 2023, τον Ιανουάριο του 2023, εκτιμάται ότι δύο εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο θα αντιμετώπιζαν long COVID, εμφανίζοντας συμπτώματα που επιμένουν για περισσότερες από τέσσερις εβδομάδες από τη μόλυνση.
Τα κοινά αναφερόμενα συμπτώματα περιλάμβαναν κόπωση, δυσκολία συγκέντρωσης, δύσπνοια και μυϊκούς πόνους. Η μελέτη περιελάμβανε περισσότερους από 5.100 συμμετέχοντες από τη Βιοτράπεζα Μελέτης Συμπτωμάτων COVID.
Μέσω 12 γνωστικών δοκιμασιών μέτρησης της ταχύτητας και της ακρίβειας, οι ερευνητές εξέτασαν τη μνήμη εργασίας, την προσοχή, τη συλλογιστική και τον κινητικό έλεγχο μεταξύ δύο περιόδων, το 2021 και το 2022.
Στην πρώτη ομάδα 3.335 συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου 2021, οι ερευνητές διαπίστωσαν χαμηλότερες γνωστικές βαθμολογίες σε άτομα θετικά στον κορονοϊό, με τα μεγαλύτερα ελλείμματα να παρατηρούνται σε άτομα με συμπτώματα άνω των 12 εβδομάδων.
Η μελέτη παρατήρησε ακόμα πως τα ελλείμματα ήταν συγκρίσιμα με την επίδραση «μιας αύξησης της ηλικίας κατά περίπου 10 χρόνια ή της εμφάνισης ήπιων ή μέτριων συμπτωμάτων ψυχολογικής δυσφορίας».
Εντούτοις, το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο ή τα επίπεδα κόπωσης έχουν μεγαλύτερη επίδραση στον εγκέφαλο, επισήμανε η μελέτη. Οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν σημαντική βελτίωση των βαθμολογιών στον δεύτερο γύρο των 1.786 συμμετεχόντων τον Απρίλιο και τον Ιούνιο του 2022, εννέα μήνες μετά τον πρώτο.
Η μελέτη δεν διαπίστωσε καμία γνωστική εξασθένιση για τα άτομα που ανέφεραν πλήρη ανάρρωση από τον κορονοϊό, ακόμη και μεταξύ εκείνων που είχαν συμπτώματα για περισσότερο από τρεις μήνες, γεγονός που ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Δρ Nathan Cheetham, χαρακτήρισε «καλά νέα».