Με την εμπειρία της έκθεσής της στη Ραβέννα να είναι ακόμη πολύ φρέσκια -αφού σήμερα Κυριακή ολοκληρώνεται η παρουσίαση των έργων της στην όμορφη ιταλική πόλη- η Μαρία Κομπατσιάρη σχεδιάζει τα επόμενα εικαστικά της βήματα που είναι πολλά κι ενδιαφέροντα.
Προς το παρόν μιλά για τη Ραβέννα με ενθουσιασμό, αλλά και με το αίσθημα της πληρότητας ενός ανθρώπου που βρίσκει ανταπόκριση σ’ αυτό που αγαπά πολύ να κάνει. «Με συγκίνησε φοβερά ο τρόπος που αγκάλιασαν κι εμένα και τη δουλειά μου», λέει στη «ΜτΚ». Πρόκειται για τα «Analecta/Ανάλεκτά» της που φιλοξενήθηκαν στη Βιβλιοθήκη Classense -«έναν χώρο πραγματικά ονειρεμένο» όπως τον χαρακτηρίζει- μετά από πρωτοβουλία του Τμήματος Πολιτισμού του δήμου Ραβέννας, του Ιδρύματος της Βιβλιοθήκης, του Φεστιβάλ Ραβέννας, του Istituto Italiano di Cultura των Αθηνών, του δήμου Θεσσαλονίκης και της Εταιρείας Βυζαντινής Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο ανταλλαγής καλλιτεχνών Ελλάδας και Ιταλίας.
Πόλη με πολλές βυζαντινές αναφορές η Ραβέννα, ήταν η καταλληλότερη για να φιλοξενήσει τη συγκεκριμένη συλλογή της δημιουργού, αφού σ’ αυτήν η εικαστικός πραγματεύεται μουσειακά βυζαντινά αντικείμενα όπως τα μολυβδόβουλα, προϊόντα μικρογλυφίας ή μορφές απόκοσμες, φανταστικές, ενίοτε αποτρόπαιες, γύρω όμως από τη βυζαντινή τέχνη.
Η έκθεση συνάντησε ιδιαίτερη απήχηση, μάλιστα η ιταλική πρεσβεία στην Ελλάδα, εκτιμώντας τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος ενέταξε το γεγονός στο καλοκαιρινό πρόγραμμα «Tempo Forte Ιταλία – Ελλάδα 2019», ενώ γίνονται συζητήσεις να παρουσιαστεί σε Κωνσταντινούπολη και Τεργέστη. «Δεν το περίμενα, γιατί αυτό ήταν ένα θέμα που ήξερα δουλεύοντας ότι γεμίζει τη δική μου ψυχή. Τελικά άγγιξε άλλες χορδές που δεν τις υπολόγιζα, όπως, ας πούμε, την ευαισθησία του Βυζαντίου», τονίζει η καλλιτέχνης.
Στη Θεσσαλονίκη θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε την έκθεση στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (18 Οκτωβρίου – 17 Νοεμβρίου, με την παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στα εγκαίνια). Τη συνοδεύει ένας καλαίσθητος κατάλογος με κείμενα του ομότιμου καθηγητή Ιστορίας Τέχνης ΑΠΘ Μιλτιάδη Παπανικολάου και του αρχαιολόγου – ιστορικού Δρ. Παναγιώτη Καμπάνη.
Σε Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα και Δημήτρια
Πολυπράγμων και αεικίνητη η Μαρία Κομπατσιάρη δεν σταματά όμως εδώ. Έχει ήδη έτοιμη τη συλλογή της «Μνήμη και τέχνη σε διάλογο» που θα παρουσιαστεί στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα από τις 4 έως τις 29 Οκτωβρίου.
Σ’ αυτήν συνομιλεί με την ιστορία μέσα από τα κειμήλια του μουσείου, τις προσωπικές στιγμές των ανθρώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στον τόπο μας, δίνοντας τη δική της εκδοχή για το νόημα και τον αντίκτυπο της σημαντικότητας σχετικά με τις έννοιες ελευθερία, παιδεία και κοινωνία.
«Πρόκειται για μια εγκατάσταση με τρία έργα σε χαρτί, τα οποία θα αφήσω στο μουσείο γιατί εκεί έχει αξία να εκτεθούν. Θεωρώ ότι είναι ένα μουσείο που όλοι στην πόλη έχουμε υποχρέωση να στηρίξουμε. Από σεβασμό σε αυτούς που αγωνίστηκαν για κάποιο ιδανικό, θεωρώ υποχρέωση να συμβάλλω στην εξωστρέφεια του συγκεκριμένου χώρου», επισημαίνει.
Την έκθεση επιμελείται η αναπληρώτρια καθηγήτρια του ΠΑΜΑΚ και διευθύντρια του ΚΕΜΙΤ Σταυρούλα Μαυρογένη, ενώ το γενικό συντονισμό της έχει η διευθύντρια του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Φανή Τσατσάια. Πραγματοποιείται δε με την υποστήριξη του ΕΒΕΘ.
Επίσης, τις ίδιες περίπου μέρες (2 Οκτωβρίου) θα αρχίσει η ομαδική έκθεση «Η Θεσσαλονίκη στους ζωγράφους» (έως 1 Φεβρουαρίου) στην οποία η δημιουργός θα συμμετέχει με το έργο της «Το εργοστάσιο του FIX» του 1992. Η παρουσίαση θα φιλοξενηθεί στην Πινακοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στο πλαίσιο του εορτασμού των 80 χρόνων από την ίδρυση της ΕΜΣ. Η διοργάνωση εντάσσεται στα 54α Δημήτρια και θα περιλάβει έργα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, των οποίων η θεματογραφία αναφέρεται σε τοπία, μνημεία και σημαντικές όψεις της Θεσσαλονίκης.
«Αν κάπου γεμίζεις την ψυχή σου γιατί να ψάχνεσαι;»
Φαρμακοποιός η ίδια, άσκησε το επάγγελμα αυτό επί δέκα χρόνια, την κέρδισαν όμως γρήγορα τα εικαστικά και ασχολήθηκε αποκλειστικά με αυτά. «Ήμουν ένας δυστυχισμένος άνθρωπος και ζωγράφιζα τα βράδια για να ισορροπώ», λέει.
Έχοντας το προνόμιο να δουλεύει σε έναν χώρο με ένα από τα ωραιότερα μπαλκόνια της Θεσσαλονίκης, επιμένει στην πόλη εμπεδώνοντας μια πολύ γνωστή υπογραφή στον χώρο της τέχνης της, παρά του ότι, αν και το προσπάθησε, δεν κατάφερε ποτέ να εισαχθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών.
«Είναι μακρύτερος ο δρόμος χωρίς σπουδές με την έννοια ότι υπάρχει μια νοοτροπία που σε περνάει από κόσκινο και πολλή κριτική. Παρόλα αυτά όμως νομίζω πως αν πραγματικά θέλεις κάτι. μπορείς να το πετύχεις. Λέω συχνά για τον εαυτό μου ότι είμαι ο επίμων κηπουρός», παρατηρεί με χιούμορ. Τέλος, δηλώνει με σιγουριά πως δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τη Θεσσαλονίκη. «Δεν θέλησα ποτέ να φύγω, δεν θα μπορούσα. Ούτε σε άλλο σπίτι θα μπορούσα. Τι να πετύχεις παραπέρα; Αν κάπου γεμίζεις την ψυχή σου γιατί να ψάχνεσαι; Ένας άνθρωπος που δεν είναι ικανοποιημένος με όσα έχει, δεν θα είναι πουθενά ικανοποιημένος. Εμένα το ανικανοποίητο είναι πάνω στη δουλειά μου. Είμαι εργασιομανής», καταλήγει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29 Σεπτεμβρίου 2019