Της Αθηνάς Παντελίδου-Κωφίδου
Ο όρος «νάρκισσος» χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά στις μέρες μας ευρέως, για να περιγράψει ένα μεγάλο φάσμα ανθρώπων και συμπεριφορών, από εγωπαθείς, ωραιοπαθείς, μεγαλομανείς, με τάσεις αυτοπροβολής, εγωιστές, ματαιόδοξους κτλ., τις περισσότερες φορές όμως λανθασμένα και σχεδόν πάντα με αρνητική χροιά.
Στην πραγματικότητα: α) λίγος ναρκισσισμός είναι καλός για όλους και β) η πραγματική ναρκισσιστική διαταραχή είναι πολύ σπάνια και επηρεάζει μόλις το 1% του γενικού πληθυσμού.
Άρα, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που εύκολα κάποιος θα περιέγραφε σαν «νάρκισσους» δεν είναι παρά θύματα της κατάχρησης του όρου. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι παρά φυσιολογικοί άνθρωποι με υγιή εγωισμό (όλοι τον χρειαζόμαστε), που ίσως τους αρέσει να φαίνονται και να καυχιούνται λίγο περισσότερο και ίσως και να είναι και λίγο ματαιόδοξοι. Όμως, καλό θα ήταν να κρατούσαμε κατά νου ότι το άτομο που πραγματικά πάσχει από ναρκισσιστική διαταραχή της προσωπικότητας, αυτόν που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε όντως παθολογικά «νάρκισσο», είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να τον αναγνωρίσει, γιατί οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τις πολλές μορφές που μπορεί να πάρει η συγκεκριμένη διαταραχή.
Η αλήθεια: Ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά διαθέτουμε όλοι οι άνθρωποι, άλλοι σε μεγαλύτερο και άλλοι σε μικρότερο βαθμό. Και είναι μάλλον υγιή και χρήσιμα. Πρόκειται για την ικανότητα που έχει ο καθένας να βλέπει τον εαυτό του θετικά και ίσως να τον θεωρεί και λίγο ιδιαίτερο και ξεχωριστό, κάτι εξαιρετικά ευεργετικό γιατί τροφοδοτεί την αυτοπεποίθησή μας και μας επιτρέπει να παίρνουμε ρίσκα, να τολμάμε, να κυνηγάμε τους στόχους μας. Το πρόβλημα είναι όταν κάποιος νιώθει υπερβολικά «ξεχωριστός».
Τα πολλά πρόσωπα της διαταραχής
Είναι λάθος να υποθέτουμε ότι είναι εύκολο να διακρίνουμε έναν πραγματικό νάρκισσο. Αντίθετα με την κοινή άποψη, η ναρκισσιστική διαταραχή δεν σχετίζεται πάντα με την επιθυμία κάποιου να είναι όμορφος, διάσημος, πλούσιος. Πολλές φορές μάλιστα η απληστία και η ματαιοδοξία μπορεί να μην εμφανίζονται καθόλου ως χαρακτηριστικά.
Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, κάποιοι άνθρωποι που πάσχουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή μπορεί να έχουν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στο να βοηθάνε άλλους και να προσφέρουν, με κίνητρα φαινομενικά ιδιαίτερα αλτρουιστικά, πιστεύοντας όμως μέσα τους πως έτσι θα γίνουν αξιοθαύμαστοι και αξιομνημόνευτοι (άλλωστε αυτό είναι που αποζητούν).
Αυτό που έχουν κοινό λοιπόν οι άνθρωποι που πάσχουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή, δεν είναι απαραίτητα οι συμπεριφορές που εκδηλώνουν, αλλά η ανάγκη τους για αυτοενίσχυση και αυτοεπιβεβαίωση. Οι σκέψεις τους, οι συμπεριφορές τους, ο τρόπος τους, «πρέπει» να τους διαφοροποιούν από τους άλλους και αυτό είναι που έχουν πραγματική ανάγκη: να ξεχωρίζουν από το σύνολο, να μην είναι «κοινοί», διαφορετικά παλεύουν με μια ασταθή και ρευστή αίσθηση του εαυτού τους.
Γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Και ύστερα έρχεται το αιώνιο ερώτημα: γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση. Σίγουρα υπάρχουν κάποια πρώιμα παιδικά βιώματα που μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις η διαταραχή εμφανίζεται όταν συνυπάρχουν γενετικό υπόβαθρο και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Οι άνθρωποι γεννιόμαστε με κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα, όμως το περιβάλλον μας είναι αυτό που τελικά θα τα ενισχύσει ή θα τα αποδυναμώσει.
Ο τρόπος διαπαιδαγώγησης, η επίδραση των διαφορετικών σχέσεων και το κοινωνικό, και πολιτιστικό μας υπόβαθρο παίζουν σημαντικό ρόλο στο ποιοι θα είμαστε όταν μεγαλώσουμε.
Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το λόγο που η συγκεκριμένη διαταραχή είναι πιο συχνή στις καπιταλιστικές και ανταγωνιστικές κοινωνίες, σε σχέση με πολιτισμούς και κοινότητες με συλλογικό προσανατολισμό, με παραδόσεις που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ομάδα και λιγότερο στο άτομο. Οι δυτικές ανεπτυγμένες κοινωνίες διδάσκουν από πολύ νωρίς στα παιδιά τους πως πρέπει να είναι ανταγωνιστικά, να ξεχωρίζουν, να κυνηγούν τις διακρίσεις, γιατί μέσα από αυτά «μαθαίνουν» να προσδιορίζουν τον εαυτό τους και την αξία τους.
Εδώ βέβαια έχει μεγάλη σημασία να αντιληφθούμε ότι ο ναρκισσισμός και η υψηλή αυτοεκτίμηση είναι τελείως διαφορετικές έννοιες και δεν πρέπει να συγχέονται. Έρευνες έχουν αποδείξει πως γονείς που είναι τρυφεροί και συναισθηματικά διαθέσιμοι, που περνούν ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά τους και δείχνουν έμπρακτα το ενδιαφέρον τους για αυτά που κάνουν και όχι το πόσο καλά τα κάνουν, μεγαλώνουν παιδιά που σταδιακά εσωτερικεύουν την πεποίθηση των γονιών τους πως αξίζουν και αυτό αποτελεί και τον πυρήνα της υγιούς αυτοεκτίμησης. Αντίθετα, γονείς που υπερεκτιμούν τα παιδιά τους, που τα αντιμετωπίζουν σαν να είναι μοναδικά και ξεχωριστά, δίνοντάς τους αυθαίρετα δικαιώματα και προνόμια και τοποθετώντας τα σε ένα βάθρο, προωθούν την εμφάνιση ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών.
Όταν η επιμονή στο κυνήγι της επιτυχίας ξεκινάει από πολύ νωρίς, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια προβληματική συναισθηματική σύνδεση ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, καθώς τα παιδιά διδάσκονται υποσυνείδητα πως η αγάπη και η προσοχή των γονιών τους είναι διαθέσιμα μόνο όταν και εφόσον καταφέρνουν να ανταποκρίνονται στις πολλές φορές υπερβολικές προσδοκίες τους. Παιδιά που νιώθουν πως δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις προσδοκίες, γίνονται ενήλικες με πολύ εύθραυστη αντίληψη του εαυτού τους και της αξίας τους και γραπώνονται από ναρκισσιστικές σκέψεις και συμπεριφορές για να την ενισχύσουν.
Γονείς που μεγάλωσαν νάρκισσους φαίνεται εκ των υστέρων πως είχαν την τάση να παρουσιάζουν τον κόσμο στα παιδιά τους σαν ένα μέρος όπου επικρατεί ο ανταγωνισμός και η επικράτηση του ισχυρότερου, ένα μέρος που υπάρχουν μόνο νικητές και χαμένοι, τίποτα άλλο. Θα ήταν πολύ πιο υγιές αν διδάσκαμε στα παιδιά μας πως δεν χρειάζεται να είναι οι καλύτεροι γενικά, χρειάζεται απλά να προσπαθούν να είναι οι καλύτεροι που μπορούν.
Σε έναν κόσμο που «διψάει» για νάρκισσους, ας προσπαθήσουμε να είμαστε απλά ευτυχισμένοι με τον εαυτό μας.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23-24 Μαρτίου 2019