Ένας γνώριμος φίλος του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, ένας δημιουργός που πολλοί αποκαλούν πειραματικό παρότι ο ίδιος δεν αποδέχεται έναν τέτοιο χαρακτηρισμό είναι ο αυστριακός Γκούσταβ Ντόιτς που δίνει και φέτος το «παρών» του στην 21η διοργάνωση. Ανήσυχο και θυελλώδες πνεύμα ο ίδιος μεταπήδησε από την αρχιτεκτονική στο σινεμά στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 υιοθετώντας το δικό του προσωπικό ύφος που μεταμορφώνει το αρχειακό υλικό σε κινηματογραφική πραγματικότητα. «Με εντυπωσιάζει πάντα ότι πολλοί κινηματογραφιστές έχουν σπουδάσει αρχιτεκτονική ως βασικές σπουδές. Τα δύο αυτά είδη έχουν κάτι κοινό: σκέφτονται σε βήματα. Επίσης και στα δύο για να ολοκληρωθεί ένα πρότζεκτ χρειάζεται μια διαδικασία 3-4 χρόνων. Ταυτόχρονα πρέπει να κατανοείς πολλούς ανθρώπους, απαιτείται δηλαδή μια ομαδικότητα», είπε στη διάρκεια της ανοιχτής συζήτησης που ολοκληρώθηκε πριν λίγο στο Momus με αφορμή το αφιέρωμα που πραγματοποιεί σ’ εκείνον το 21ο ΦΝΘ.
Σε μια προσπάθειά του να δημιουργήσει την ιστορία του κινηματογράφου ο ίδιος κάνει φιλμ με αρχειακό υλικό. Μια μοναδική προσέγγιση στην αρχειακή έρευνα και τη λεγόμενη «οπτική» σκέψη είναι η ταινία του «Film ist 1-6» που χωρίζεται σε τρία μέρη (1998, 2002, 2009). «Ξεκινήσαμε από τις απαρχές του κινηματογράφου, δεν πιστεύω ότι αυτή η τέχνη γεννήθηκε σε μια μέρα. Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν δύο κοιτίδες σ’ αυτόν. Η πρώτη είναι το επιστημονικό εργαστήριο και η δεύτερη είναι η τέχνη του πορνό, η διασκέδαση, η μαγεία του λούνα παρκ. Μετά άρχισα να συγκεντρώνω αποφθέγματα και ρήσεις διαφόρων κινηματογραφιστών για το τι είναι τελικά ο κινηματογράφος σε μια προσπάθεια να τους κατανοήσω. Μέσα από την ταινία φαίνεται ότι οι δυνατότητες του κινηματογράφου είναι άπειρες. Οι ταινίες κινούνται μέσα στον χρόνο, στο φως, στο σκοτάδι. Μας παρουσιάζουν ανθρώπους σε κίνηση. Όλη αυτή αναζήτηση στο αρχειακό υλικό απαιτεί συνεργασία. Σε ένα κινηματογραφικό αρχείο δεν μπορείς να κάνεις αναζήτηση πληκτρολογώντας κάτι. Οι άνθρωποι που εργάζονται είναι αυτοί που θα σε βοηθήσουν να εντοπίσεις το υλικό και το θέμα είναι πόσο ακριβής είναι η μνήμη τους», τόνισε για το πρότζεκτ πάνω στο οποίο δουλεύει πολλά χρόνια.
Αποφεύγοντας τη διάκριση ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας
Ο Ντόιτς αποφεύγει τη διάκριση μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. «Αν δει κανείς ντοκιμαντέρ συνειδητοποιεί ότι τα περισσότερα είναι σκηνοθετημένα. Ο διαχωρισμός είναι τελείως ψευδής. Βλέποντας μια πυρκαγιά είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις τι είναι πραγματικό και τι μυθοπλασία», είπε χαρακτηριστικά.
Αποκαλεί συχνά τις μικρού μήκους ταινίες του φιλμ τσέπης. «Βάζω την κάμερα σε ένα σταυροδρόμι, πατάω το ον και βλέπω τι έχει καταγραφεί λίγο αργότερα. Αυτό πάντα περιέχει εκπλήξεις από τους περαστικούς, από αυτούς που θα έρθουν να ρίξουν μια κρυφή ματιά…», αποκάλυψε.
Θεωρεί πως σήμερα το σινεμά έχει πάρει μια άλλη διάσταση από αυτή που είχε κάποτε. «Παλιότερα θεωρούσαμε ερασιτεχνικές κάποιες ταινίες. Τώρα καθένας με το κινητό του μπορεί να τραβήξει μια ταινία, αλλά έχει χαθεί πια η ποιότητα της εικονοληψίας. Ένας άνθρωπος που βγάζει 300 φωτογραφίες τη μέρα στο παιδί του δεν είναι δυνατόν να προσέχει τι βγάζει. Έτσι όμως δεν τιμάμε τη φωτογραφία. Έχουμε μαζί με τη σύντροφό μου ένα φωτογραφικό άλμπουμ από την παιδική μας ηλικία με 30-40 φωτογραφίες. Τις θυμόμαστε όλες, τις γνωρίζουμε καλά. Σήμερα όμως όταν έχει γενέθλια το μωρό σου μπορεί να τραβάς εκατοντάδες στιγμιότυπα αλλά δεν ξέρεις κανένα απέξω».
Στην ωριαία ανοιχτή συζήτηση ο ίδιος μίλησε και για άλλα πολλά θέματα όπως για το κοινό που προτιμάει πάντα να είναι νεανικό, για τους θεατές που τους θέλει περίεργους, «ανθρώπους που να μπορούν να ανιχνεύσουν όπως εγώ», ενώ για το παρόν του κινηματογράφου είπε ότι ο δημιουργός θέλει μεν να είναι εφευρετικός, επινοητικός, τολμηρός, υπάρχει ωστόσο και η κινηματογραφική βιομηχανία που συχνά παρεμβαίνει χωρίς να παρουσιάζει κανέναν απολύτως ενδιαφέρον αφού ο κινηματογράφος είναι πρώτα από όλα τέχνη και πρέπει να επικεντρώνεται στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Ερωτήσεις του απηύθυνε ο Γιώργος Κρασσακόπουλος. Στο πλαίσιο του αφιερώματος προβάλλονται επτά ταινίες του δημιουργού.