Η δοκιμή βαλλιστικού πυραύλου μέσου βεληνεκούς από την Τουρκία φαίνεται να ανησύχησε την Αθήνα. Η Τουρκία μειονεκτώντας στον αέρα προσπαθεί να πείσει για την απειλή της με τους πυραύλους αυτούς οι οποίοι είναι αντιμετωπίσιμοι από τα Patriot.
Αποτελούν, ωστόσο, μια εξέλιξη η οποία πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.
Ένας από τους λόγους που η Τουρκία επιμένει στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών είναι να περιορίσει τη δυνατότητα της Ελλάδας να στοχεύσει στο έδαφός της από τον χερσαίο χώρο, από όπου η εμβέλεια των δυνατοτήτων του στρατού ξηράς είναι περιορισμένη. Η εμβέλεια αυτή με την παρουσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε ακριτικά νησιά πολλαπλασιάζεται. Και αυτό δεν το θέλει η Τουρκία. Απόσυρση των δυνάμεων από τα νησιά, σημαίνει ότι το πλεονέκτημα αυτό θα το στερηθεί η χώρα. Γι αυτό θα ήταν λάθος η υποχώρηση στην απαίτηση αυτή της Τουρκίας. Αντιθέτως, θα πρέπει να αποσταλεί στα νησιά το σύστημα MLRS που διαθέτει ο στρατός ξηράς και έχει εμβέλεια 80 χιλιομέτρων. Με την Τουρκία δεν μπορεί να χαριεντίζεται κανείς. Αντιλαμβάνεται, μόνο, τη γλώσσα της ισχύος.
Η Τουρκία θέλει να εξασφαλίσει σε στρατιωτικό επίπεδο βεβαιότητα νίκης για να επιχειρήσει κάποια στρατιωτική κίνηση ή να επιβάλλει την υποχώρηση κάτω από απειλή. Αυτήν την στιγμή δεν την έχει.
Και προσπαθεί να την διασφαλίσει.
Το σύστημα Patriot, οι δυνατότητες που παρέχονται από τα ακριτικά νησιά στο πυροβολικό αλλά και οι δυνατότητες που έχουν τα Rafale, η εμβέλεια των οποίων ικανοποιεί τις απαιτήσεις αποτροπής της χώρας, δίνουν ένα πλεονέκτημα στην Ελλάδα το οποίο η Τουρκία προσπαθεί να ισορροπήσει. Εκεί αποβλέπει το είδος του βαλλιστικού πυραύλου που δοκιμάστηκε χθες και εκεί αποβλέπουν και άλλες κινήσεις της στον στρατιωτικό τομέα τις οποίες προς το παρόν δεν μπορεί να ικανοποιήσει.
Επιθετική ενέργεια της Τουρκίας κατά της Ελλάδας με την σημερινή ισορροπία δυνάμεων είναι αδύνατη. Πρέπει να πετύχει συγκριτικό, έστω, πλεονέκτημα.
Στα υπέρ της Τουρκίας είναι η εγχώρια παραγωγή στρατιωτικού υλικού από την οποία όχι, μόνο, έχει έσοδα δισεκατομμυρίων αλλά και τη δυνατότητα να επιλέγει τις προτεραιότητες των ενόπλων δυνάμεών της με δική της παραγωγή. Αυτό προσθέτει και στην τεχνογνωσία της που είναι κάτι πολύ σημαντικό.
Αντιθέτως, στην Ελλάδα και η πολιτική διαφθορά και η συνδικαλιστική και κομματική υπερβολή έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο την πολεμική βιομηχανία της χώρας με αποτέλεσμα να είναι παραδομένη στην βούληση ξένων δυνάμεων σχετικά με τον εφοδιασμό του στρατού.
Στην εκπομπή «Πρίσμᨻ της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης ο Στρατηγός Ηλίας Λεοντάρης είπε πως από τώρα και στο εξής οι πόλεμοι θα είναι μακρού βεληνεκούς πλην της περιπτώσεως αστικού περιβάλλοντος. Οι στρατιώτες θα έρχονται ολοένα και λιγότερο σε άμεση αντιπαράθεση μεταξύ τους.
Η Τουρκία υλοποιεί την νέα αυτή στρατιωτική αντίληψη η οποία δεν σημαίνει βεβαίως πως θα εκλείψει η άμεση στρατιωτική παρουσία που θα δηλώνει κατάληψη εδάφους. Αλλά οι βασικές επιχειρήσεις θα γίνονται από απόσταση. Αυτήν την τακτική ακολουθεί και ο ρωσικός στρατός στην Ουκρανία το τελευταίο διάστημα. Το θέμα των βαλλιστικών πυραύλων στους οποίους υστερεί η Ελλάδα ίσως θ πρέπει να εξεταστεί.
Ορισμένοι στρατιωτικοί και αναλυτές θεωρούν πως στον βαλλιστικό πύραυλο που δοκιμάστηκε η Τουρκία μπορεί να τοποθετήσει ακόμη και πυρηνικά τα οποία θα προμηθευθεί από φιλική της χώρα αλλά η υλοποίηση ενός τέτοιου σεναρίου είναι προς το παρόν φανταστική. Εδώ η Ρωσία δεν τολμά να το επιχειρήσει θα το κάνει η Τουρκία;
Το πρόβλημα Τουρκία γίνεται για την Ελλάδα συνθετότερο μετά την επίσημη έκθεση του Λευκού Οίκου για την «εθνική στρατηγική ασφαλείας» των ΗΠΑ. Σε ένα σημείο η έκθεση αναφέρει: «Θα συνεχίσουμε να εμπλεκόμαστε με την Τουρκία προκειμένου να ενισχύσουμε τους στρατηγικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και θεσμικούς δεσμούς της με τη Δύση».
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν θέλουν να «χάσουν» την Τουρκία και θεωρούν στρατηγική επιλογή τους να την κρατήσουν στο δυτικό στρατόπεδο.
Θα έχει αυτό κόστος για την Ελλάδα; Και ποιο;
Ο κ. Μητσοτάκης έσπευσε μετά την Συμφωνία Ισραήλ- Λιβάνου να στείλει το μήνυμα πως θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο και για άλλες διαφορές. Αλλά η συμφωνία δεν ταιριάζει με τα ελληνοτουρκικά δεδομένα για πολλούς λόγους. Η ελληνοτουρκική διαφορά περί την ΑΟΖ είναι πιο σύνθετη αλλά ορισμένοι αξιόλογοι αναλυτές θεωρούν σίγουρο πως οι Αμερικανοί θα αδράξουν την ευκαιρία. Τι θα συζητήσουν Ελλάδα και Τουρκία σε μια τέτοια περίπτωση;
Ο πρώην υφυπουργός εξωτερικών και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρήστος Ροζάκης είπε, χθες, στην εκπομπή «Πρίσμα» πως η συμφωνία Λιβάνου Ισραήλ δεν ταιριάζει στην ελληνοτουρκική περίπτωση αλλά πρέπει να συνεχιστούν οι διερευνητικές οι οποίες αφού ολοκληρωθούν να διατυπωθεί συνυποσχετικό για την παραπομπή του θέματος της ΑΟΖ -και μόνο-στην Χάγη. Μια τέτοια εξέλιξη αποκλείεται να την δεχθεί η Τουρκία διότι η γειτονική χώρα εγείρει ζητήματα, ακόμη, και ελληνικής κυριαρχίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κ. Ροζάκης με τις γνώσεις και την πείρα που διαθέτει είπε πως η Ελλάδα θα μπορούσε να θέσει ζήτημα Ίμβρου και Τενέδου, καθώς και άλλα ζητήματα σε σχέση με την Τουρκία αλλά δεν το κάνει διότι δεν θέλει να επιβαρύνει την ατζέντα των ελληνοτουρκικών.
Πάντως, προς το παρόν, η Άγκυρα συνεχίζει τις απειλές κατά της Ελλάδας με σαφή την πρόθεση που προαναφέραμε για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών ώστε να περιοριστεί η εμβέλεια του ελληνικού πυροβολικού. Το θέμα έθεσε στον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Μπάϊντεν Τζάκ Σάλιβαν ο τούρκος σύμβουλος του Ερντογάν Ιμπραχίμ Καλίν και όπως δήλωσε ο ίδιος ο κ. Καλίν, ο Σάλιβαν του είπε πως θα θέσει το θέμα στην Αθήνα.
Οποιαδήποτε υποχώρηση στο θέμα αυτό από την ελληνική κυβέρνηση θα ήταν καταστροφική.
Δηλώσεις περί μη αλλαγής της θέσης των ΗΠΑ στο Αιγαίο έκανε και ο Αμερικανός πρέσβης στην Άγκυρα. Διαμορφώνεται κλίμα κάποιας πρωτοβουλίας.
Να δούμε πότε θα εκδηλωθεί.