Μύλοι Αλλατίνη, Κεραμεία Αλλατίνη, ΦΙΞ, ΥΦΑΝΕΤ, Αλυσίδα, ΑΓΝΟ... Η Θεσσαλονίκη είναι ίσως από τις λιγοστές πόλεις που κρύβουν στα σπλάχνα τους, μέσα στον αστικό ιστό τους, σπουδαία βιομηχανικά συγκροτήματα, απομεινάρια μιας όχι και τόσο παλιάς, ακμάζουσας εποχής. Εγκαταλελειμμένα τα περισσότερα, μισογκρεμισμένα, παραδομένα στη φθορά του χρόνου, μετά τη χρεωκοπία των άλλοτε εύρωστων επιχειρήσεων, την αδυναμία των κληρονόμων να τα αξιοποιήσουν, αλλά και την αδιαφορία της Πολιτείας, καθώς ένα, δύο απ' αυτά, ανήκουν στο κράτος. Το καθένα είναι και μια ξεχωριστή περίπτωση. Από τα εμβληματικότερα βιομηχανικά συγκροτήματα είναι αυτό των Μύλων Αλλατίνη το οποίο μάλιστα, βρίσκεται σε μια από τις πλέον επίζηλες περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος, αυτήν του Ποσειδωνίου, πλησίον του Μεγάρου Μουσικής.
Πέρασαν περισσότερα από σαράντα χρόνια από τότε που η καμινάδα των Μύλων Αλλατίνη έσβησε για πάντα. Έκτοτε το βιομηχανικό συγκρότημα πέρασε από μύρια κύματα. Ό,τι είχε απομείνει σε εξοπλισμό λεηλατήθηκε, απέμειναν μόνον τα τούβλα. Κάποια από τα κτίρια κατέρρευσαν, άλλα παραδόθηκαν στις φλόγες. Η ιδιοκτησία του πέρασε σταδιακά στις τράπεζες οι οποίες με τη σειρά τους επιχείρησαν να το ξεφορτωθούν, αλλά οι κατά καιρούς πλειστηριασμοί απέβησαν άκαρποι.
Στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας έγιναν διάφορες απόπειρες αξιοποίησης του βιομηχανικού συγκροτήματος. Όλες όμως, ναυάγησαν γιατί προσέκρουσαν στη νομιμότητα. Το πλέον φιλόδοξο πρότζεκτ υπό την επωνυμία “Πολιτεία Αλλατίνη”, συνολικού προϋπολογισμού 40 εκατ. ευρώ, είχε εκπονηθεί γύρω στο 2003 και σε αυτό συμμετείχαν η Αλλατίνη Α.Ε., η Θεμελιοδομή Α.Ε, οι Αστικές Αναπτύξεις Θεσσαλονίκης Α.Ε. και η Ωμέγα Τράπεζα. Προέβλεπε την ανακατασκευή των διατηρητέων κτιρίων, αλλά και την ανέγερση νέων πολυκατοικιών, όπως και ενός μεγάλου υπόγειου πάρκινγκ. Η υλοποίησή του προϋπέθετε διάθεση συντελεστή δόμησης 4,2· προς τούτο είχαν μάλιστα εκδοθεί και υπουργικές αποφάσεις οι οποίες όμως, στη συνέχεια κατέπεσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και μαζί τους κατέρρευσε και η “Πολιτεία Αλλατίνη”.
Η σημερινή κατάσταση του βιομηχανικού συγκροτήματος έχει ως εξής: Το 25% έχει περιέλθει στον επιχειρηματικό όμιλο συμφερόντων Σάμι Φάις ο οποίος το εξαγόρασε από την Αστικές Αναπτύξεις Θεσσαλονίκης Α.Ε. Το υπόλοιπο 75% σχεδιάζεται να διατεθεί μέσω δύο πλειστηριασμών. Ο ένας σε βάρος της υπό λύση και εκκαθάριση εταιρείας «Αστικές Αναπτύξεις Θεσσαλονίκης Α.Ε», που αφορά το 25% της κυριότητας της έκτασης και έχει οριστεί για τις 7 Σεπτεμβρίου, με τιμή εκκίνησης 1.508.000 ευρώ. Ο δεύτερος σε βάρος της “Αλλατίνη Εταιρεία Δημητριακών Βορείου Ελλάδος ΑΒΕΕ”, γνωστής πλέον ως Nutriart, που έχει οριστεί για τις 16 Νοεμβρίου, με τιμή εκκίνησης 3.204.500 ευρώ.
Σύμφωνα με ορισμένους επιχειρηματικούς κύκλους το συνολικό τίμημα των 4,7 εκατ. ευρώ για το 75% του ακινήτου θεωρείται αρκετά υψηλό δεδομένου ότι η όποια αξιοποίηση θα φορά μόνον τα υπάρχοντα κτίρια καθώς δεν μπορεί να κτιστεί τίποτε επιπλέον.
Με βάση τις επικρατούσες χρήσεις στην γύρω περιοχή, στα ισόγεια των κτιρίων θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καταστήματα και χώροι ψυχαγωγίας, ενώ οι όροφοι να γίνουν διαμερίσματα. Ο δε περιβάλλων χώρος μπορεί να διαμορφωθεί κατάλληλα με χώρους τραπεζοκαθισμάτων για τα καταστήματα, χώρους στάθμευσης και πρασίνου.
Το συνολικό κόστος αξιοποίησης του βιομηχανικού συγκροτήματος, μαζί με την αγορά του 75%, εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 22 με 23 εκατ. ευρώ.
Υπό άλλες συνθήκες και με μία άλλη δημοτική αρχή (κι αυτό δεν αφορά μόνον τη σημερινή, αφορά και τις προηγούμενες), θα μπορούσε ο δήμος να αξιοποιήσει για λογαριασμό της πόλης αυτό το εμβληματικό βιομηχανικό συγκρότημα. Να δημιουργήσει στους χώρους του ένα βιομηχανικό μουσείο, ανοιχτούς χώρους πρασίνου, παραχώρηση χώρων σε ιδιώτες για ψυχαγωγικές δράσεις, ακόμη και για κατασκευή κοινωνικής κατοικίας. Κάτι τέτοιο όμως, για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης φαντάζει παντελώς αδύνατον. Μια ματιά άλλωστε, στα αναξιοποίητα κληροδοτήματα, αλλά και στο εν γένει κτιριακό απόθεμα το οποίο έχει περιέλθει με διάφορους τρόπους στο δήμο, συνηγορεί προς αυτήν την εκτίμηση. Το ίδιο μαρτυρούν και όσα, λιγοστά κτίρια έχουν ανακατασκευαστεί και σήμερα υποαξιοποιούνται (Βίλα Πετρίδη, Σφαγεία κ.ο.κ.).
Κατά συνέπεια, μόνη ελπίδα οι Μύλοι Αλλατίνη να πάψουν να αποτελούν μια “μαύρη τρύπα” στα σπλάχνα της πόλης είναι οι πλειστηριασμοί για το 75% της κυριότητας του ακινήτου, να τελεσφορήσουν. Παράλληλα, η Περιφέρεια και οι όμοροι δήμοι Θεσσαλονίκης και Καλαμαριάς να φροντίσουν για την αναβάθμιση όλης της περιοχής, πέριξ και εκείθεν του Μεγάρου Μουσικής, η οποία εμφανίζει σήμερα εικόνα τριτοκοσμική.