Ερωτική ζήλια, εσωτερικότητα, εξομολογητικός χαρακτήρας. Είναι τα τρία κυρίαρχα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το θεατρικό έργο της Μαριαλένας Γκογκίδη με τίτλο «Ζηλόφθων Οδοιπορώντας», το οποίο εκδόθηκε και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ανάτυπο». Η ηρωίδα του εμπλέκεται σε ένα ερωτικό τρίγωνο κι αυτό αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ζήλιας της, που αφενός παρουσιάζεται σαν μια πιστή της φίλη, αφετέρου της δημιουργεί τεράστια αισθήματα ενοχής.
Το γεγονός αυτό φέρνει την πρωταγωνίστρια σε μια αέναη σύγκρουση με την κοινωνία και το αίσθημα του δικαίου, μια σύγκρουση που δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, αφού όσο θεριεύει η ζήλια τόσο το κουβάρι της παράνοιας ξετυλίγεται, παρασέρνοντας μαζί του κάθε ίχνος λογικής και σωτηρίας…
Το κείμενο ασκεί γοητεία κυρίως λόγω της αλήθειας του. Παρ’ όλα αυτά η συγγραφέας λέει ότι δεν ήταν εσκεμμένη μια τέτοια επιλογή, αλλά προέκυψε σε δεύτερο στάδιο. «Περισσότερο, θα έλεγα, πως η προσαρμογή του κειμένου σε θεατρικά ‘καλούπια’ ήταν ένας πειραματισμός που τελικά μου άρεσε. Στη συνέχεια βρέθηκαν άνθρωποι που αγκάλιασαν το κείμενο, ενώ και τα παιδιά από τις εκδόσεις ‘Ανάτυπο’ υπήρξαν πολύ υποστηρικτικοί και ενθαρρυντικοί.
Εκτός αυτού όμως, με βρίσκει πολύ χαρούμενη εντέλει μια τέτοια επιλογή, μιας και έχω όμορφες αναμνήσεις προσωπικών βιωμάτων γύρω από το χώρο του θεάτρου. Μάλιστα, πολλές φορές αντιλαμβάνομαι τόσο τη δική μου καθημερινότητα όσο και των άλλων σαν μία θεατρική σκηνή, όπου ο καθένας προσπαθεί να παίξει το ρόλο του και να περάσει το μήνυμά του. Άλλοι πάλι επιλέγουν να μένουν πάντα πίσω από τις κουίντες».
Μοναδικός στόχος τα συναισθήματα ανακούφισης
Επέλεξε τον τίτλο «Ζηλόφθων Οδοιπορώντας» γιατί για εκείνη κάθε μία από τις δύο αυτές λέξεις φέρει τη δική της σημασία, ενώ και οι δύο μαζί συμπυκνώνουν αυτό που τελικά περιγράφει το κείμενο, το βίωμα της ερωτικής ζήλιας. «Μια διαδρομή ολότελα βασανιστική, αφόρητη, αλλά και αναπόφευκτη. Η ηρωίδα διαβαίνει αυτό το μονοπάτι, κατευθυνόμενη από την παράνοιά της. Ταυτόχρονα όμως αναζητά και μια διέξοδο, αναζητά να βρει τη φωνή της, να διαμαρτυρηθεί. Νομίζω πως ακόμα και αν μοιάζει να διεκδικεί πολλά, στην πραγματικότητα διψά μονάχα για ένα, τη λύτρωσή της».
Το κείμενο αυτό προέκυψε από μια εσωτερική της ανάγκη να μιλήσει για αυτά που δεν λέγονται. «Μοναδικός μου στόχος είναι μέσα από το γράψιμό μου να προκαλέσω συναισθήματα ανακούφισης αλλά και ενόχλησης. Ανακούφισης σε όσους αναζητούν την ευκαιρία μιας συμπόνιας, μιας δικαίωσης ή μιας απλής εξομολόγησης και ενόχλησης σε εκείνους που δεν νιώθουν ή νιώθουν πολύ λίγο».
«Το γράψιμο με συνοδεύει από μικρή ηλικία»
Μόλις είκοσι ετών, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, απόφοιτη του Αμερικανικού Κολλεγίου Ανατόλια και φοιτήτρια του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ με ειδίκευση στη Γλωσσολογία, η Μαριαλένα Γκογκίδη, πέρα από την πρώτη της αυτή αυτόνομη εκδοτική απόπειρα (έχει φιλοξενηθεί άλλο ένα της πεζό κείμενο στο ανθολόγιο ποιημάτων «Αντιστίκσεις»), έχει και άλλη ανέκδοτη συγγραφική παραγωγή. «Και συρτάρι υπάρχει και αρχείο υπάρχει», τονίζει στη «ΜτΚ». Αν δεν υπήρχε, δεν θα τολμούσε να προχωρήσει σε κάποια έκδοση, όπως συμπληρώνει.
«Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως είναι όλα προς δημοσίευση, αλλά ούτε και ότι γράφω με προγραμματισμό. Το γράψιμο με συνοδεύει από μικρή ηλικία, ευελπιστώ να με συνοδεύει για πάντα. Όμως δεν ξέρω τι θα προκύψει μελλοντικά, εκδοτικά τουλάχιστον, ούτε είναι φυσικά αυτοσκοπός μου να γράφω μονάχα θεατρικά κείμενα. Γράφω από μέσα μου και μοναδική μου φιλοδοξία είναι να υπάρχει έστω και ένας που να βλέπει στα κείμενά μου τα δικά του ‘μέσα’», υπογραμμίζει.
Με αφορμή την ενασχόλησή της επί πολλά χρόνια με το θέατρο ως μέλος του ομίλου ελληνικού θεάτρου του Κολλεγίου Ανατόλια, αλλά και ως ένας νέος άνθρωπος που ενδιαφέρεται κι ενημερώνεται για ζητήματα τέχνης και πολιτισμού, σχολιάζει την ελληνική θεατρική συγγραφή:
«Αν με τον όρο σύγχρονο εννοούμε ό,τι γράφτηκε από τους μεταβυζαντινούς χρόνους και έπειτα, πολλοί είναι εκείνοι που άφησαν ένα διαχρονικό στίγμα, από τον Κορνάρο μέχρι τον Ξενόπουλο και τον Καμπανέλλη. Και στις μέρες μας ωστόσο, ακόμα και αν η θεατρική παραγωγή είναι ελάχιστη συγκριτικά με το διήγημα και το μυθιστόρημα, υπάρχουν συγγραφείς με ανατρεπτικό και συνάμα ηχηρό περιεχόμενο και γραφή. Προσωπικά ξεχωρίζω τον Θανάση Τριαρίδη για τις ιδιαιτέρως τολμηρές προσεγγίσεις του. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ πως ο χρόνος είναι ο πιο αξιόπιστος κριτής, επομένως είναι ίσως προτιμότερο να μιλάμε για τις διαχρονίες και όχι για τις συγχρονίες της γραφής», σημειώνει.
Τέλος, ως νέα συγγραφέας καταθέτει την άποψή της για το αν οι σπουδές δημιουργικής γραφής συμβάλλουν στη συγγραφή και αν η γραφή είναι θέμα ταλέντου, εξάσκησης ή συνδυασμός και των δύο. «Η δημιουργική γραφή είναι ωφέλιμη από την άποψη ότι σου μεταδίδει μια λογική συστηματικής εξάσκησης, που σίγουρα ενισχύει την τεχνική. Το ταλέντο όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι πηγαίο και δεν υποκαθίσταται από καμιά τεχνική. Ο κάθε συγγραφέας ωστόσο λειτουργεί διαφορετικά, αξιοποιώντας περισσότερο άλλοτε το ταλέντο του και άλλοτε την τεχνική του, ανάλογα με το τι θέλει να πετύχει, αλλά και τι ανάγκες έχει. Θεωρώ ιδανική περίπτωση η τεχνική να μπορεί να υποστηρίζει το ταλέντο, ειδικά σε στιγμές που ο συγγραφέας υποφέρει από κάποια πνευματική κούραση».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Φεβρουαρίου 2019