Αδριανούπολη, 1910. Η Φανή, νεαρή ακόμη κοπέλα, βλέπει το πεπρωμένο της να αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Όλοι μακαρίζουν την καλή της τύχη να παντρευτεί τον όμορφο Παναγιώτη, τον γιο ενός πλούσιου μεγαλοκτηματία και να γίνει μέσα σε μια νύχτα η αρχόντισσα της Αδριανούπολης. Ζουν μαζί με τα τρία τους παιδιά μερικά χρόνια απόλυτης ευτυχίας σε μια γη που αναβλύζει αρώματα και καρπούς, μέχρι που η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 ανατρέπει τις ζωές τους για πάντα. Η Φανή και ο Παναγιώτης μαζί με τόσους άλλους συμπατριώτες τους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και την εύφορη γη τους και να φτάσουν ως πρόσφυγες στην πονεμένη Ελλάδα του ’22. Η άλλη πλευρά του ποταμού Έβρου θα αγκαλιάσει τα τραύματά τους αλλά δεν θα κλείσει την πληγή του ξεριζωμού. Το χωριό που θα εγκατασταθούν δεν θυμίζει σε τίποτα τον τόπο τους. Σπίτια ερειπωμένα, χώμα και λάσπη παντού. Η πείνα, οι αρρώστιες και η εξαθλίωση θα γίνουν οι άσπονδοι εχθροί τους. Μα η ζωή σε κάνει να παλεύεις, ελπίζοντας να ξαναβρείς τον χαμένο σου παράδεισο… Η αληθινή ιστορία της Φανής. Μιας γυναίκας που έμαθε να πορεύεται αντάμα με τον πόνο μέχρι τα στερνά της, που όσο και αν προσπάθησε να κάνει θολές τις εικόνες στο μυαλό της, η θύμηση της γενέθλιας γης αποτελούσε πάντα σημείο αναφοράς και νοσταλγίας της ζωής που έζησε…
Θεσσαλονίκη, 2023. Η Στέλλα Καλλέ, απόγονος της Φανής, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Ορεστιάδα, δασκάλα, με πολύ καλές σπουδές, μάστερ και διδακτορικά, γράφει ένα βιβλίο για να τιμήσει τους προγόνους της.
Είναι η ιστορία των γιαγιάδων της όπως την άκουγε από παιδί, μια αφήγηση που με τα χρόνια ωρίμασε μέσα της και… έσκασε σαν ρόδι σε ηλιόλουστη πέτρα, αφήνοντας κόκκινους γλυκόπικρους καρπούς, αστραφτερούς σαν χρυσάφι!
Μια οικουμενική ιστορία
Η Στέλλα Καλλέ, ενώ καταπιάνεται με μια δική της οικογενειακή ιστορία, δεν είχε ενδοιασμούς να την αφηγηθεί δημόσια. Μιλώντας στη «ΜτΚ» εξηγεί γιατί: «Παρόλο που πρόκειται για προσωπική ιστορία, είναι κατά κάποιο τρόπο ταυτόχρονα οικουμενική, ειδικά για όσους έχουν προσφυγική καταγωγή. Δεν απέκρυψα τίποτα από την πραγματική ιστορία της οικογένειας που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο, ωστόσο, για λόγους ευσυνειδησίας, άλλαξα ένα από τα ονόματα των προσώπων. Δεν είναι εύκολο να γράφεις αλήθειες. Όλοι μας έχουμε στοιχεία του χαρακτήρα μας που θα θέλαμε να μείνουν στην αφάνεια».
Ο τίτλος του βιβλίου της «Ο δρόμος του σπαραγμού» (εκδόσεις Έξη), προέκυψε από μια ιδέα και κατόπιν προτροπής της εκδότριάς της. «Όταν διάβασε την τραγική ιστορία της βασικής ηρωίδας του βιβλίου, άλλαξε τον αρχικό τίτλο που είχα δώσει εγώ, θεωρώντας ότι η λέξη ‘σπαραγμός’ αποδίδει καλύτερα όσα διαδραματίζονται στην πλοκή του βιβλίου».
Οι ήρωες του μυθιστορήματος, βασανισμένοι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, ζουν και κινούνται με φόντο μια εξίσου ταραχώδη Ελλάδα. «Πόσο τελικά η Ιστορία είναι οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων;», τη ρωτάω. «Αγαπώ πραγματικά τη λεγόμενη μικροϊστορία, όπως ονομάζεται επιστημονικά. Τις ιστορίες δηλαδή των απλών, καθημερινών, άσημων ανθρώπων που ζουν και δρουν κάτω από τη σκιά των μεγάλων γεγονότων τα οποία ορίζουν τον ρουν της Ιστορίας. Των ανθρώπων εκείνων που παραμένουν άγνωστοι στη μεγάλη αφήγηση, που δεν βρίσκουν ποτέ θέση σε σχολικά εγχειρίδια ή ιστορικά βιβλία. Υπάρχει άραγε ελληνική οικογένεια που δεν έχει επηρεαστεί από όσα δραματικά συνέβησαν κατά τον 20ο αιώνα; Πόλεμοι, προσφυγιά, εμφύλιος δεν είναι γεγονότα που μας επηρέασαν όλους;», απαντά δια της ερώτησης.
Γλώσσα, παράδοση, κουζίνα, ηχόχρωμα
Πράγματι, όπως τα λέει η συγγραφέας, η μετανάστευση, η προσφυγιά είναι γονιδιακά ένα από τα κυρίαρχα «συστατικά» του ελληνικού στοιχείου. Η δική της καταγωγή από την Ανατολική Θράκη της χάρισε πολλά, αλλά ένα είναι το κυρίαρχο: «Κέρδισα ένα από τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς μου. Θα ήμουν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος αν δεν είχα μεγαλώσει στην Ορεστιάδα, αν δεν είχα ακούσει τόσες ιστορίες για τα ‘μέρη που αφήσαμε πίσω’. Έμαθα από παιδί μια γλώσσα, μια παράδοση, μια κουζίνα, ένα ηχόχρωμα που με όρισε και με καθόρισε στη συνέχεια ως προσωπικότητα. Έμαθα να είμαι φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη και χαμογελαστή παρά τις όποιες δυσκολίες. Όπως όλοι οι Εβρίτες, όπως όλοι πιστεύω οι Θρακιώτες».
Μέσα από το βιβλίο ήθελε να γνωρίσει το αναγνωστικό κοινό την ιστορία του τόπου της. «Να περπατήσει στην Αδριανούπολη, να μυρίσει τους ευωδιαστούς της μπαξέδες, να γνωρίσει τα έθιμα, τις παραδόσεις και τις πίκρες των Θρακιωτών. Να ανακαλύψει τα ακριτικά χωριά του Έβρου, να πορευτεί μαζί με την ηρωίδα από το φως στο σκοτάδι κι από τον απόλυτο πόνο στην ευλογία της συγχώρεσης», όπως τονίζει η Στέλλα Καλλέ.
Όσο για το τι ακολουθεί μετά από αυτό; Έχει γράψει ήδη κάτι καινούριο και περιμένει να εκδοθεί. «Θα έχει κι αυτή τη φορά άρωμα Θράκης, αλλά σε μια πιο σύγχρονη εποχή», αποκαλύπτει.
Κυριακή Τσολάκη
Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής 15/10/2023