ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ COVID-19 ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο κορονοϊός, ο φόβος, η ανασφάλεια, η μοναξιά της ΜΕΘ και η επόμενη ημέρα

Βαγγέλης Στολάκης27 Απριλίου 2021

Την ώρα, που κόσμος συγχρωτίζεται σε πλατείες και ορισμένοι ακόμα και σήμερα, ένα χρόνο και κάτι μετά την εμφάνιση του «ασθενούς μηδέν» στη χώρα μας, αρνούνται πως υπάρχει κορονοϊός και πως τα εμβόλια θα μας προστατεύσουν από την COVID- 19, υπάρχουν πρώην ασθενείς που αν και δεν νοσούν ταλαιπωρούνται μήνες ολόκληρους. Είναι οι άνθρωποι που ξαφνικά, και πολλοί χωρίς να γνωρίζουν που και πως κόλλησαν μεταφέρθηκαν με ένα ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, είπαν «αντίο» στα αγαπημένα τους πρόσωπα, αφού δεν γνώριζαν εάν θα βγουν από την ΜΕΘ ζωντανοί, έδωσαν την δυσκολότερη ίσως μάχη της ζωής τους και βγήκαν νικητές. Μιλούν στη «ΜτΚ» ο καθένας για την δική του εμπειρία που «κόβει την ανάσα», την δύσκολη περίοδο που ακολούθησε, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους αρνητές αλλά και τα συναισθήματα που τους δημιουργούνται κάθε φορά που ο ΕΟΔΥ ανακοινώνει τον αριθμό των νέων κρουσμάτων, των νεκρών αλλά και όσων νοσηλεύονται διασωληνωμένοι σε ΜΕΘ.

Μία τέτοια συγκλονιστική ιστορία μοιράζεται ο Γιώργος Νικολίτσης από τη Θεσσαλονίκη που παρέμεινε στο νοσοκομείο Γ. Παπανικολάου για 32 ολόκληρες ημέρες, 16 εκ των οποίων σε ένα κρεβάτι της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, διασωληνωμένος και κατάφερε να βγει νικητής. Τέσσερις μήνες μετά και ο κ. Νικολίτσης ταλαιπωρείται ακόμα από τις συνέπειες του κορονοϊού. Συνεχίζει τις φυσικοθεραπείες, δυσκολεύεται στην αναπνοή σημειώνοντας «τα πνευμόνια μου είναι χάλια» και δεν μπορεί να σταθεί όρθιος για περισσότερο από μισή ώρα, ενώ την περασμένη Παρασκευή υποβλήθηκε σε νέες εξετάσεις. «Όταν έφυγα από το σπίτι με το ασθενοφόρο, πίστευα ότι δεν θα επέστρεφα. Είχα δώσει τους κωδικούς pin από τις κάρτες μου και είχα ενημερώσει τους συγγενείς μου. Οι γιατροί είχαν προετοιμάσει τους δικούς μου ψυχολογικά και τους έλεγαν να το πάρουν απόφαση ότι θα φύγω. Έγινε θαύμα» λέει ο κ. Νικολίτσης. «Δεν τελειώνεις έτσι απλά με τον ιό. Εγώ έχω ακόμα δρόμο. Φανταστείτε ότι και στο σπίτι όταν βγήκα συνέχισα να αναπνέω με μηχανική υποστήριξη» αναφέρει.

«Στις 16 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους με έπιασε βήχας. Πήρα τηλέφωνο τον οικογενειακό μας γιατρό και μου είπε να πάρω ένα χάπι. Την πέμπτη ημέρα μου έδωσε αντιβίωση. Κάθισα σπίτι μου με πυρετό συνολικά δέκα ημέρες. Έκανα μοριακό τεστ και βγήκα αρνητικός. Όταν ανέβασα 40 πυρετό ανησύχησα. Στις 27 Δεκεμβρίου πήγα στο νοσοκομείο. Τη δεύτερη ημέρα είχα μεγάλη δύσπνοια και οι γιατροί με διάφορα μηχανήματα οξυγόνου επιχείρησαν να μου παράσχουν την απαραίτητη για τον οργανισμό μου ποσότητα» περιγράφει ο κ. Νικολίτσης και θυμάται λεπτό προς λεπτό όλα όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν της διασωλήνωσής του στη ΜΕΘ του νοσοκομείου. Σημειώνεται πως ο ίδιος πριν νοσήσει από COVID-19 δεν είχε κάποιο άλλο υποκείμενο νόσημα.

Ο Γιώργος Νικολίτσης την πρώτη ημέρα νοσηλείας του στο νοσοκομείο Γ. Παπανικολάου.

«Με γύριζαν με σεντόνι»

«Αρχικά ήμουν σε απλή κλίνη, αλλά η κατάστασή μου χειροτέρευε. Μου είπαν οι γιατροί πως θα ήταν καλύτερο να με διασωληνώσουν. Έμεινα μέσα στη ΜΕΘ 16 ολόκληρες ημέρες. Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Στη συνέχεια με πήγαν σε Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας, όπου έμεινα πέντε ημέρες. Τα πρώτα δύο εικοσιτετράωρο ήταν δύσκολα, καθώς δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Μετά βρέθηκα στην Μονάδα Αναπνευστικής Ανεπάρκειας, όπου κάθισα δέκα ημέρες. Στη συνέχεια πήγα σπίτι. Όσο ήμουν στο νοσοκομείο και περίπου για δύο εβδομάδες από όταν επέστρεψα σπίτι δεν μπορούσα να κουνηθώ. Με γύριζαν με σεντόνι. Δεν μπορούσα να κουνήσω ούτε το κεφάλι μου. Μόνο τα μάτια και λίγο τα δάχτυλα από το δεξί μου χέρι. Είχα πάθει 95% μυοπάθεια. Ακόμα δεν έχει επανέλθει ο οργανισμός μου. Τα δάχτυλά μου ακόμα είναι μουδιασμένα» σημειώνει ο κ. Νικολίτσης.

«Τις τελευταίες δύο βδομάδες περπατάω λίγο καλύτερα. Όχι έξω, μόνο στο σπίτι» τονίζει και συμπληρώνει πως ο κορονοϊός εκτός από τα πνευμόνια τον «χτύπησε» και στα νεφρά, ενώ την έβδομη ημέρα της παραμονής τους στην ΜΕΘ υπέστη σηπτικό σοκ. Πατέρας έξι παιδιών ο 62χρονος Θεσσαλονικιός αναφέρει πως είναι ζωντανός από θαύμα. «Ό, τι σας μεταφέρω τώρα μου το είπαν τα παιδιά μου. Την 14η ημέρα ενώ βρισκόμουν στην ΜΕΘ πήραν τηλέφωνο τους δικούς μου και τους είπαν ότι δεν έχω ελπίδες. Είχα γεμίσει μικρόβια σε όλο μου το σώμα. Έπρεπε να το πάρουν απόφαση οι δικοί μου ότι δεν έχω ελπίδες. Την 15η ημέρα, ενώ είχαν προετοιμαστεί ψυχολογικά ότι θα έφευγα και πως δεν υπάρχει γυρισμός, δεν ξέρω τι έγινε, μάλλον θαύμα και την 16η μέρα με αποδιασωλήνωσαν και προσπάθησαν να μου δώσουν οξυγόνο με ένα άλλο μηχάνημα. Τελικά, χάρη στους γιατρούς και τους νοσηλευτές τα κατάφερα» υποστηρίζει.

Ο κ. Νικολίτσος δεν γνωρίζει πως μπορεί να κόλλησε την ασθένεια, λέγοντας ότι φορούσε μάσκα, τηρούσε αποστάσεις και απέφευγε να κυκλοφορεί, καθώς η σύζυγός του ανήκει στις ευπαθείς ομάδες. «Υποψιάζομαι από που μπορεί να κόλλησα. Εγώ κόλλησα τον γιο μου» λέει.

Τον ρωτώ πως αισθάνθηκε όταν τον ενημέρωσαν πως θα προχωρήσουν σε καταστολή για να τον διασωληνώσουν. «Όταν είδα το φορείο και τον αναισθησιολόγο, το κατάλαβα. Κι εγώ στο παρελθόν ήμουν νοσοκόμος. Δεν φοβήθηκα. Έκανα την προσευχή μου και μετά με κοίμισαν. Φοβήθηκα όταν με πήρε από το σπίτι το ασθενοφόρο. Είπα μέσα μου πως δεν θα γυρίσω ξανά» απαντά ο κ. Νικολίτσης. «Όσο ήμουν στην απλή κλίνη μιλούσα με τους δικούς μου. Ζητούσα συμπαράσταση και τους έδινα δύναμη, τους έλεγα ότι όλα θα πάνε καλά» συμπληρώνει.

Αφόρητη η μοναξιά

«Την μοναξιά αυτής της ασθένειας δεν την βίωσα στο νοσοκομείο μόνο. Την βίωσα από το σπίτι. Ήμουν κλεισμένος στο δωμάτιο και η σύζυγος μου άφηνε φαγητό στην πόρτα. Στο νοσοκομείο νιώθεις πολύ μόνος. Εάν ειδικά ο χαρακτήρας σου είναι αδύναμος. Εγώ δούλευα στο ‘Θεαγένειο’ ως νοσηλευτής. Αυτά που έβλεπα ήταν κάτι το διαφορετικό. Η εμπειρία με τον κορονοϊό ήταν επώδυνη, επίπονη. Ήταν μαρτύριο. Δεν μπορούσα να κουνήσω το κεφάλι μου, τα χέρια μου. Ήθελα να μιλήσω και δεν έβγαινε φωνή. Διψούσα και μου έδιναν νερό με το σταγονόμετρο γιατί δεν έπρεπε, για να μην πνιγώ» τονίζει ο κ. Νικολίτσης.

«Όταν με αποδιασωλήνωσαν μου είπε μία νοσηλεύτρια πως πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό γιατί πολλοί από τους άλλους ασθενείς που ήταν στη ΜΕΘ δεν θα καταφέρουν. Αυτό θυμάμαι κάθε φορά που ακούω τον αριθμό των διασωληνωμένων κάθε απόγευμα» υποστηρίζει ο κ. Νικολίτσης, καλεί τον κόσμο να προσέχει και να τηρεί τα μέτρα και ευχαριστεί ιδιαιτέρως τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του «Γ. Παπανικολάου» που τους χαρακτηρίζει «ήρωες».

«Το μυαλό σου συνέχεια σκέφτεται το κακό»

Ο Φ.Τ., ο οποίος δεν θέλησε να δημοσιεύσουμε τα στοιχεία του, ζει σε περιοχή εκτός Θεσσαλονίκης και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ για δύο εβδομάδες, σε απλή κλινική για κορονοϊό και όχι σε κάποια Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. «Δεν ξέρω που κόλλησα. Το οξυγόνο μου έπεσε και χρειάστηκε να νοσηλευτώ. Δεν ανέβασα πυρετό, ούτε είχα κάποιο σύμπτωμα. Όταν αντιλήφθηκα πως κάτι δεν πάει καλά με την υγεία μου, επισκέφτηκα το κέντρο υγείας κι από εκεί με μετέφεραν στο νοσοκομείο» περιγράφει. «Ευτυχώς, υπάρχουν τα κινητά αλλιώς η νοσηλεία θα ήταν πιο δραματική εμπειρία» εξομολογείται στη «ΜτΚ» και αναφέρεται στην μοναξιά που αισθάνονται όσοι νοσούν στα νοσοκομεία μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους φίλους και τους συγγενείς. «Το μόνο που βλέπεις είναι τα μάτια των νοσοκόμων. Φοβήθηκα ότι θα χρειαστεί να διασωληνωθώ, αλλά τελικά τα κατάφερα. Επειδή είσαι μόνος, το μυαλό σου συνέχεια σκέφτεται το αρνητικό, το κακό. Η μόνη παρηγοριά που είχα ήταν ο διπλανός μου» σημειώνει. Ο Φ.Τ. χρειάστηκε να μείνει στο νοσοκομείο για διάστημα δύο εβδομάδων, ενώ μετρά τώρα τέσσερις εβδομάδες άφησε πίσω του την ασθένεια. «Ωστόσο, ακόμα και σήμερα κουράζομαι. Πρέπει να με παρακολουθεί γιατρός» καταλήγει.

Η ανασφάλεια της επόμενης ημέρας

Ο Ιωάννης Μπαλτάς είναι συντονιστής διευθυντής της Νευροχειρουργικής Κλινικής του νοσοκομείου Γ. Παπανικολάου. Διαγνώστηκε θετικός στον κορονοϊό στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου και μία εβδομάδα αργότερα κρίθηκε απαραίτητη η εισαγωγή του. «Βρέθηκα ένα βήμα πριν τη διασωλήνωση» υποστηρίζει στη «ΜτΚ» και κάνει λόγο για «δύσκολο βίωμα». «Νοσηλεύτηκα για μια βδομάδα, ωστόσο για ένα μήνα μετά δυσκολευόμουν» λέει. Ο ίδιος μιλά για μια ασθένεια στην οποία ο ασθενής έχει να αντιμετωπίσει την απομόνωση και την ανασφάλεια. «Ήταν σαν να ήμουν σε απομονωτήριο, όπως είναι τα κελιά της φυλακής. Δεν βλέπαμε τα οικεία μας πρόσωπα, παρά μόνο τους γιατρούς και τους νοσηλευτές κι αυτούς με στολές. Δεν μπορούσα να τους δω να χαμογελούν όταν η κατάσταση της υγείας μου καλυτέρευε» υπογραμμίζει. Και συμπληρώνει: «Υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια για την επόμενη ημέρα. Ο ασθενής δεν ξέρει τι του ξημερώνει» τονίζει και συμπληρώνει ο κ. Μπαλτάς πως το ίδιο το φαινόμενο της πανδημίας ισοπέδωσε «τις ταξικές διαφορές».

Ο Ξ.Ξ. είναι εκπαιδευτικός από τη Θεσσαλονίκη. Στις 20 Νοεμβρίου, στην κορύφωση δηλαδή του δεύτερου κύματος μετά από τεστ στο οποίο υποβλήθηκε διαγνώστηκε θετικός και μεταφέρθηκε στο «ΑΧΕΠΑ». Έμεινε στο νοσοκομείο 27 ολόκληρες ημέρες. «Οι επτά πρώτες ημέρες ήταν δύσκολες. Με ορό, αντιβιώσεις και μηχανική υποστήριξη και φυσικά την συνεισφορά γιατρών και νοσηλευτών προσπαθούσα να το αντιμετωπίσω. Δεν διασωληνώθηκα, γιατί ο οργανισμός μου το πάλεψε και τα κατάφερε. Τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα είχα παραισθήσεις. Ακόμα και σήμερα, τόσους μήνες μετά ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πιο εύκολα όταν περπατάω. Όταν βγήκα από το νοσοκομείο με το ζόρι στεκόμουν στα πόδια μου. Έχασα είκοσι κιλά μέσα σε ένα μήνα» υποστηρίζει μιλώντας για την ιστορία του. Φέρνοντας μάλιστα στο νου του, τις πρώτες ώρες που βρέθηκε στο νοσοκομείο εξομολογείται πως «ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα τόσο πολύ στη ζωή μου. Δεν ήξερα τι μου ξημερώνει» καταλήγει ο Ξ.Ξ.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25 Απριλίου 2021

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.