Ένα μυθιστόρημα συντροφικότητας, γέλιων και δακρύων. Διαβάζοντας κανείς το νέο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ με τίτλο «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου» διαπιστώνει ότι αποτελεί έναν ύμνο στη φιλία.
Είναι άλλωστε το πρώτο μυθιστόρημα στο οποίο ο ίδιος καταπιάνεται με το θέμα της παρέας, τοποθετώντας το στη δεκαετία του ’90. «Ήταν η δεκαετία της εφηβείας και της ενηλικίωσής μου, ήταν τα χρόνια που ανακάλυψα τον πόθο και τον φόβο, τη μοναξιά και το βάλσαμο της φιλίας. Ήταν, επίσης, η δεκαετία της επίπλαστης ευμάρειας, της ξεγνοιασιάς και της τρυφηλότητας, και συγχρόνως των αγριότερων ανισοτήτων. Το έιτζ θέριζε ζωές, η φτώχια ισοπέδωνε πλήθη, αλλά οι ευνοούμενοι της τύχης δεν είχαν ιδέα. Αυτή την αμεριμνησία - άλλοτε αθέλητη και άκακη κι άλλοτε εσκεμμένη και φριχτή - ήθελα να αποτυπώσω σ’ αυτό το βιβλίο», λέει στο makthes.gr ο συγγραφέας.
Ήρωες του βιβλίου είναι τρία παιδιά – τραυματισμένα κι εξόριστα, χαμίνια του δρόμου, που γνωρίζονται, φωλιάζουν σε μια κατάληψη των Εξαρχείων και γίνονται αδέλφια. Οι τρεις τους παλεύουν να ζήσουν τη νιότη τους μα ο κίνδυνος πλανιέται ολόγυρα: αδίστακτα αφεντικά και πελάτες, εχθροί των καταλήψεων, ένας καθ’ έξιν δολοφόνος φάντασμα που έχει βαλθεί να καθαρίσει την πιάτσα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, το μόνο μέλος της παρέας που επέζησε ιστορεί τις αλησμόνητες εκείνες εποχές, συνομιλώντας με τους χαμένους φίλους.
«Ως πιστός μαθητής του Χατζιδάκι αποστρέφομαι τη νοσταλγία»
Στις σελίδες του βιβλίου είναι διάχυτη η νοσταλγία στον καημό της αδικημένης νεότητας. Για εκείνον η πρώτη νεότητα ήταν, ως γνωστόν, ένα δύσκολο στάδιο ζωής αφού έχει συνδεθεί με απελπισμένο πόθο, φόβο, περιθώριο, μοναξιά. Γι’ αυτό και, κατά τις δηλώσεις του, ήταν το πρώτο βιβλίο που τον έκανε να κλάψει όταν το έγραφε.
Πόσο ο ίδιος νοσταλγεί την εφηβική εποχή της Θεσσαλονίκης; Πόσο του λείπει ο κατά κόσμον Πέτρος Χατζόπουλος πριν γίνει Αύγουστος Κορτώ; «Ως πιστός μαθητής του Χατζιδάκι, αποστρέφομαι τη νοσταλγία», απαντά.
«Το φτιασίδωμα της μνήμης, εκ των υστέρων, είναι η βαρύτερη, πιο ασυγχώρητη προδοσία του εαυτού. Δεν μου λείπει απολύτως τίποτα απ’ τα σκοτεινά εκείνα χρόνια», προσθέτει.
Γνωρίζει πολύ καλά τους ήρωες των βιβλίων του, ίσως καλύτερα κι από τον ίδιο του τον εαυτό. «Βρίσκομαι μαζί τους, συνειδητά, εμμονικά, απ’ τη σύλληψη μέχρι το τέλος του μύθου τους. Τα παιδιά αυτού του βιβλίου περιβάλλονται - παρ’ όλη την προγονική βία - από μιαν αγάπη αμιγώς πατρική και μεγάλη», τονίζει.
«Δεν νομίζω ότι το βιβλίο υπήρξε ποτέ προτεραιότητα για το κράτος μας»