Προστασία της κύριας κατοικίας και δυνατότητα προσφυγής στα δικαστήρια, τουλάχιστον για τους οφειλέτες που βρίσκονται αποδεδειγμένα σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής χρεών, θα πρέπει να προβλέπει το νέο πτωχευτικό νομοθετικό πλαίσιο, τονίζει στη «ΜτΚ» η καθηγήτρια και πρώην υπουργός Λούκα Κατσέλη, επισημαίνοντας με νόημα ότι μία κοινωνία αστέγων είναι μία βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια μίας δημοκρατίας.
Ο «νόμος Κατσέλη» ψηφίστηκε εν μέσω κρίσης και ορίστηκε ένα διάστημα εφαρμογής του, το οποίο επεκτάθηκε. Σήμερα που η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη για έναν νόμο που προστατεύει την πρώτη κατοικία; Οι δανειστές και η κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει πουθενά στην Ε.Ε. καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας
Ο νόμος 3869/2010 (νόμος Κατσέλη), όταν ψηφίσθηκε, δεν είχε ημερομηνία λήξης. Ούτε ήταν προϊόν της κρίσης, δηλαδή ένα παροδικό μέτρο για να αντιμετωπισθούν οι παρενέργειες της κρίσης. Αντίθετα ήταν μια μεγάλη θεσμική τομή που κάλυψε ένα σοβαρό κενό στην δικονομία μας καθιερώνοντας τη δυνατότητα πτώχευσης σε φυσικά πρόσωπα που βρίσκονται σε μόνιμη και αποδεδειγμένη αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους , μια δυνατότητα που ισχύει εδώ και δεκαετίες σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Ενισχύθηκε με αυτό τον τρόπο, το πτωχευτικό δίκαιο που υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει για επιχειρήσεις και νομικά πρόσωπα. Για να ευεργετηθεί κάποιο φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο του Ν. 3869/10 ,ιδιαίτερα δε μετά τις τροποποιήσεις που υπέστη τα επόμενα χρόνια , ο οφειλέτης πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο ότι βρίσκεται πραγματικά σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής οφειλών . Με εξαίρεση την κύρια κατοικία του, όλα τα άλλα περιουσιακά του στοιχεία πρέπει να ρευστοποιηθούν. Ακόμα και η κύρια κατοικία του δεν του χαριζόταν. Το 85% της εμπορικής αξίας που θα είχε η κατοικία στον πλειστηριασμό έπρεπε να αποπληρωθεί στη διάρκεια 20 ετών με επιτόκιο στεγαστικού δανείου, ενώ ο δικαστής έκρινε το τελικό τίμημα που έπρεπε και μπορούσε να πληρώσει. Η δυνατότητα προστασίας της κύριας κατοικίας προβλέπεται στη νομοθεσία άλλων χωρών ( πχ Νορβηγία , ΗΠΑ ) ενώ τον Απρίλιο του 2014, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή την περιέλαβε ως βασική αρχή στη γνώμη που διατύπωσε σχετικά με την πρόληψη και αντιμετώπιση της υπερχρέωσης.
Έχουν δίκιο να νιώθουν αδικημένοι όσοι ήταν συνεπείς δανειολήπτες, πλήρωσαν με τους φόρους τους την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και βλέπουν τους ασυνεπείς να τυγχάνουν προστασίας;
Θα είχαν δίκιο εάν ο νόμος είχε επιβραβεύσει τους λεγόμενους «στρατηγικούς κακοπληρωτές». Όπως τεκμαίρεται από τις αποφάσεις των δικαστηρίων, ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί μύθευμα.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου, στο νόμο Κατσέλη έχουν προσφύγει περίπου 200.000 οφειλέτες με δάνεια αξίας 17 δισ. ευρώ, έχουν εκδοθεί 126.000 οριστικές αποφάσεις, ενώ εκκρεμούν προς εκδίκαση 70.000 με 80.000 υποθέσεις. Από τις 126.000 οριστικές αποφάσεις, 55.000 είναι αρνητικές για τους οφειλέτες και 71.000 υπέρ τους. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, ευεργετήθηκαν λιγότεροι από τους μισούς οφειλέτες που υπέβαλαν αίτηση. Ο νόμος είχε και έχει ισχυρές ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να μην μπορούν να ευεργετηθούν όσοι δεν έχουν μόνιμη και πραγματική αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών τους.
Είναι αλήθεια ότι κάποιοι που δεν πληρούσαν τις τυπικές προϋποθέσεις ένταξης στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου ίσως κέρδισαν χρόνο, καθώς συσσωρεύτηκε μεγάλος όγκος αιτήσεων στα δικαστήρια και η δικάσιμος οριζόταν σε ορισμένες περιοχές για πολλά χρόνια μετά. Όμως οι βελτιωτικές τροποποιήσεις που έγιναν διαχρονικά και η άρση του τραπεζικού απορρήτου από το 2018 ελαχιστοποίησαν αυτές τις περιπτώσεις. Ακόμα όμως και όσοι καταστρατήγησαν παροδικά τις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου, δεν προστατεύθηκαν αλλά αντίθετα συνέχισαν να έχουν οφειλές, οι οποίες μάλιστα διογκώθηκαν. Τέλος, ακόμα και αν κάποιοι, που δεν το δικαιούνται, προσπαθούν να ωφεληθούν από τις διατάξεις ενός νόμου, αποτελεί ευθύνη της πολιτείας να «κλείνει» τις όποιες «τρύπες» υπάρχουν και να βελτιώνει αντί να καταργεί ένα νομοθέτημα που καλύπτει ένα τεράστιο θεσμικό κενό, δίνει μια δεύτερη ευκαιρία σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και προάγει την αμεροληψία και τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων.
Σήμερα πώς μπορούν οι άνθρωποι που βρίσκονται σε ανάγκη να προστατέψουν το σπίτι τους από τον πλειστηριασμό;
Δυστυχώς, η διάταξη της δυνατότητας προστασίας της κύριας κατοικίας, το άρθρο 9 του αρχικού νόμου, καταργήθηκε το 2019 με τον Ν. 4605/2019. Οι άλλες διατάξεις του νόμου παραμένουν προς το παρόν ως έχουν, μέχρι την έκδοση του νέου πτωχευτικού νόμου, που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Μέχρι το τέλος Απριλίου 2020 οι οφειλέτες που θέλουν να ρυθμίσουν χρέη και εμπράγματες εξασφαλίσεις και να τύχουν προστασίας της κύριας κατοικίας τους, εφόσον πληρούν αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας, πρέπει να κάνουν αίτηση στις πιστώτριες τράπεζες μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Είναι όμως οι ίδιες οι τράπεζες που τελικά αποφασίζουν βάσει τυποποιημένων κριτηρίων για τη δυνατότητα προστασίας της κύριας κατοικίας και όχι ένας ανεξάρτητος δικαστής, που εξετάζει όλα τα δεδομένα.
Γιατί είχε τόσο περιορισμένη απήχηση η πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού; Ήταν πολύ αυστηρά τα κριτήρια; Ή ισχύει αυτό που λέει ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης ότι πολλοί δεν δέχθηκαν να δώσουν συναίνεση στην άρση του τραπεζικού απορρήτου γιατί είχαν χρήματα και δεν ήθελαν να πληρώσουν;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένας μεγάλος αριθμός οφειλετών που βρίσκονται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής έχει ήδη κάνει χρήση του νόμου 3869/2010, ενώ άλλοι, που βρίσκονται σε πρόσκαιρη αδυναμία, κάνουν χρήση ρυθμίσεων που προσφέρουν οι ίδιες οι τράπεζες.
Η λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα. Τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια που προβλέπονται είναι πολύ αυστηρά και περιορισμένης εμβέλειας, αφήνοντας εκτός πλαισίου προστασίας έναν μεγάλο αριθμό οφειλετών, ενώ παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις στη υποβολή πρότασης ρύθμισης εκ μέρους των τραπεζών.
Όσον αφορά το επιχείρημα με την άρση του τραπεζικού απορρήτου ισχύει από το 2018 και για την υπαγωγή στον Ν 3869/10, επομένως δεν αποτελεί επιχείρημα για την υποκατάσταση των σχετικών διατάξεων του νόμου από άλλη διαδικασία.
Πώς κρίνετε την προσπάθεια της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα ενιαίο πτωχευτικό πλαίσιο; Υπό ποιες προϋποθέσεις θα έδινε μία πραγματική δεύτερη ευκαιρία στους πτωχευμένους;
Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει γιατί χρειάζεται να αντικατασταθεί το υπάρχον πτωχευτικό δίκαιο φυσικών προσώπων με ένα νέο νομοθέτημα, τη στιγμή που καθιερώθηκε με τον πλέον σύγχρονο τρόπο με το Ν 3869/2010 και τις βελτιωτικές τροποποιήσεις που ακολούθησαν. Η απόφαση ακύρωσης βασικών διατάξεων προστασίας, χωρίς σοβαρή αξιολόγηση από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και χωρίς λογοδοσία, ενισχύει τις υποψίες για ασύμμετρη προστασία των τραπεζών έναντι των πιο ευάλωτων οφειλετών και υποσκάπτει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς αλλά και στο τραπεζικό σύστημα.
Οι διατάξεις του νέου πτωχευτικού νόμου δεν είναι ακόμα γνωστές. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, θα επιχειρηθεί η περαιτέρω σύντμηση των προθεσμιών εκδίκασης των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη και θα υπάρχει πρόβλεψη για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Το πιο σημαντικό όμως είναι να διατηρηθεί η δυνατότητα του οφειλέτη που βρίσκεται σε αποδεδειγμένα μόνιμη αδυναμία πληρωμής χρεών να προσφεύγει στα δικαστήρια και να διατηρηθεί, τουλάχιστον γι’ αυτούς, η δυνατότητα προστασίας της κύριας κατοικίας. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπογράψουν όλοι το ψήφισμα της EΚΠΟΙΖΩ στο link http: //tiny.cc/swsekatoikia ή μέσω της πλατφόρμας της AVAAZ με τίτλο «Σώσε την κύρια κατοικία».
Το δικαίωμα στη στέγη είναι αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα και πρέπει να προστατευθεί από μία ευνομούμενη χώρα. Μια κοινωνία αστέγων είναι μια βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια μιας δημοκρατίας. Η ευθύνη είναι στα χέρια της κυβέρνησης και όχι των θεσμών.
Δεν συμφέρουν ούτε τις τράπεζες οι μαζικοί πλειστηριασμοί
Τι σημαίνει για τους δανειολήπτες η μαζική πώληση κόκκινων δανείων σε εταιρείες ειδικής διαχείρισης; Πρόκειται να δούμε μαζικούς πλειστηριασμούς στο μέλλον;
Η εκχώρηση δανείων από τις τράπεζες σε ξένα funds και η διαχείρισή τους στη συνέχεια από εταιρείες διαχείρισης δανείων αλλάζει ριζικά το τοπίο στην αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αν στόχος είναι η άμεση είσπραξη, τότε, ιδίως για δάνεια χαμηλής εξασφάλισης ή ενυπόθηκα ακίνητα χαμηλής εμπορευσιμότητας, οι εταιρείες διαχείρισης μπορεί να προτείνουν στους δανειολήπτες την καταβολή ενός ποσού μετρητών, συνοδευόμενη από μεγάλα «κουρέματα», καθώς τα funds έχουν αγοράσει τα δάνεια αυτά σε πολύ χαμηλή τιμή και άρα έχουν τα περιθώρια.
Αν η εταιρεία διαχείρισης ενδιαφέρεται να επενδύσει στην αγορά ακινήτων, ίσως υιοθετήσουν πιο επιθετικές πολιτικές πλειστηριασμών, ιδίως για ακίνητα υψηλής εμπορευσιμότητας και αξίας. Η εικόνα είναι επομένως μεικτή.
Όσον αφορά τους δανειολήπτες, το αν ή όχι θα έχουν τη δυνατότητα να κρατήσουν το σπίτι τους, θα εξαρτηθεί από το κανονιστικό πλαίσιο που θα διέπει τη λειτουργία των εταιρειών και το οποίο χρειάζεται να θεσμοθετηθεί. Πάντως, εάν γίνουν μαζικοί πλειστηριασμοί και αυξηθεί υπέρμετρα η προσφορά ακινήτων, οι τιμές θα πέσουν και θα ζημιωθούν τόσο τα ίδια τα funds όσο και οι τράπεζες για χαρτοφυλάκια ενυπόθηκων δανείων, που έχουν διατηρήσει στους ισολογισμούς τους.
Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" 16/2/2020