ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μετανάστες της κρίσης: Δεν έκοψαν εισιτήριο αλέ ρετούρ

Σοφία Χριστοφορίδου10 Φεβρουαρίου 2023

Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης χιλιάδες Έλληνες πήραν τον δρόμο της μετανάστευσης, αναζητώντας καλύτερη τύχη και παρά τις όποιες προσπάθειες της χώρας μας να δώσει κίνητρα ώστε να επιστρέψουν, δύο στους τρεις απαντούν ως δεν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Οι μετανάστες της περιόδου της κρίσης είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά όσων μετανάστευσαν τις δεκαετίες του '50 και του '60. Κατά κύριο λόγο δεν ήταν ανειδίκευτοι εργάτες αλλά μορφωμένοι και με επαγγελματική εξειδίκευση, εξ ου και χρησιμοποιήθηκε ο αγγλικός όρος brain drain, περιγράφοντας το «στράγγισμα» της χώρας από τα «καλά μυαλά».

«Η πολιτική και ακαδημαϊκή συζήτηση στην Ελλάδα εστίαζε στο φαινόμενο του brain drain και τις πολιτικές για τη μετατροπή του σε brain gain. Η δική μας εικόνα ωστόσο ήταν ότι όσες και όσοι μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης δεν προτίθενται να επιστρέψουν άμεσα στη χώρα» αναφέρει στη «ΜτΚ» η Ρεβέκκα Παιδή, αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επιστημονικά υπεύθυνη του ερευνητικού έργου.

«Στις απαντήσεις εντοπίζεται, πέρα από την απόρριψη των κεντρικών συστατικών της πολιτικής κουλτούρας -αναξιοκρατία, ασυνέπεια του κράτους- και η χαμηλή αξιολόγηση των τεχνικών δυνατοτήτων της Ελλάδας να αναπτυχθεί στους τομείς αιχμής της έρευνας και της τεχνολογίας» σημειώνει ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής και αναπληρωτής πρόεδρος του ίδιου τμήματος, που ήταν επικεφαλής της ποσοτικής έρευνας.

«Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι οι Έλληνες μετανάστες δεν αισθάνονται ότι υπάρχει στην πράξη κανένα κίνητρο που θα μπορούσε να τοποθετηθεί στη ζυγαριά της επιλογής τους για την επιστροφή στην Ελλάδα, ενώ την ίδια στιγμή η χώρα ταυτίζεται με μια δομή και μια κουλτούρα αρκούντως απεχθή για τους ίδιους» προσθέτει.

Η ζωή στον τόπο μετανάστευσης

Πριν μεταναστεύσει, το 39% των ερωτηθέντων ήταν οριακά ως προς τα οικονομικά του και το 39% απάντησε ότι δυσκολευόταν πολύ. Σήμερα η κατάσταση έχει πλήρως αναστραφεί: το 87% δηλώνει «είμαι άνετα», δηλαδή παρουσιάζει μια σημαντικότατη άνοδο του βιοτικού του επιπέδου. Μάλιστα το ποσοστό όσων εκτιμούν ως μεγάλη ή πολύ μεγάλη τη διαφορά στις απολαβές τους δεν σχετίζεται με το επίπεδο εκπαίδευσης των μεταναστών και παραμένει πολύ μεγάλο για όλες τις κατηγορίες.

Μπορεί τα οικονομικά τους να βελτιώθηκαν αλλά σίγουρα υπάρχει μια ποιοτική αλλαγή στη ζωή τους. Ο κοινωνικός τους κύκλος στο εξωτερικό είναι πολύ πιο περιορισμένος και αποτελείται κυρίως από Έλληνες (46%), δευτερευόντως από άλλους μετανάστες (28%) και λιγότερο από ντόπιους (24%).

Χαλαρώνουν οι δεσμοί με την Ελλάδα

Πόσο ισχυρή νιώθουν την Ελλάδα μέσα τους οι μετανάστες της περιόδου της κρίσης; Οι περισσότεροι νιώθουν πιο πολύ πολίτες του κόσμου. Λιγότεροι από τους μισούς δηλώνουν ότι έχουν ισχυρή εθνική ταυτότητα (47%) και ακόμα λιγότεροι δηλώνουν ότι διαθέτουν ισχυρή θρησκευτική (17%) και κομματική ταυτότητα (11%). 

«Θα ήταν βάσιμο να ισχυριστούμε ότι η σχέση των Ελλήνων μεταναστών με την Ελλάδα εδράζεται σε πρόσωπα του περιβάλλοντός τους και όχι σε κοινά χαρακτηριστικά μιας κοινότητας. 

Μια τέτοια διαπίστωση δυσχεραίνει την οποιαδήποτε προσπάθεια κινητοποίησης των μεταναστών υπέρ της χώρας καταγωγής τους, στόχευση που προφανώς είναι επιθυμητή στο πλαίσιο σχεδιασμού των πολιτικών αξιοποίησης των μεταναστών ως διπλωματικού κεφαλαίου από την ελληνική πολιτεία» επισημαίνεται στα συμπεράσματα της έρευνας.

Σε αντίθεση με τους μετανάστες προηγούμενων δεκαετιών που έστελναν εμβάσματα στην οικογένεια που είχαν αφήσει πίσω στην πατρίδα, οι περισσότεροι από τους νέου μετανάστες (59%) δεν μεταφέρουν χρήματα στην Ελλάδα, για κατανάλωση από τους ίδιους ή επένδυση, παρότι στη μεγάλη τους πλειονότητα δηλώνουν ότι τα χρήματα που κερδίζουν στον τόπο μετανάστευσης τους περισσεύουν.

«Πρόκειται για μία ηθελημένη απόσταση των περισσοτέρων μεταναστών από την ελληνική πραγματικότητα. Ο δεσμός με τη χώρα μοιάζει να περιορίζεται στις προσωπικές επαφές καθαυτές και ίσως στην οικονομική διευκόλυνση των ασθενέστερων συγγενών των μεταναστών, ένας δεσμός που έχει προφανώς βραχύ ορίζοντα» σημειώνεται στα συμπεράσματα της έρευνας.

Δεν θέλουν να γίνουν «πρεσβευτές» της χώρας

Λίγοι περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες απάντησαν ότι θα μετείχαν σε ένα σχέδιο προώθησης της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Πάντως είναι αξιοσημείωτο ότι πάνω από τέσσερις στους δέκα ερωτηθέντες απάντησαν ότι δεν μπορούν (13%) ή δεν θα ήθελαν (29%) να κάνουν κάτι τέτοιο και έχει ενδιαφέρον το γιατί. 

Δύο στους τρεις από όσους απάντησαν αρνητικά εξηγούν ότι «δεν νιώθουν ότι μπορούν να υπερασπιστούν μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας». 

Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας, αυτό το εύρημα «υπογραμμίζει, και μάλιστα με ευθύ τρόπο, πέραν από την απόσταση που φαίνονται να τηρούν οι Έλληνες μετανάστες από τη χώρα καταγωγής τους, και την απροθυμία τους να στηρίξουν την εικόνα της χώρας. 

Πρόκειται για μία αιτιολόγηση που δεν αίρεται εύκολα, καθώς δείχνει να αφορά μια βαθιά εδραιωμένη πεποίθηση για την ποιότητα των θεσμών, αλλά και τη διάχυτη νοοτροπία των πολιτών στη χώρα».

Θα επέστρεφαν αν υπήρχε αξιοκρατία

Δύο στους τρεις (67%) απάντησαν πως δεν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ένας στους τέσσερις απάντησε ότι είναι σχετικά πιθανό και μόνο ένας στους είκοσι δήλωσαν ότι προγραμματίζει την επιστροφή του μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. 

Τι θα μπορούσε να αλλάξει την απόφασή τους να μην επιστρέψουν στην Ελλάδα; Οι περισσότεροι ερωτηθέντες (38%) απάντησαν το να εστιάσει η αγορά και το κράτος στην έρευνα και στην καινοτομία, σε τομείς δηλαδή που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για ανθρώπους με εξειδίκευση και εμπειρία από το εξωτερικό. 

Σχεδόν τρεις στους δέκα (28%) αναφέρουν ότι θα επέστρεφαν αν η αξιοκρατία στην επιλογή του προσωπικού ήταν εδραιωμένη και το 14% αν υπήρχε συνέπεια στις σχέσεις κράτους πολίτη, με αποδείξεις και όχι μόνο στα λόγια. 

«Στις απαντήσεις στο συγκεκριμένο ερώτημα εντοπίζεται, πέραν από την απόρριψη των κεντρικών συστατικών της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας (αναξιοκρατία, ασυνέπεια κράτους) που εντοπίστηκε και στο προηγούμενο ερώτημα, και η χαμηλή αξιολόγηση των τεχνικών δυνατοτήτων της Ελλάδας να αναπτυχθεί στους τομείς αιχμής της έρευνας και της τεχνολογίας» σημειώνεται στα συμπεράσματα της έρευνας.

Οι περισσότεροι (55%) από τους ερωτηθέντες απάντησαν ότι δεν γνωρίζουν να υπάρχουν πολιτικές κινήτρων για επιστροφή από το εξωτερικό, και όσοι τις γνώριζαν δήλωσαν μη ικανοποιημένοι από αυτές. Επτά στους δέκα ερωτηθέντες δήλωσαν πως πιστεύουν ότι οι Έλληνες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό μετά το 2009 θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια μετασχηματιστική δύναμη για την Ελλάδα. 

«Είναι προφανές ότι η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει τη διάθεση τους να προσφέρουν με τις γνώσεις τους. Θα πρέπει να ενθαρρύνει επαγγελματικά δίκτυα συνεργασίας, πχ στον ακαδημαϊκό χώρο, σε συγκεκριμένους επαγγελματικός κλάδος, όπως για παράδειγμα, ο ιατρικός κλάδος, αλλά και μέσω του ιδιωτικού τομέα» σχολιάζει η κ. Παιδή. «Χρειάζεται, όμως, πρώτα να επανορθώσει τη σχέση μαζί τους» καταλήγει.


Θεσσαλονικείς νεομετανάστες μοιράζονται την προσωπική τους ιστορία

Έφυγαν αναζητώντας καλύτερες προοπτικές από τα 700 ευρώ του μισθού στην Ελλάδα, και πήγαν σε χώρες με καλύτερους μισθούς, αξιοκρατία, εργασιακά δικαιώματα και σεβασμό στις σχέσεις κράτους-πολίτη, για αυτό και δεν σκέφτονται να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους.

Τέσσερις Θεσσαλονικείς που μίλησαν στη «ΜτΚ» για την προσωπική τους ιστορία μετανάστευσης επιβεβαιώνουν τα ευρήματα της έρευνας του ΠΑΜΑΚ.

Ο Χρήστος Μπαχαράκης έφυγε από τη Θεσσαλονίκη για να δουλέψει για τη Mozilla στο Βερολίνο. 

«Βρήκα καλύτερες συνθήκες εργασίας και στην πορεία ανακάλυψα μια διαφορετική ποιότητα ζωής. Υπάρχει σεβασμός όσον αφορά τη δουλειά. Μια φορά, επειδή δουλεύαμε με τις ΗΠΑ έμεινα μέχρι τις 7 στο γραφείο και ήρθαν από το τμήμα HR και μου είπαν ότι δεν θα έπρεπε να δουλεύω μέχρι αυτή την ώρα, γιατί δίνω το κακό παράδειγμα. Υπάρχει μια ασφάλεια εδώ, και να χάσεις τη δουλεια σου υπάρχουν πολλές ευκαιρίες, σε υποστηρίζουν με το 80% του μισθού σου και προσπαθούν να σου βρουν νέα δουλειά». 

Δεν είναι όμως μόνο τα εργασιακά δικαιώματα. 

«Εδώ μπορείς να είσαι όποιος θέλεις και κανέναν δεν τον νοιάζει, ζουν άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες. Επίσης υπάρχει αλληλεγγύη, είναι must να διεκδικείς, να κατεβαίνεις σε πορείες, να ασχολείσαι με τα κοινά».

Μετά από πέντε χρόνια στη Γερμανία, και καθώς πλέον εργάζεται σε μια δουλειά που γίνεται και εξ αποστάσεως, γύρισε για λίγους μήνες στην Ελλάδα για να αποφασίσει αν θα επέστρεφε μόνιμα. 

«Έχουν αλλάξει κάποια πράγματα, αλλά όχι αρκετά ώστε να γυρίσω πίσω. Θα γυρνούσα μόνο αν αρχίζαμε να έχουμε περισσότερη αλληλεγγύη και να μη μας νοιάζει να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα».

«Με απωθούν οι πελατειακές σχέσεις»

Στο Βερολίνο ζει εδώ και μια δεκαετία και η Ελισάβετ Γόγολου. «Αρχές 2012 και το έργο στο οποίο εργαζόμουν στην Ελλάδα, ως πολιτικός μηχανικός, είχε ολοκληρωθεί. Επόμενο βήμα, αν ήμουν τυχερή, έργο με την ίδια κατασκευαστική κάπου στα Βαλκάνια, με αδιευκρίνιστες συνθήκες ή ανεργία ». 

Πήρε το ρίσκο να φύγει και σε σύντομο χρονικό διάστημα βρήκε δουλειά στο αντικείμενό της, ως δομοστατικός μηχανικός. 

«Έκτοτε συνεχίζω εργαζόμενη πάντα στον ίδιο τομέα, αλλά σε άλλη εταιρεία, με περισσότερη πια εμπειρία και αρμοδιότητες. Η αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού θεωρείται σχεδόν επιβεβλημένη εδώ. Η προσφορά εργασίας με αξιοκρατικούς όρους και η επαγγελματική ευελιξία σε συνδυασμό με το δίχτυ κοινωνικής πρόνοιας σε περιπτώσεις ασθένειας ή ανεργίας είναι μάλιστα από τους βασικούς λόγους που με κρατάνε ακόμη μακριά. Οι υψηλοί φόροι που πληρώνω έχουν ανταπόδοση, αντιληπτή στην καθημερινότητα. 

Το γερμανικό σύστημα, γραφειοκρατικό μεν, αλλά λειτουργεί. Οι μισθοί αισθητά υψηλότεροι από της Ελλάδας και το κόστος ζωής ίδιο ή και χαμηλότερο σε επίπεδο πρωτευουσών. Τέλος, το Βερολίνο όπου διαμένω, διαθέτει μια γοητεία ξεχωριστή. Είναι μια μητρόπολη, σημείο συνάντησης διαφορετικών λαών και πολιτισμών, πόλος έλξης καλλιτεχνών, με κοινωνία ανοιχτή, με συνείδηση οικολογική, μα παράλληλα αυστηρή στην τήρηση των νόμων». 

Θα σκεφτόταν να επαναπατριστεί για συναισθηματικούς λόγους. 

«Οι φοροελαφρύνσεις για τους νεομετανάστες με δελεάζουν μεν, αλλά οι πελατειακές σχέσεις που ακόμη καλά κρατούν, με απωθούν ισχυρά».


«Είναι θέμα αξιοπρέπειας»

«Δεν βλέπω κάποια πιθανότητα επιστροφής μου, και αυτό δεν είναι θέμα αποδοχών, αλλά καθημερινότητας και απλά αξιοπρέπειας» λέει ο Θοδωρής Δούνας, αναπληρωτής καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο πανεπιστήμιο Robert Gordon, στη Σκωτία. 

Το 2011, αμέσως μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας πήγε στην Κίνα για να στήσει από το μηδέν μια αρχιτεκτονική σχολή στην πόλη Σούτζο. 

«Αυτή η ευκαιρία δεν ήταν υπαρκτή ή ανοιχτή στο ελληνικό περιβάλλον». Σήμερα ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου «παρόλα τα προβλήματα του, η ζωή είναι προβλέψιμη και εν τελεί, πολύ πιο δημοκρατική από κάθε στρέβλωση που έζησα στην Ελλάδα».

Η ειδικότητα του στην υπολογιστική πλευρά της αρχιτεκτονικής και των κατασκευών εξακολουθεί να αποτελεί εξαίρεση στην αρχιτεκτονική σκηνή στην Ελλάδα. 

«Η αρχιτεκτονική, μαζί με όλες τις προοδευτικές δυνάμεις των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, αδικείται σε αυτή τη χώρα, με συνέπεια να μην υπάρχει χώρος ακόμα και για όσους θέλουν να μείνουν να δημιουργήσουν. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του μείγματος συστημικής διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα, της απουσίας κάθε δυνατότητας για ατομική ή συλλογική εξέλιξη, με εξαίρεση τους λίγους και εκλεκτούς, αλλά και της απουσίας κάθε συλλογικής συνείδησης για το τι αποτελεί κοινό καλό. 

Ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην εξουσία, κοινός τόπος των κομμάτων είναι η δημιουργία δομών στο κράτος οι οποίες να ελέγχονται από το εκάστοτε κόμμα εξουσίας. Αντίστοιχα προωθούνται στρεβλές εκδοχές της αλήθειας, αλλά και άνθρωποι που είναι τελικά κομματόσκυλα, με την μια ή άλλη έννοια. Κατά αυτόν τον τρόπο η μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού ζει ουσιαστικά σε ποινική αποικία, χωρίς ελπίδα παραγωγικής ανασυγκρότησης».


Δουλειά στο Βέλγιο, ζωή στην Ελλάδα

Τα τελευταία χρόνια το συναίσθημα της νοσταλγίας άρχισε να γίνεται έντονο για την Κρυσταλλένια Αμπρέου και όταν ήρθε το παιδί στη ζωή της η επιστροφή στην Ελλάδα έγινε ανάγκη.

«Tο Βέλγιο είχε κάνει τον κύκλο του. Εκεί δεν θα ήταν ευτυχισμένο το παιδί μας, ούτε εμείς. Όπως είναι δομημένος ο τρόπος ζωής η κοινωνικοποίηση είναι δύσκολη και για εμάς το κοινωνικό περιβάλλον είναι πολύ σημαντικός παράγοντας, παρότι τα πλεονεκτήματα είναι πολλά» λέει, αναφερόμενη στην κρατική οργάνωση, τις παροχές στους τομείς υγείας και παιδείας, τις υποδομές, τη σχέση πολίτη- κράτους, την ανταποδοτικότητα των φόρων. 

«Όταν πρωτοπήγα, συνειδητοποίησα πως στην Ελλάδα μας αντιμετωπίζουν ως πολίτες β' κατηγορίας» λέει με αφοπλιστικό τρόπο και συνεχίζει, προσθέτοντας στη λίστα με τα πλεονεκτήματα του Βελγίου τα δικαιώματα των εργαζομένων, την αντιστοιχία του πτυχίου με τον μισθό, την ισότητα ανδρών- γυναικών, την πρόνοια για όσους γίνονται γονείς τις δυνατότητες ανέλιξης - «δεν υπάρχει η τελματική κατάσταση που υπάρχει στην Ελλάδα, αν είσαι καλός θα ανελιχθείς».

Δεν ήταν όλα φωτεινά βέβαια, για την ακρίβεια «αυτό το γκρι πέφτει και σε πλακώνει εδω. Και οι άνθρωποι λες και είναι σαν τον καιρό, γκρι. Δεν μπορέσαμε να ξεκλειδώσουμε τους ανθρώπους- δεν μιλάμε για φιλίες αλλά είναι δύσκολο ακόμα και παρέες να κάνουμε. Υπάρχει μεν πολλή τυπική ευγένεια, αλλά είναι αυτό το παγωμένο μειδίαμα που δεν ανεβαίνει ποτέ στα μάτια». 

Έτσι μαζί με τον σύζυγο και το παιδί τους επέστρεψαν στην Ελλάδα. «Η ζωή του παιδιού από εκεί που ήταν άδεια είναι παραπάνω από γεμάτη. Κάνουμε μια βόλτα στη γειτονιά και θα πούμε 15 καλημέρες στο δρόμο». 

Ευτυχώς για την ίδια δεν επέστρεψε στην Ελλάδα και εργασιακά των 700 ευρώ του μισθού που είχε όταν έφυγε. Συνεχίζει να δουλεύει με τηλεεργασία ως Project Manager σε βελγική εταιρεία media, με συνθήκες που της επιτρέπουν να είναι κοντά στο παιδί της, τις ώρες που επιθυμεί.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 05.02.2023

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.