Μπάλα σε επίπεδο… Champions League θα παίζει η ελληνική οικονομία όταν ανακτήσει, ύστερα από 14 χρόνια, την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα η οποία θα ανοίξει νέους επενδυτικούς και όχι μόνο δρόμους, διευκολύνοντας παράλληλα τον φθηνότερο δανεισμό κράτους, επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Ο γερμανικός οίκος Scope Ratings ανακοίνωσε πρόσφατα την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα BBB- με σταθερή προοπτική, από ΒΒ+ με θετική προοπτική προηγουμένως.
Ο γερμανικός οίκος είναι και ο πρώτος οίκος αξιολόγησης της Δύσης, ο οποίος κρίνει το αξιόχρεο της χώρας μας μετά από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου και τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Πρόκειται για τη δεύτερη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα το τελευταίο διάστημα (προηγήθηκε ο Ιαπωνικός οίκος R&I), εξέλιξη που ενισχύει περαιτέρω τις προβλέψεις για αναβάθμιση έως το τέλος του έτους και από τους αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης.
Στο ημερολόγιο των επερχόμενων αξιολογήσεων η Ελλάδα έχει να αναμένει κρίσιμες ημερομηνίες το φθινόπωρο. Στο διάστημα από τις 8 Σεπτεμβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου θα έχουμε νέες ετυμηγορίες και από τους τέσσερις μεγάλους οίκους που λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τρεις από αυτούς -Fitch, S&P και DBRS -να αξιολογούν επίσης την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Και οι τρεις αυτοί οίκοι είναι πολύ πιθανό να προχωρήσουν σε αναβαθμίσεις που θα σημάνει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας 14 χρόνια μετά την απώλειά της στην αρχή της κρίσης χρέους.
Πρώτος στη σειρά θα αξιολογήσει την Ελλάδα ο DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου, ενώ μία εβδομάδα μετά, στις 15 Σεπτεμβρίου, θα ακολουθήσει ο «δύσκολος» Moody’s, ο οποίος αναμένεται να αναβαθμίσει το ελληνικό αξιόχρεο χωρίς να δώσει την επενδυτική βαθμίδα καθώς είναι ο μόνος οίκος που η αξιολόγησή του απέχει σημαντικά από αυτή (τρεις βαθμίδες). Στις 20 Οκτωβρίου είναι η σειρά του S&P και ο κύκλος για εφέτος θα κλείσει με τον Fitch την 1η Δεκεμβρίου.
Πάντως η συνεχής αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ευεργετικές για τον δανεισμό της χώρας και κατά συνέπεια και της ίδιας της αγοράς.
Σύμφωνα με τα μηνύματα που εκπέμπονται από ξένους οίκους και οικονομικούς αναλυτές, η Ελλάδα θα περάσει στο μονοπάτι της επενδυτικής βαθμίδας που θα αναβαθμίσει σε πολλαπλά επίπεδα την ελληνική οικονομία, αν η κυβέρνηση εφαρμόσει αξιόπιστο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και ακολουθήσει… συνετά δημοσιονομικά μονοπάτια. Μετά την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να προσελκύσει ευκολότερα επενδυτικά κεφάλαια που θα αισθάνονται μεγαλύτερη «ασφάλεια» να τοποθετηθούν σε ελληνικά ομόλογα, «ανοίγοντας» περαιτέρω τη χώρα σε επενδύσεις μακράς πνοής που θα εισφέρουν πολύτιμους πόρους στην πραγματική οικονομία. Σε αυτή την κατεύθυνση αναμφίβολα βοηθά και ο μηδενισμός του πρωτογενούς ελλείμματος το 2022 με την Ελλάδα να στέλνει συνεχώς σινιάλα αξιοπιστίας στις αγορές.
Για το υπουργείο Οικονοµικών ζητούµενο είναι η επενδυτική βαθµίδα να δοθεί από τουλάχιστον δύο οίκους αξιολόγησης. Σε κάθε περίπτωση, παραµένουν στο τραπέζι τόσο το μετριοπαθές σενάριο για ανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας το φθινόπωρο ή έστω μέχρι το τέλος του έτους όσο και το απαισιόδοξο (βασίζεται σε πολιτικές αναταράξεις και συνέχιση της τραπεζικής κρίσης) που µεταθέτει το ενδεχόµενο για το 2024.
Πώς ορίζεται όμως, με απλά κατανοητά λόγια η επενδυτική βαθμίδα για έναν μέσο πολίτη και μικρομεσαίο επιχειρηματία; Πόσες διαβαθμίσεις έχει η επενδυτική βαθμίδα και από ποιους καθορίζονται; Τελικά γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρει και ένα απλό νοικοκυριό και μια μικρή επιχείρηση;
Η επενδυτική βαθμίδα είναι το επίπεδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας πάνω από το οποίο υπάρχει σχετικά χαμηλός κίνδυνος χρεοκοπίας για την κρατική της οντότητα. Οι διαβαθμίσεις λοιπόν πάνω από το επίπεδο αυτό καθιστούν τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ενώ κάτω από αυτό αντανακλούν χαμηλή πιστοληπτική επιφάνεια.
Κάθε βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας ουσιαστικά σηματοδοτεί σε ένα δανειστή ή επενδυτή την πιθανότητα να μπορέσει η χώρα που εκδίδει ένα ομόλογο να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις χωρίς τον κίνδυνο στάσης πληρωμών. Ως εκ τούτου, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης χρησιμοποιούνται επίσης για τον προσδιορισμό των ασφαλίστρων κινδύνου, των γνωστών πλέον σε όλους spreads, και κατά συνέπεια των επιτοκίων των τίτλων που εκδίδονται, καθώς ακόμη και του ύψους των εγγυήσεων που μπορεί ζητηθούν για τη χορήγηση ενός δανείου.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής επιφάνειας του ελληνικού Δημοσίου θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες θα μετακυληθεί, θεωρητικά τουλάχιστον, και στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μειώνοντας και για αυτά το κόστος δανεισμού, αμβλύνοντας σημαντικά την επίδραση της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13.08.2023