Η ελάχιστη βάση εισαγωγής που θεσμοθετείται από το υπουργείο Παιδείας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που φέρνει το νομοσχέδιο «Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» που ψηφίστηκε επί της αρχής στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής από τη ΝΔ. Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκαν ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ 25, ενώ η Ελληνική Λύση επιφυλάχθηκε για την Ολομέλεια που θα λάβει χώρα τις επόμενες ημέρες, με την τελική ψήφιση του νομοσχεδίου να τοποθετείται χρονικά στο τέλος της εβδομάδας.
Η ελάχιστη βάση εισαγωγής θα εφαρμοστεί από τους φετινούς μαθητές της Γ’ Λυκείου και υποψήφιους των πανελλαδικών εξετάσεων και οι αντιδράσεις ως προς την υιοθέτηση και εφαρμογή αυτού του νέου μέτρου είναι πολλές και σημαντικές, καθώς σχετίζονται με τον κίνδυνο κλεισίματος πανεπιστημιακών τμημάτων που βρίσκονται σε περιφερειακά τμήματα, τη δραματική αύξηση των αποφοίτων που θα βρεθούν εκτός ΑΕΙ, αλλά και με τον χρόνο που επιλέχθηκε να υλοποιηθεί αυτή η σημαντική αλλαγή.
Απώλεια χιλιάδων φοιτητών
Την αγωνία της μελλοντικής εξέλιξης των περιφερειακών πανεπιστημίων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θέτει μέσα από τη «ΜτΚ» ο Θεόδωρος Θεοδουλίδης, πρύτανης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Ο ίδιος μιλάει για το σοβαρό κίνδυνο που θα αντιμετωπίσουν τα 10 από τα 22 τμήματα του πανεπιστημίου, λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής η οποία θα συρρικνώσει τον αριθμό των φοιτητών.
(Φ) Θεόδωρος Θεοδουλίδης, πρύτανης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
«Η θεσμοθέτηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής η οποία αναμένεται να πλήξει ασύμμετρα και άδικα τα περιφερειακά πανεπιστήμια και θα επηρεάσει καθοριστικά τους όρους, τους συσχετισμούς και τις προοπτικές περιφερειακής ανάπτυξης ενός τόπου έναντι κάποιου άλλου τόπου μέσα στην ίδια τη χώρα. Είναι εύκολα κατανοητό ότι η επιλογή των πανεπιστημιακών Τμημάτων από μέρους των υποψηφίων δεν καθορίζεται μόνο από τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις, αλλά κατεξοχήν από γεωγραφικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να ευνοούνται τα κεντρικά πανεπιστήμια. Στο πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας η ανησυχία είναι έντονη καθώς με βάση τα περυσινά στοιχεία φαίνεται πως επηρεάζεται σημαντικά ο αριθμός των εισακτέων σε 10 από τα 22 Τμήματα. Άρα, υπάρχει ορατός κίνδυνος συρρίκνωσης σε αριθμό φοιτητών και μακροπρόθεσμα σε αριθμό Τμημάτων».
Κρίσιμη η στήριξη των περιφερειακών τμημάτων
Ο κ. Θεοδουλίδης τονίζει τη σημασία το πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας να κρατήσει και να ενισχύσει το μέγεθος και τη δυναμική του στη φάση της νέας εποχής που θα περάσει ολόκληρη η περιοχή στη μετά-λιγνίτη εποχή και την αναμενόμενη αλλαγή του οικονομικού μοντέλου. «Το πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας είναι ένα δυναμικό Ίδρυμα σε φάση ταχείας ανάπτυξης, με τεράστιο υφιστάμενο και μελλοντικό κτιριολογικό πρόγραμμα. Η περίπτωσή του είναι διαφορετική ακόμη και από τα άλλα περιφερειακά πανεπιστήμια καθώς καλείται να υποστηρίξει την τεράστια πρόκληση της δίκαιης μετάβασης στη μετά-λιγνίτη εποχή και την αναμενόμενη αλλαγή του οικονομικού μοντέλου που αυτή θα επιφέρει στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Μάλιστα στο σχέδιο ανάπτυξης (master plan) που έχει πρόσφατα συνταχθεί καταδεικνύεται εμφατικά ο σημαντικός ρόλος που αναμένεται να διαδραματίσει ιδιαίτερα στον 5ο πυλώνα, ο οποίος αφορά έρευνα και εκπαίδευση. Ο αναπτυξιακός ρόλος του πανεπιστημίου απαιτεί όμως ένα κρίσιμο μέγεθος για το πανεπιστήμιο μας, τόσο σε φοιτητές όσο και σε τμήματα. Αναζητείται λοιπόν τρόπος στήριξης των περιφερειακών πανεπιστημίων και ειδικά στην περίπτωση του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας είναι επιτακτική η ανάγκη ενεργοποίησης της Ρήτρας Δίκαιης Μετάβασης και στο υπουργείο Παιδείας».
Αντιδράσεις από την αντιπολίτευση
Για τις σοβαρές επιπτώσεις ως προς τον αριθμό των εισακτέων για λόγους «που δεν συνδέονται με τις ακαδημαϊκές ή ερευνητικές τους επιδόσεις, αλλά με τη γεωγραφική και τη δημογραφική ενδοχώρα τους» μίλησαν και οι πρυτάνεις στη σύνοδό τους. Για το θέμα της ελάχιστης βάσης εισαγωγής και των αλλαγών που συμπαρασύρει, ανέβηκαν και οι τόνοι της αντιπαράθεσης της αντιπολίτευσης με το υπουργείο Παιδείας. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στη διαδικτυακή εκδήλωση με θέμα «Δημοκρατία και εκπαίδευση: η κυβερνητική απειλή και η απάντηση της κοινωνίας» ανέφερε πως για τον ίδιο η βάση εισαγωγής αποτελεί την πιο «κρίσιμη πτυχή του νομοσχεδίου», επισημαίνοντας τις πέντε συνέπειες που θα προκαλέσει. Την αύξηση της μαθητικής διαρροής στο λύκειο και μείωση των αποφοίτων του λυκείου, λόγω της δυσκολίας εισαγωγής στα ΑΕΙ. Την αύξηση της φοίτησης σε φροντιστήρια και των σχετικών οικογενειακών δαπανών. Την πλήρη ακύρωση του μορφωτικού ρόλου του λυκείου, τη μείωση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων, δεδομένου ότι αυτή έχει συνδεθεί με τον αριθμό των φοιτητών. Τέλος, το κλείσιμο και τη συγχώνευση τμημάτων.
Διαδικτυακή εκδήλωση για το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας οργάνωσε και το Κίνημα Αλλαγής, με την πρόεδρο του κόμματος Φώφη Γεννηματά να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση για τον χρόνο επιλογής κατάθεσης του νομοσχεδίου. «Για τη βάση εισαγωγής, λέμε όχι σε τιμωρητικές πρακτικές σε βάρος των μαθητών που τους οδηγούν τελικά στην ιδιωτική εκπαίδευση και δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του, αλλά το διαιωνίζουν. ‘Ναι’ στη φύλαξη, ‘όχι’ στην αστυνομοκρατία. ‘Ναι’ στην αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου. ‘Όχι’ στο δόγμα: Νόμος και Τάξη. ‘Όχι’ στα αστυνομικά τμήματα μέσα στα πανεπιστήμια» δήλωσε η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.
Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, μιλώντας στην Επιτροπή της Βουλής χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «κοινής λογικής» και σημείωσε πως μέσα από τη θεσμοθέτηση ελάχιστης βάσης εισαγωγής «δίνουμε μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία στα πανεπιστήμια να καθορίζουν όρους εισαγωγής σε αυτά». Για τις ανατροπές στο μηχανογραφικό δελτίο έκανε λόγο για «στρεβλώσεις του υφιστάμενου συστήματος» λέγοντας πως «σκοπός της ρύθμισης είναι να εισάγονται περισσότεροι υποψήφιοι σε τμήματα στα οποία θέλουν πραγματικά να σπουδάσουν».
Τα ζητήματα που δημιουργούνται
Στο ζήτημα γύρω από την πολυπλοκότητα που δημιουργείται με τη θεσμοθέτηση της βάσης εισαγωγής, αλλά και των λόγων που το μέτρο αυτό φαίνεται δυσλειτουργικό στην εφαρμογή ο Γιάννης Μπαχαράκης, Διευθυντής Σπουδών του εκπαιδευτικού οργανισμού των φροντιστηρίων ΜΠΑΧΑΡΑΚΗ, με την πολυετή εμπειρία του στην προετοιμασία των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και τη σύνταξη του Μηχανογραφικού Δελτίου, αναλύει στη «ΜτΚ» τις πτυχές και τους κινδύνους αυτού του μέτρου.
«Η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) ως προϋπόθεση για την εισαγωγή στα τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι επί της αρχής ένα σωστό και αναγκαίο μέτρο που αποσκοπεί στη διασφάλιση των ακαδημαϊκών προϋποθέσεων της επιτυχούς φοίτησης και της έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών. Τα προηγούμενα χρόνια εισήλθαν στα πανεπιστημιακά τμήματα υποψήφιοι με πολύ χαμηλές βαθμολογικές επιδόσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο και τις απαιτήσεις των σχολών. Οι φοιτητές αυτοί εγκλωβίζονται στην προσπάθεια κτήσης του πτυχίου χωρίς όμως να διαθέτουν τα αντικειμενικά γνωστικά εφόδια».
«Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις το κάθε πανεπιστημιακό τμήμα θα θέτει ως ελάχιστη βάση εισαγωγής, ποσοστό του μέσου όρου των μέσων επιδόσεων όλων των υποψηφίων στο σύνολο των τεσσάρων μαθημάτων του επιστημονικού πεδίου στο οποίο ανήκει το Τμήμα. Εδώ τίθεται ένα σημαντικό θέμα. Το πως ορίζεται η ελάχιστη βάση εισαγωγής. Δεν χρησιμοποιήθηκε ένας απόλυτος αριθμός μορίων ή μέσης βαθμολογίας (π.χ. 10), αλλά ένα πολύπλοκο σύστημα καθορισμού της Ε.Β.Ε. με στόχο αυτό να λάβει υπόψη τη σχετική δυσκολία των θεμάτων και τις μέσες επιδόσεις ανά επιστημονικό πεδίο. Σε πρακτικό επίπεδο δημιουργείται ο προβληματισμός εάν τελικά μπορεί να λειτουργήσει. Συγκεκριμένα ο μέσος όρος, των μέσων όρων των βαθμολογικών επιδόσεων όλων των υποψηφίων στα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, ανά επιστημονικό πεδίο θα πολλαπλασιάζεται με συντελεστή που θα αποφασιστεί από τα Α.Ε.Ι. για κάθε σχολή ή τμήμα. Ο συντελεστής θα πρέπει να βρίσκεται εντός του διαστήματος ελάχιστης και μεγίστης τιμής, το οποίο θα ορίζεται με απόφαση του υπουργείου Παιδείας (π.χ. 80% έως 120% του μέσου όρου). Για τις σχολές υψηλής ζήτησης Ιατρικές, Νομικές, Πολυτεχνείο καθώς και για σχολές που εδρεύουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, το μέτρο αυτό δεν επηρεάζει καθόλου, διότι ούτως ή άλλως οι βάσεις εισαγωγής είναι υψηλές. Αντίθετα, στις περιφερειακές σχολές χαμηλής ζήτησης θα μπει ένα φίλτρο στην εισαγωγή των υποψηφίων.»
Τι θα ισχύσει στις κοινές σχολές
Ο κ. Μπαχαράκης επισημαίνει τον κίνδυνο αστοχιών και κυρίως αδικιών που ενδεχομένως θα προκαλέσει το μέτρο, εστιάζοντας στη διαμόρφωση διαφορετικής βάσης εισαγωγής στην ίδια σχολή από υποψηφίους που θα εισαχθούν από διαφορετικό επιστημονικό πεδίο. Επίσης εκτιμά ότι το ποσοστό των μαθητών που δεν θα καταφέρει να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο θα είναι φέτος αρκετά υψηλό.
«Αναφορικά με την Ε.Β.Ε δεν έχουν αποσαφηνιστεί πρακτικά ζητήματα που οι αρμόδιοι του υπουργείου Παιδείας δεν τα έχουν προνοήσει και τα οποία θα τα δούμε μπροστά μας στην υλοποίηση του μέτρου. Υπάρχουν πάρα πολλές σχολές που ανήκουν (είναι προσβάσιμες) σε δύο, τρία ή και στα τέσσερα επιστημονικά πεδία. Άρα, η διαμορφωμένη βάση ανά επιστημονικό πεδίο θα έχει μεγάλες αποκλίσεις. Στο 3ο πεδίο, με παραδοσιακά καλά προετοιμασμένους μαθητές και υψηλές βαθμολογίες, η Ε.Β.Ε. θα διαμορφωθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από ότι στο 2ο πεδίο όπου διαγωνίζονται περισσότεροι υποψήφιοι και παρατηρούνται χαμηλότερες βαθμολογίες. Συνεπώς για τα κοινά τμήματα θα δημιουργηθούν τελείως διαφορετικά δεδομένα με το σύστημα της Ε.Β.Ε. ανά επιστημονικό πεδίο. Για παράδειγμα, το τμήμα Γεωπονίας Δυτικής Μακεδονίας με φετινή βάση 5.375, αν δεν ληφθεί πρόνοια, θα είναι δυσκολότερα προσβάσιμο για τον υποψήφιο του 3ου από ότι του 2ου πεδίου. Το ίδιο ισχύει σε πλήθος κοινών τμημάτων όπου η μεταβαλλόμενη και τελείως διαφορετική ανά επιστημονικό πεδίο Ε.Β.Ε. θα δημιουργήσει σοβαρές ασάφειες. Θα υπάρξουν εισαχθέντες σε σχολές με χαμηλότερα μόρια από άλλους συνυποψηφίους τους που θα έχουν γράψει συγκριτικά καλύτερα, αλλά διαγωνίστηκαν σε πιο «ανταγωνιστικό» επιστημονικό πεδίο; Θα υπάρξουν στρεβλώσεις που εκτιμώ ότι δεν τις έχουν λάβει υπόψη. Δεν θα πρέπει να δημιουργηθεί αίσθημα αδικίας στους υποψηφίους, αλλά αντιθέτως είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί το κύρος και η αξιοπιστία του θεσμού των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Νομίζω ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά με τη θεσμοθέτηση μιας ενιαίας Ε.Β.Ε. ανά τμήμα, γνωστή από την αρχή, χωρίς παραπομπές σε μελλοντικές ρυθμίσεις και αποφάσεις».
Ανατροπή με το Διπλό Μηχανογραφικό
O κ. Μπαχαράκης αναφέρεται επίσης στις ανατροπές του μηχανογραφικού που θα υποβάλλεται σε δυο φάσεις από το 2022 με παράλληλο περιορισμένο αριθμό επιλογών των υποψηφίων (εξετάζεται να είναι 15 μόνο επιλογές). Η αλλαγή αυτή θα εφαρμοστεί την επόμενη χρονιά και ουσιαστικά περιορίζει τις επιλογές των σχολών που μπορούν να δηλώσουν οι υποψήφιοι. «Η εφαρμογή του διπλού μηχανογραφικού αλλοιώνει τις επιθυμίες των υποψηφίων, δημιουργεί αδικίες και στρεβλώσεις και όπως έχει εξαγγελθεί καταστρατηγεί την ελεύθερη βούληση των μαθητών να επιλέξουν κατά σειρά προτίμησης το γνωστικό αντικείμενο και την πόλη φοίτησης στην οποία επιθυμούν να σπουδάσουν. Η διαδικασία υποβολής του Μηχανογραφικού Δελτίου μετατρέπεται σε “στοιχηματική διαδικασία” όπου οι υποψήφιοι εγκλωβίζονται σε πολύ λίγες επιλογές και καλούνται να πιθανολογήσουν βάσει της επίδοσης τους σε ποιες σχολές θα μπορέσουν να εισαχθούν. Ακριβώς αυτό το στοιχείο αίρει το επιχείρημα ότι θα εισαχθούν σε σχολή που πραγματικά επιθυμούν. Θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο για τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών. Θεωρώ ότι το μέτρο αυτό δεν εξυπηρετεί καμία απολύτως σκοπιμότητα και αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, ενώ μέσω των περιορισμένων επιλογών καταστρατηγείται η ισονομία μεταξύ των υποψήφιων και κλονίζεται η αξιοπιστία του θεσμού».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 7 Φεβρουαρίου 2021