H κυλιόμενη Έρευνα Τάσεων στο Λιανεμπόριο FMCG του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) καταγράφει τις απόψεις των στελεχών επιχειρήσεων του κλάδου για τα κύρια κλαδικά θέματα και προκλήσεις. Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο 25 Ιανουαρίου έως 6 Φεβρουαρίου 2023 με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου και δείγμα 150 ανώτερα και ανώτατα Στελέχη Επιχειρήσεων (Λιανεμπόριο-Αλυσίδες σουπερμάρκετ και Προμηθευτές FMCG) από τη Γενική Διεύθυνση και τα τμήματα Marketing, Πωλήσεων. Αγορών, Οικονομικών, Πληροφορική κλπ.
Τα αποτελέσματα καταγράφουν την αξιολόγηση των εξελίξεων από τα στελέχη του κλάδου για το Β’ εξάμηνο 2022 και τις προσδοκίες τους για το Α’ εξάμηνο 2023 οι οποίες συνοψίζονται σε:
- Αύξηση των πωλήσεων το Α’ 6μηνο του 2023 (+2,0%) σε σχέση με το αντίστοιχο του 2022, αλλά και συνολικά το 2023 (+2,3%).
- Μείωση του όγκου πωλήσεων το Α’ εξάμηνο του 2023 (-2,2%) σε σχέση με το αντίστοιχο του 2022.
- Επαναφορά του επίπεδου του οικονομικού κλίματος σε θετικά επίπεδα.
- Ιδιαίτερα έντονη επίδραση των ανατιμήσεων στη λειτουργία των επιχειρήσεων και εκτίμηση για μακροχρόνιες επιπτώσεις.
Σε σχέση με τις προσδοκίες για τις πωλήσεις του κλάδου (βλ. σχήμα 1), καταγράφεται μεγάλο ποσοστό ερωτηθέντων 70% οι οποίοι θεωρούν ότι οι πωλήσεις του κλάδου θα αυξηθούν το επόμενο εξάμηνο, με ένα μικρό ποσοστό 11% οι οποίοι θεωρούν ότι θα παρουσιάσουν μείωση. Μεσοσταθμικά τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμούν ότι θα καταγραφεί αύξηση της τάξης του 2,0% στις πωλήσεις το εξάμηνο Ιανουάριος 2023-Ιούνιος 2023 σε σχέση με το ίδιο εξάμηνο του 2022, ενώ αντίστοιχη είναι και η εκτίμηση συνολικά για το 2023 με τα στελέχη να εκτιμούν αύξηση πωλήσεων της τάξης του 2,3% μεσοσταθμικά. Αντίθετα, τα στελέχη εκτιμούν μείωση του όγκου πωλήσεων το Α’ εξάμηνο του 2023 (-2,2%) σε σχέση με το αντίστοιχο του 2022. Η διαφορά αυτή αποδίδεται στις πληθωριστικές πιέσεις και τις αυξήσεις τιμών σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022.
Η αρνητική τάση που καταγράφηκε στην αποτίμηση της εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης της χώρας το 2022 βελτιώνεται στην παρούσα μέτρηση. Συγκεκριμένα, τον Μάιο 2022 μόλις το 7% θεωρούσε ότι η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε και η πλειοψηφία σε ποσοστό 87% ότι χειροτέρεψε (σχήμα 2), τον Ιανουάριο 2023 το 50% θεωρεί ότι η οικονομική κατάσταση χειροτέρεψε και το 29% ότι βελτιώθηκε.
Το οικονομικό κλίμα (σχήμα 3) παρουσιάζει ακόμα πιο βελτιωμένη εικόνα, η οποία οφείλεται στις συνολικά σε όλες τις εκτιμήσεις των στελεχών (πωλήσεις, τιμές, οικονομικές συνθήκες). Ο δείκτης καταγράφεται στο 0,39, αρκετά βελτιωμένος σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση.
Μεταξύ των θεμάτων που εξετάστηκαν, διερευνήθηκε και η παρούσα οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, αλλά και η επίδραση των ανατιμήσεων. Όπως καταγράφεται στο σχήμα 4, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων σε ποσοστό 34% αναμένει καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα ως προς την κερδοφορία της το 2023, ενώ 17% αναμένει χειρότερο οικονομικό αποτέλεσμα. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις του δείγματος, είτε δεν έχουν ακόμα σαφή εικόνα, είτε δεν αναμένουν μεταβολή.
Πρακτικά 1 στις 7 επιχειρήσεις του κλάδου του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τροφίμων αναμένει ζημιές το 2023, ενώ λίγο περισσότερες από 1 στις 2 αναμένει κέρδη, αλλά και από αυτές που αναμένουν κέρδη, οι περισσότερες από τις μισές εταιρείες αναμένουν οριακά κέρδη κάτω του 2%.
Τον κύριο ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έχει παίξει η αύξηση του κόστους, οι ανατιμήσεις και η προσπάθεια συγκράτησης των τιμών. Στο σχήμα 5 καταγράφονται οι παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά τις τιμές το 2023. Σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου το κόστος ενέργειας, οι τιμές των πρώτων υλών και το κόστος μεταφορών είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες με το 100% των ερωτώμενων να αναγνωρίζουν αυτό το κόστος ότι επηρεάζει τις τιμές. Για το σύνολο των ερωτώμενων σχεδόν (97%) ο πόλεμος στην Ουκρανία επιδρά αυξητικά στις τιμές των προϊόντων.
Οι υπόλοιπο παράγοντες που καταγράφονται στη μελέτη επιδρούν και αυτοί αυξητικά στις τιμές σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς, αλλά με μικρότερη ένταση από τους προαναφερθέντες παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί κατά σειρά σημαντικότητας είναι οι έμμεσοι φόροι, το εργασιακό κόστος, η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κόστη της πανδημίας, το κόστος δανεισμού, αλλά και οι εκλογές.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την μεγάλη ένταση των πληθωριστικών πιέσεων και την πολυπλοκότητα αντιμετώπισης του φαινομένου, λόγω των πολλών αρνητικών παραγόντων που επιδρούν στις τιμές. Παρόλα αυτά η πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου του λιανεμπορίου τροφίμων και της βιομηχανίας τροφίμων έχει απορροφήσει μέρος των ανατιμήσεων. Συγκεκριμένα όπως καταγράφεται στο σχήμα 6, 9 στις 10 επιχειρήσεις έχουν απορροφήσει έστω ένα μέρος από τις ανατιμήσεις που έχουν λάβει από τους προμηθευτές τους και δεν τις έχουν μεταφέρει στους πελάτες τους.
Το ποσοστό της αύξησης που έχει απορροφηθεί μεσοσταθμικά είναι 23%, δηλαδή το ¼ της αύξησης. Το 27% έχει απορροφήσει έως 10%, το 42% έχει απορροφήσει 10-25%, το 20% έχει απορροφήσει 25-50% και το 12% πάνω από 50%. Βέβαια το κατά πόσο αυτό μπορεί να συνεχιστεί αποτελεί ένα μεγάλο ερώτημα με βάση τα στοιχεία του σχήματος 1 για την κερδοφορία των επιχειρήσεων, καθώς όσο δεν εμφανίζεται αποκλιμάκωση των τιμών, η απορρόφηση των ανατιμήσεων θα αποτελεί μη βιώσιμη λύση για τις εταιρείες.
Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των απόψεων των στελεχών απεικονίζουν ένα δύσκολο και ιδιαίτερα απαιτητικό επιχειρηματικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων (βιομηχανία και λιανεμπόριο) και μία κατάσταση η οποία είναι δύσκολο να αναστραφεί άμεσα.