Καλύτερες και πιο ανθεκτικές θα πρέπει να είναι οι κατασκευές κτιρίων στις πόλεις, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος για την απώλεια ανθρώπινων ζωών και περιουσιών από τους σεισμούς. Παράλληλα, όταν από τους προληπτικούς σεισμικούς ελέγχους που γίνονται διαπιστώνεται ότι υπάρχει πρόβλημα σε κάποια κτίρια, είναι αναγκαίο οι αρχές να προχωρούν σε άμεσες και γενναίες παρεμβάσεις, ώστε να μειωθεί η τρωτότητα σε περίπτωση νέου σεισμού.
Στις επισημάνσεις αυτές προχώρησε ο καθηγητής σεισμολογίας του ΑΠΘ, Μανώλης Σκορδίλης, μιλώντας στη σημερινή συνεδρίαση του Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας (ΣΟΠΠ) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, για το σχεδιασμό και τις δράσεις πολιτικής προστασίας για την αντιμετώπιση κινδύνων από την εκδήλωση σεισμών.
«Προσπαθώντας να μειώσουμε τον κίνδυνο από τους σεισμούς, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μειώσουμε την τρωτότητα του, άρα να κάνουμε καλές κατασκευές» τόνισε ο κ. Σκορδίλης, και πρόσθεσε πως δεν πρέπει να γίνονται φτηνές και πρόχειρες κατασκευές, αλλά ιδιαίτερα ανθεκτικές, με σίδερα και μπετόν, κυρίως στις κολώνες. «Άρα για να μειωθεί η τρωτότητα του σεισμού θα πρέπει υποχρεωτικά να βελτιώσουμε τις κατασκευές των πόλεων, ούτως ώστε να μην κινδυνεύσουν να πέσουν τα κτίρια και έχουμε απώλειες ανθρώπινων ζώων».
Έφερε μάλιστα ως παράδειγμα τον σεισμό του 1999 στην Τουρκία, όπου κατέρρευσαν κτίρια που δεν είχαν επαρκή οπλισμό, δηλαδή δεν υπήρχε αρκετό σίδερο στον φέροντα οργανισμό. «Αν είχαν διαπιστωθεί οι αδυναμίες θα μπορούσε να ενισχυθεί κατάλληλα ο φέρων οργανισμός έτσι ώστε να παραμείνει όρθιο το κτίριο, παρά τις βλάβες που θα υπήρχαν και να αποφευχθεί η κατάρρευση» σημείωσε.
Ειδικότερα, ο καθηγητής σεισμολογίας του ΑΠΘ, εξήγησε πως εφόσον θέλουμε να μετριάσουμε το σεισμικό κίνδυνο και εφόσον δεν αλλάζει το επίπεδο σεισμικότητας μιας περιοχής, θα πρέπει να γίνουν επεμβάσεις για την τρωτότητα της κατασκευής, καθώς και μελέτη σχετικά με το πόσο μια περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη ή όχι.
Ο κ. Σκορδίλης επισήμανε ακόμη την ανάγκη συνέχισης των προληπτικών σεισμικών ελέγχων, τονίζοντας πως «όταν διαπιστώνεται ότι κάποια κτίρια έχουν πρόβλημα, θα πρέπει άμεσα να γίνονται οι αναγκαίες παρεμβάσεις».
Επ αυτού, ο εκπρόσωπος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) Πλούταρχος Κέρπελης, σημείωσε ότι ο προσεισμικός έλεγχος των δημοσίων κτιρίων κοινωφελούς χρήσης είναι ένας ταχύς οπτικός έλεγχος που γίνεται από μηχανικούς του φορέα που λειτουργεί κάθε χώρο για να διαπιστωθεί ο βαθμός ασφάλειάς του. Η διαδικασία, αυτή, όπως είπε, ξεκίνησε το 2002 και πολλοί δήμοι της Θεσσαλονίκης έχουν προβεί σε τέτοιους ελέγχους. «Τα στοιχεία αποστέλλονται στον ΟΑΣΠ όταν πρόκειται για δημόσιο κτίριο, στις Κτιριακές Υποδομές αν πρόκειται για σχολείο. Παράλληλα ενημερώνεται και η Περιφέρεια εμπιστευτικά ώστε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την επιδιόρθωση από τους αρμόδιους φορείς των πιο επικίνδυνων κτιρίων. Για τον δευτεροβάθμιο έλεγχο ολοκληρώνεται από το αρμόδιο υπουργείο ο προσδιορισμός των προδιαγραφών του ώστε να εγκριθούν και να διενεργούνται δοκιμές ενώ θα υπάρξει σε επόμενο στάδιο και τριτοβάθμιος έλεγχος πιο εμπεριστατωμένος» ανέφερε ο κ. Κέρπελης.
Καμία ασφαλής μέθοδος πρόγνωσης σεισμών
Επανερχόμενος στο θέμα των σεισμών, ο καθηγητής σεισμολογίας του ΑΠΘ κ. Σκορδίλης αναφέρθηκε και στα μοντέλα πρόγνωσης, λέγοντας πως πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει ασφαλής βραχυπρόθεσμη μέθοδος πρόγνωσης σεισμού, γιατί οι σεισμοί, όπως είπε είναι φυσικά εξελισσόμενα γεωλογικά φαινόμενα.
Κατέρριψε μάλιστα και τη θεωρία, σύμφωνα με την οποία όσο πιο μεγάλος είναι ο σεισμός, τόσο πιο πολλά χρόνια θα περάσουν για τον επόμενο. «Αυτό δεν ισχύει και το έχουμε διαπιστώσει από τους μεγάλους σεισμούς, άνω των 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που μας απασχόλησαν τον τελευταίο αιώνα, όπως αυτός του 1902 στην Άσσηρο της Θεσσαλονίκης, του 1904 στην Κρέσνα, του 1905 στο Άγιο Όρος, του 1931 Βαλάχοβο (60 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, του 1932 στην Ιερισσό, του 1978 στη Βόλβη, του 1983 στη Λήμνο και του 2014 Σαμοθράκη» υπογράμμισε ο καθηγητής σεισμολογίας του ΑΠΘ.
Πρόσθεσε ακόμη πως υπάρχουν περιοχές που έδωσαν, δίνουν και θα δίνουν σεισμούς, ωστόσο είπε, πως «αυτό που θα πρέπει να δούμε είναι οι επιπτώσεις των σεισμών και πως μπορεί να επιδράσουν στα κτίρια και τι μπορούμε να κάνουμε σε επίπεδο πρόληψης και προστασίας».
Δράσεις προστασίας των πολιτών
Αναφερόμενος στις δράσεις για την αντιμετώπιση των κινδύνων από του σεισμούς, τόνισε ότι αυτές θα πρέπει να είναι:
*Επικαιροποίηση των σχεδίων που εκπονούν οι αρμόδιες υπηρεσίες για την αντιμετώπιση των σεισμών, *Ασκήσεις ετοιμότητας και προετοιμασίας των πολιτών, *Δράσεις ενημέρωσης κοινού, μέσω ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σποτ, καθώς και ενημερωτικών εντύπων
Στο σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση σεισμικού κινδύνου της Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης, αναφέρθηκε η προϊσταμένη της διεύθυνσης Πολιτικής Προστασίας της ΜΕΘ, Κατερίνα Κουρούδη. Υπογράμμισε ότι ολοκληρώθηκε ο προσεισμικός έλεγχος, για το σύνολο των κτιρίων αρμοδιότητας της Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης, βάσει των οδηγιών του ΟΑΣΠ. «Ο προσεισμικός έλεγχος δεν ήταν στις άμεσες προτεραιότητες αρκετών δήμων και ζητήθηκε η συνδρομή μας για την ανάδειξη του θέματος, οπότε και στάλθηκε εγγράφως προς τους δήμους, υπενθύμιση της υποχρέωσης διενέργειας προσεισμικών ελέγχων στα κτίρια αρμοδιότητας των δήμων» τόνισε η κ. Κουρούδη.
Α. Τζιτζικώστας: «Υποχρέωση μας να θωρακίσουμε τις πόλεις»
Στην ανάγκη να θωρακιστούν οι πόλεις από το γεωλογικό φαινόμενο των σεισμών, αναφέρθηκε στη εισήγηση του ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας. «Το φαινόμενο των σεισμών επικρέμεται στον τόπο μας, κυρίως λόγω της γεωγραφικής θέσης της χώρας και για αυτό οφείλουμε και είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε θωρακισμένοι και προετοιμασμένοι, ώστε σε περίπτωση που συμβεί να μειώσουμε τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές» υπογράμμισε ο περιφερειάρχης.
Ανέφερε ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη στην Κεντρική Μακεδονία που παρουσιάζει το μεγαλύτερο βαθμό επικινδυνότητας επειδή είναι πυκνοκατοικημένη, αλλά και λόγω της ηλικίας των κτιρίων της και θα πρέπει, είπε, «να δούμε πως θα αντιδράσουμε σε περίπτωση μεγάλου σεισμού. Εμείς ως διοίκηση δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη του. Χάρη στην καλή συνεργασία που έχουμε μια τη αντιπεριφερειάρχη Θεσσαλονίκης καταφέραμε να κρατήσουμε όλα αυτά τα χρόνιά τους πολίτες της ΠΚΜ μακριά από κινδύνους και απώλειες ανθρώπινες ζωές και καταστροφών περιουσιών. Είμαστε εδώ για να δούμε πως μπορούμε να φτάσουμε στο υψηλότερο επίπεδο ετοιμότητας και στόχος μας είναι να αντιδράσουμε το ίδιο καλά, όπως σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό φαινόμενο που απειλεί τους πολίτες και τις περιουσίες τους».
Η αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης, Βούλα Πατουλίδου αναφέρθηκε στο μεγάλο σεισμό που έπληξε την πόλη το 1978, λέγοντας πως η Θεσσαλονίκη έζησε εφιαλτικές στιγμές και πως έκτοτε η Πολιτική Προστασία δεν ήταν ποτέ ίδια, αλλά ανέλαβε πρωτοβουλίες και ανέπτυξε δράσεις αντισεισμικής προστασίας.