Από μικρό παιδί, ο Λεωνίδας Ρωμανός Νταβράνογλου «κυνηγούσε» ερπετά κι αμφίβια και παρότι είχε αδυναμία στους δεινόσαυρους, ένα παιχνίδι με τους φίλους του στο δάσος ήταν η αφορμή για να «ανακαλύψει» τον θαυμαστό κόσμο των εντόμων. Κι έμελλε αυτή η «ανακάλυψη» να εξελιχθεί σε πάθος επιστημονικό, που τον έφερε στο κατώφλι του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Εκεί, όπου σήμερα, με την ιδιότητα του μεταδιδακτορικού ερευνητή χαράσσει τον δικό του ξεχωριστό επιστημονικό δρόμο καθώς πρόσφατα, μαζί με ομάδα συναδέλφων του, κατέγραψαν στην ινδονησιακή Παπούα ένα ακριβοθώρητο είδος θηλαστικού, την έχιδνα του Ατένμπορο (Attenborough's long-beaked echidna), που πολλοί θεωρούσαν πως είχε εξαφανιστεί.
Ο Έλληνας ερευνητής, μαζί με τους συναδέλφους του, πήγαν στα όρη των Κυκλώπων στην επαρχία Παπούα της Ινδονησίας -από τα πιο δυσπρόσιτα και απόκρημνα βουνά του πλανήτη- όπου πριν από έξι δεκαετίες είχε θεαθεί για τελευταία φορά η έχιδνα του Ατένμπορο, και παρόλο που γνώριζαν πως επρόκειτο για μια δύσκολη αποστολή, μέσα τους σιγόκαιγε η ελπίδα πως ο δρόμος τους θα διασταυρωθεί με αυτόν του μοναδικού αυτού θηλαστικού. Όπως κι έγινε «κυριολεκτικά την τελευταία ημέρα», όπως περιγράφει ο κ. Νταβράνογλου, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».
«Αυτό το συγκεκριμένο είδος είναι γνωστό μόνο από ένα άτομο που συνέλεξε ένας βοτανολόγος πριν από 60 χρόνια και μέχρι τώρα όλοι πιστεύαμε ότι έχει εξαφανιστεί καθώς πολλοί ζωολόγοι είχαν προσπαθήσει να το βρουν, ωστόσο είχαν αποτύχει. Η αποστολή μας διήρκεσε δυο μήνες και στον χρόνο αυτό πήγαμε στα πιο δυσπρόσιτα και απομονωμένα μέρη του βουνού, όπου τοποθετήσαμε γύρω στις ογδόντα παγίδες - κάμερες. Πρόκειται για κάμερες που τις τοποθετείς σε έναν θάμνο ή σε ένα δέντρο και αντιδρούν στην κίνηση, οπότε μόλις περνάει κάποιο ζώο, τραβούν σειρά φωτογραφιών. Η αποστολή μας στέφθηκε με επιτυχία κυριολεκτικά την τελευταία μέρα, στην τελευταία κάμερα και τελευταία κάρτα μνήμης» εξηγεί ο κ. Νταβράνογλου.
«Είχαμε χάσει κάπως την ελπίδα αλλά όταν ο συνάδελφός μου, ο Τζέιμς Κέμπτον, άνοιξε την τελευταία κάμερα και είδε το υλικό, άρχισε να φωνάζει "το βρήκαμε, το βρήκαμε". Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι χαρά είχαμε, ζητωκραυγάζαμε, πανηγυρίζαμε, απίστευτη ευτυχία!» περιγράφει, με έκδηλο τον ενθουσιασμό στη φωνή, ο Έλληνας ερευνητής, αφηγούμενος πώς η ομάδα τους εντόπισε την έχιδνα του Ατένμπορο, το σώμα της οποίας είναι σαν του σκαντζόχοιρου, τα πόδια της σαν του τυφλοπόντικα και η μουσούδα της σαν του μυρμηγκοφάγου ενώ ανήκει σε μια αρχαία κατηγορία θηλαστικών που έζησε 200 χρόνια πριν.
Μάτι ...γαρίδα, επιμονή και πολλή μελέτη το «μυστικό» της επιτυχίας
Μπορεί, δε, ο εντοπισμός της έχιδνας του Ατένμπορο να ήταν το highlight της αποστολής, ωστόσο ο κ. Νταβράνογλου και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μπορούν να δηλώνουν περήφανα πως έχουν μαζέψει «πολλά κιλά βιοποικιλότητας», που βρίσκονται πλέον στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ινδονησίας, στην Τζακάρτα, και περιμένουν τους ερευνητές να τα μελετήσουν ενδελεχώς. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο κ. Νταβράνογλου, «η ερευνητική αποστολή είναι το 10% και το υπόλοιπο 90% γίνεται μετά την αποστολή, όταν αναλύουμε τα δεδομένα».
«Για παράδειγμα», εξηγεί, «τώρα που έχουμε βρει ότι αυτό το μοναδικό είδος θηλαστικού επιβιώνει, το επόμενο βήμα είναι να καταλάβουμε πόσο μεγάλος είναι ο πληθυσμός του, πώς ζει, πότε ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του, δηλαδή πρέπει να μάθουμε όλες τις παραμέτρους που θα μας βοηθήσουν να το προστατεύσουμε στο μέλλον. Επειδή πρόκειται για χαρισματικό είδος και έχει μεγάλη συμβολική και πολιτισμική σημασία για τους ιθαγενείς πληθυσμούς που ζουν εκεί, νομίζω ότι θα μπορέσουμε να το χρησιμοποιήσουμε για να προστατεύσουμε όλο το μοναδικό οικοσύστημα στην Παπούα».
Δεν ήταν, βέβαια, καθόλου τυχαίο που η προσπάθεια της συγκεκριμένης ερευνητικής ομάδας στέφθηκε με επιτυχία αφού τα μέλη της είχαν επενδύσει πολύ χρόνο στη μελέτη τα προηγούμενα χρόνια. «Αυτή η αποστολή χρειάστηκε τέσσερα χρόνια προετοιμασίας μαζί με τον συνάδελφό και φίλο μου Τζέιμς Κέμπτον, ο οποίος ήταν ο συνεπικεφαλής της έρευνας. Είχαμε πάθος για τους Τροπικούς επί πολλά χρόνια και διαβάζαμε για τους μεγάλους ζωολόγους και ερευνητές του 19ου αιώνα και πρώιμου 20ου αιώνα. Δεν πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να φέρουμε εις πέρας μια τέτοια αποστολή, ιδίως σε ένα από τα πιο δυσπρόσιτα μέρη του κόσμου, όπως η ινδονησιακή Παπούα, αλλά μετά από χρόνια επιμονής και σε συνεργασία με την ινδονησιακή κυβέρνηση τα καταφέραμε» σημειώνει ο κ. Νταβράνογλου.
Ένα από τα σπάνια ευρήματα της αποστολής ήταν κι ένα είδος γαρίδας, ελαφρώς μεγαλύτερο από κόκκο ρυζιού. «Βρήκαμε δεκάδες νέα είδη εντόμων, βατράχων κι ερπετών και σε ένα από τα πιο ψηλά σημεία του βουνού είχα κυριολεκτικά το μάτι μου ...γαρίδα, όταν ξαφνικά εντόπισα αυτό το σπάνιο είδος γαρίδας να ζει στα δέντρα, στους θάμνους και στο έδαφος, σε τεράστιο υψόμετρο, ενώ όλοι του οι συγγενείς είναι στην παραλία. Αυτό ήταν κάτι που μας προκάλεσε μεγάλη έκπληξη και δέος».
Αξίζει να σημειωθεί πως πλούσιο υλικό και πληροφορίες για τη σημαντική αυτή ερευνητική αποστολή, τα αποτελέσματα της οποίας έκαναν τον γύρο του κόσμου με τον εντοπισμό της έχιδνας του Ατένμπορο, είναι διαθέσιμο στο expeditioncyclops.org.
Η «Βίβλος» των εντόμων και το γράμμα που τον έφερε στην Οξφόρδη
Ο Λεωνίδας Ρωμανός Νταβράνογλου ήταν 5-6 ετών, όταν άρχισε να κυνηγάει ερπετά κι αμφίβια, όμως το κρυφτό με τους φίλους του ήταν αυτό που τού άνοιξε το «παράθυρο» στον κόσμο των εντόμων. «Μια φορά έπαιζα κρυφτό με φίλους μου κι είχα κρυφτεί σ' ένα δάσος και κοιτούσα το έδαφος. Τότε παρατήρησα πως ήταν γεμάτο έντομα, ότι δηλαδή κάτω από τα πόδια μας υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο αγνοούμε οι περισσότεροι. Και παρόλο που από μικρός είχα πάθος με τους δεινόσαυρους, με τα μεγάλα ζώα, αυτό το πάθος εξανεμίστηκε μεμιάς και κατευθύνθηκε απολύτως στα έντομα» εξιστορεί ο κ. Νταβράνογλου.
«Ήμουν περίπου 7 ετών και η μητέρα μου με πήγε σε ένα βιβλιοπωλείο. Εκεί εντόπισα ένα βιβλίο στα αγγλικά που λέγεται Έντομα κι άλλα Αρθρόποδα, με συγγραφέα τον Τζον Μαγκάβιν από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Έγινε η προσωπική μου Βίβλος αυτό το βιβλίο. Αποφάσισα, λοιπόν, να γράψω μια επιστολή στον συγγραφέα, λέγοντας ότι "είμαι ο Λεωνίδας από την Ελλάδα και με ενδιαφέρουν πολύ τα έντομα". Μέσα σ' έναν μήνα έλαβα ένα τεράστιο δέμα από τον ίδιο, γεμάτο με απόχες, βιβλία κι όλα τ' άλλα εφόδια που χρειαζόταν για να καλλιεργηθεί αυτό το ενδιαφέρον. Όταν έφτασα 11-12 ετών, μού είπε: "είναι καιρός να έρθεις εδώ, στο Μουσείο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, για να μεταφέρουμε το πάθος σου αυτό σ' ένα άλλο επίπεδο". Έτσι κι έγινε κι έκτοτε πήγαινα κάθε χρόνο στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία...» αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Έλληνας ερευνητής.
Οι ιθαγενείς που τον έραναν με αγάπη, δώρα και ...πολύ φαγητό!
Αν η καταγραφή της έχιδνας του Ατένμπορο ήταν η κορυφαία στιγμή της αποστολής, για τον Λεωνίδα Νταβράνογλου αυτό που θα μείνει επίσης βαθιά χαραγμένο στην ψυχή του είναι η αγάπη που εισέπραξε από τους ιθαγενείς στα όρη των Κυκλώπων. Μια αγάπη που «μεταφράστηκε» σε δώρα -παραδοσιακά δόρατα, τσεκούρια κά- και επιπλέον φαγητό.
«Οι ιθαγενείς της περιοχής είναι από τους πιο φιλικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ, ζουν σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον τους και λόγω της γεωγραφικής θέσης τους σπάνια βλέπουν ξένους, κυρίως από χώρες του ευρωπαϊκού βορρά. Όποτε, λοιπόν, άκουγαν ότι είμαι Έλληνας, δεν μπορώ να περιγράψω πόσο χαρούμενοι ήταν. Μου έλεγαν "δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκεται η Ελλάδα και πώς μοιάζει, αλλά ξέρουμε πως πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο πολιτισμό και είναι τιμή μας που σε έχουμε εδώ πέρα". Είχαν, μάλιστα, κάνει μια σύσκεψη οι φύλαρχοι διάφορων χωριών της περιοχής και με έβαλαν να μιλήσω στα ελληνικά. Χάρηκαν, δε, τόσο πολύ όταν άκουσαν την ελληνική γλώσσα, που άρχισαν να μου δίνουν επιπλέον φαγητό, ενώ όποιο χωριό κι αν επισκεπτόμουν, με "έλουζαν" με δώρα!» θυμάται με συγκίνηση ο κ. Νταβράνογλου.
«Τέτοια τιμή δεν έχω λάβει ποτέ στη ζωή μου. Πιστεύω ότι όταν κάποιος πάει στο εξωτερικό, πρεσβεύει, αντιπροσωπεύει τη χώρα του, ιδίως όταν πάει σε μια τόσο απομακρυσμένη περιοχή. Κι επειδή πολλοί γηγενείς είναι συνάδελφοί μας πλέον και ήταν απίστευτα σημαντικό κομμάτι της αποστολής μας, θα έλεγα πως έχω δημιουργήσει φίλους για μια ζωή» καταλήγει ο Έλληνας ερευνητής και τονίζει πως ανυπομονεί να επιστρέψει στην περιοχή.