Ιστορική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σημερινή ημέρα για το ποδόσφαιρο, αφού πριν από 16 χρόνια έγινε η μεγαλύτερη επανάσταση που υπήρξε ποτέ και αφορούσε στους κανόνες του.
Συγκεκριμένα, ήταν 15 Δεκεμβρίου του 1995, όταν μετά από πέντε χρόνια δικαστικών αγώνων, ο Βέλγος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, Ζαν Μαρκ Μπόσμαν, κέρδισε τη δίκη στο ευρωπαϊκό δικαστήριο του Λουξεμβούργου, που έμελλε να αλλάξει για πάντα το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η παρέμβαση που έκανε ο Μπόσμαν στο ποδόσφαιρο είναι πιο βαθιά ακόμα και από εκείνη των Κρόιφ, Σάκι, Καπέλο ή άλλων κορυφαίων, που διαμόρφωσαν νέα δεδομένα στον χώρο της μπάλας.
Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή…. Το 1990 ο Μπόσμαν αγωνιζόταν στη Λιέγη, στην δεύτερη κατηγορία του βελγικού πρωταθλήματος. Το συμβόλαιό του επρόκειτο να λήξει και η ομάδα τού προσέφερε μια νέα συμφωνία, μειώνοντάς του, ωστόσο, κατά τα 2/3 τις αποδοχές. Ο Μποσμάν αρνήθηκε, ήθελε να πάει να παίξει στη Δουνκέρκη, στη Γαλλία, αλλά η Λιέγη ζήτησε αποζημίωση ύψους 600.000 ευρώ, ένα ποσό αρκετά υψηλό για εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν τότε, δεν είχε το νομικό δικαίωμα να πάρει μεταγραφή σε άλλη ομάδα, αν πριν δεν αποζημιωνόταν η ομάδα του. Και έτσι αυτή ματαιώθηκε.
Ο ίδιος, ωστόσο, αποφάσισε να κυνηγήσει μέχρι τέλους την υπόθεση: Έκανε, λοιπόν, προσφυγή και ξεκίνησε έναν δικαστικό αγώνα που ίσως ούτε ο ίδιος φανταζόταν την διάρκεια, την κατάληξη, αλλά και τις συνέπειες που θα προκαλούσε. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας ποδοσφαιριστής προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια, προκειμένου να διεκδικήσει την «ελευθερία του».
Έτσι, το άρθρο 48 της Συνθήκης της Ρώμης του 1957 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο ποδόσφαιρο. Από την ημερομηνία εκείνη και μετά δεν είναι τίποτα ίδιο.
Με την απόφαση αυτή, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «απόφαση Μπόσμαν», επετράπη στους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές να μεταγράφονται ελεύθερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν λήγει το συμβόλαιό τους με κάποιο σύλλογο, χωρίς η ομάδα που αγωνίζονταν να παίρνει χρήματα. Επίσης, ακυρώθηκαν όσοι κανονισμοί εθνικών ομοσπονδιών χωρών - μελών της Ε.Ε. επέβαλαν περιορισμούς σε τέτοιου είδους μεταγραφές και ένα ανώτατο όριο ξένων ποδοσφαιριστών, όριο που επίσης καταργήθηκε.
Η απόφαση αρχικά αφορούσε μόνο σε ποδοσφαιριστές υπηκόους των χωρών-μελών της Ε.Ε., τους λεγόμενους κοινοτικούς, για τους οποίους επιτρεπόταν πλέον μεταγραφή ανεξαρτήτως αριθμού, σε αντίθεση με τους μη κοινοτικούς, για τους οποίους η κάθε ομοσπονδία διατήρησε τους κανονισμούς της.