Στον καιρό των παχέων αγελάδων, είχαμε γυναίκες συνταξιούχους τριανταπέντε ετών. Άρχιζες να δουλεύεις στα είκοσι, έβγαινες σε μια δεκαπενταετία και, βάσει του προσδόκιμου ζωής, έπαιρνες σύνταξη για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Δεν χρειαζόταν αναλογιστική μελέτη. Αρκούσε η κοινή λογική για να αντιληφθείς ότι αυτή ήταν μια εξίσωση που δεν λύνεται. Και όμως, όποιος τολμούσε να πει ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει προτού το ασφαλιστικό σύστημα καταρρεύσει και καταπλακώσει δικαίους και αδίκους, ήταν «νεοφιλεύθερος», «μονεταριστής», «ανάλγητος» και, βεβαίως, «θατσερικός», ένας όρος που συμπυκνώνει όλους τους προηγούμενους.
Στην Ελλάδα αυτά αποτελούν βαρύτατα αδικήματα και η ποινή που προβλέπεται είναι ο εξοστρακισμός από τον δημόσιο βίο – ρωτήστε τον Γιαννίτση. Αντιθέτως, δημοκρατικό, προοδευτικό και κοινωνικά ευαίσθητο θεωρείτο να απαιτείς διαρκώς λιγότερη δουλειά, νωρίτερη σύνταξη και εφάπαξ που αναλογιστικά δεν ανταποκρινόταν ούτε καν εισφορές πενταετίας. Οι «πατρίκιοι» των ΔΕΚΟ κατέβαζαν διακόπτες, ακινητοποιούσαν τα τρένα, έκλειναν τα λιμάνια προσπαθώντας να αυξήσουν τα προνόμιά τους σε βάρος των κορόιδων αλλά η διαστροφή στη νοηματοδότηση των λέξεων υπήρξε τόσο επιτυχημένη ώστε οι φορολογούμενοι συμφωνούσαν ότι όλα αυτά ήταν «κοινωνικοί αγώνες». Και πλήρωναν αδιαμαρτύρητα το λογαριασμό.
Βεβαίως, η πραγματικότητα δεν σηκώνει μπούλινγκ. Κάποια στιγμή επιβάλλεται. Αλλά οι λέξεις δεν απέκτησαν τη σημασία τους ούτε όταν η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Πάλι οι απατεώνες διαμόρφωναν τους κανόνες. Όποιος διαβεβαίωνε ότι οι Ευρωπαίοι «θα παρακαλούν να μας δανείζουν» ώστε να μην αλλάξουμε τίποτε από όσα μας οδήγησαν στην πτώχευση, ήταν δημοκρατικός, προοδευτικός και πολύ αγωνιστής. Ακόμη καλύτερα εάν υποσχόταν και «σεισάχθεια». Όποιος απαντούσε ότι τα Μνημόνια δεν καταργούνται «με ένα νόμο και με ένα άρθρο» ήταν Γερμανοτσολιάς, Νενέκος και πράκτορας του Σόιμπλε. Φυσικά, και εδώ επιβλήθηκε η πραγματικότητα. Και για να μην φτάσουμε να κάνουμε συναλλαγές με μαρούλια οπότε θα τους έπαιρναν στο κυνήγι πρώτοι πρώτοι οι «αγωνιστές» του «όχι», συνέβη αυτό που συνέβη.
Παραδόξως, ούτε αυτό άλλαξε τους ρόλους. Για λόγους που μάλλον ανάγονται στην αρμοδιότητα ειδικών επιστημόνων της ψυχής, εκείνοι που είπαν ψέματα συνέχισαν να θεωρούνται «προοδευτικοί» ενώ εκείνοι που είπαν την αλήθεια έπρεπε διαρκώς να απολογούνται επειδή οι απόψεις τους δικαιώθηκαν. Ακόμη και όταν εκδηλώθηκε το μεταναστευτικό, οι ρόλοι παρέμειναν ίδιοι. Τέσσερις λέξεις -«δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι»- σου εξασφάλιζαν το φωτοστέφανο. Οι υπόλοιπο, όλοι μαζί, στην κόλαση.
Χρειάστηκε να μας πει ο Ερντογάν καθαρά αυτό που έχει στο μυαλό του, για να αρχίσουμε να συζητάμε αυτό που εξ αρχής υπήρχε μπροστά στα μάτια μας αλλά η πολιτική ορθότητα μάς εμπόδιζε να συζητήσουμε. Ότι Open Border σημαίνει εθνική αυτοκτονία. Ότι κανένα κράτος που θέλει να είναι κράτος δεν επιτρέπεται να παραιτηθεί από τον έλεγχο των συνόρων του. Ότι η ανεξέλεγκτη εισροή μεταναστών θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά, αύριο θα έλθουν άλλοι τόσοι και μεθαύριο ακόμη περισσότεροι. Ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα ανοίξουν τα δικά τους σύνορα οπότε αυτός ο κόσμος θα μείνει εδώ. Ότι εδώ πρόκειται για πληθυσμούς που ούτε μπορούν ούτε θέλουν να αφομοιωθούν πολιτισμικά στην Ευρώπη αλλά να ζουν με τους κανόνες τους που ανάγονται σε άλλους αιώνες. Ότι εντέλει δημιουργείται ένα σοβαρό πρόβλημα εθνικής ασφάλειας. Είναι η πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, που τα ωραία λόγια δεν ακούγονται προοδευτικά αλλά ανεύθυνα. Και όσο οι επιλεκτικώς «ευαίσθητοι» του δημόσιου λόγου, αυτοθαυμαζόμενοι ως συνήθως, αρνούνται να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα και βλέπουν παντού ακροδεξιά και ρατσισμό, τόσο χαρίζουν στην ακροδεξιά και στον ρατσισμό την κοινή λογική.
Εάν το κάνουν συνειδητά ή όχι, ο Θεός κι η ψυχή τους…
* Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15 Μαρτίου 2020