Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών διεξάγεται σήμερα στη Βραζιλία έπειτα από σειρά σκανδάλων, ανατροπών και άλυτων επί σειρά ετών προβλημάτων όπως η εγκληματικότητα και η διαφθορά. Μέσα σε αυτό το κλίμα δυο πολιτικοί εντελώς διαφορετικοί, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο και ο Φερνάντο Χαντάντ διεκδικούν σήμερα Κυριακή την ψήφο των Βραζιλιάνων. Το makthes.gr συνομίλησε με τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στο Σάο Πάολο, Στέλιο Χουρμουζιάδη, για το κλίμα το οποίο επικρατεί, τη διαφορετικότητα των υποψηφίων αλλά και την ελληνική ομογένεια που βρίσκεται εκεί.
Η τηλεφωνική συνομιλία έγινε μια μέρα με βροχή, μια ανοιξιάτικη βροχή καθώς η χώρα και το ημισφαίριο βαδίζει προς το καλοκαίρι. Ο κ. Χουρμουζιάδης ανέφερε πως θα μπορούσε να είναι έτσι περίεργος ο καιρός όπως και οι εκλογές, «ως προς το γεγονός πως προέκυψαν στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα τελείως μη προβλέψιμα γεγονότα ως προς την έντασή τους και την απήχηση που είχαν στον κόσμο. Αυτό που όλοι οι αναλυτές επισημαίνουν κι όλα τα στατιστικά στοιχεία και οι δημοσιογραφικές αναλύσεις καταδεικνύουν είναι πως το σημείο που προκάλεσε μεγάλη έκπληξη είναι ότι κανείς δεν μπόρεσε να προβλέψει το μεγάλο ποσοστό, το οποίο έλαβε ο προεδρικός υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Φιλελεύθερου Κόμματος, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο στον α’ γύρο. Το αποτέλεσμα αυτό εξέπληξε όλους παρά την αναμενόμενη πτώση του Εργατικού Κόμματος, η οποία αιτιολογείται και λόγω των πολλών ετών -13, 14 ετών-, που κυβέρνησε τη χώρα και ως συνέπεια διαφόρων σκανδάλων τα οποία έπληξαν τη Βραζιλία και δυσαρέστησαν πολύ το εκλογικό σώμα.
Πώς ήταν το κλίμα της προεκλογικής εκστρατείας;
«Υπήρξε μια έντονη πόλωση, την οποία κατέγραψαν όλα τα μέσα. Ο λόγος είναι διαφορετικός, εστιασμένος στα πρόσωπα. Το εκλογικό σώμα έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ένα εκ των οποίων είναι το ότι έχει αρκετή προσήλωση στα πρόσωπα, στο ύφος και την παρουσία τους – δεν πρόκειται τόσο για λιγότερη προσοχή σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα. Πρόκειται για ένα παιχνίδι που ενδιαφέρει τους ψηφοφόρους: θέλουν να δουν τη φιγούρα, την προσωπικότητα, τη δυναμικότητα του υποψηφίου. Επίσης, είναι σημαντικό να τονιστεί και το πλήθος των προεδρικών υποψηφίων».
Οι δυο τελικοί υποψήφιοι είναι εντελώς διαφορετικοί;
«Είναι γεγονός πως Μπολσονάρο και Χαντάντ προέρχονται από κόμματα με διαφορετική πολιτική ιδεολογική προέλευση. Ο Μπολσονάρο προέρχεται από ένα κόμμα δεξιό φιλελεύθερο, έχει εκφραστεί δημόσια με θέσεις τις οποίες μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν μπορεί να δει θετικά. Από την άλλη το αποτέλεσμα της κάλπης του πρώτου γύρου είναι αδιαμφισβήτητο και δείχνει επίσης πως υπάρχει πολύ μεγάλη υποστήριξη. Βεβαίως το Εργατικό Κόμμα είναι ένα κόμμα παραδοσιακό αριστερής ιδεολογίας, κυβέρνησε αρκετά χρόνια στη διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν σκάνδαλα. Κι αυτό που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις είναι πως η ψήφος του α’ γύρου στράφηκε καθαρά εναντίον του Εργατικού Κόμματος. Εκφράστηκε δηλαδή η δυσαρέσκεια για τη διακυβέρνηση πολλών ετών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με μια πολιτική καμπάνια του Μπολσονάρο, ο οποίος εστίασε σε μια σειρά θεμάτων που αφορούν και προβληματίζουν τον πληθυσμό της Βραζιλίας όπως η βία, τα προβλήματα τα οποία έχουν προκύψει τελευταία με τις μεταναστευτικές ροές από τη Βενεζουέλα και ο αναμενόμενος πολιτικός λόγος περί ανάπτυξης και σταθερότητας της οικονομίας –ας μην ξεχνάμε πως και η Βραζιλία περνά μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις τα τελευταία 4 χρόνια- όλα αυτά συνέβαλαν στο να υπάρξει κάποιο κύμα και μεγαλύτερη κινητοποίηση προς τον καινούριο και αδοκίμαστο υποψήφιο.
Ο Μπολσονάρο δεν έχει δοκιμαστεί σε πολιτική θέση εξουσίας ούτε το κόμμα του ήταν τέτοιο. Τέλος, καταγράφεται μια αναμονή των εξελίξεων διότι ανεξαρτήτως του νικητή σε επίπεδο τόσο εντός των πολιτειών όσο και της χώρας, στο σύνολό της, έχει σημειωθεί μεγάλη αλλαγή προσώπων. Παραδοσιακές οικογένειες και άτομα που κατείχαν στο παρελθόν θέσεις εξουσίας σε επίπεδο πολιτειακό και ομοσπονδιακό έχουν μείνει εκτός παιχνιδιού κι αυτό έχει επιφέρει κατά κάποιον τρόπο μια ανασφάλεια κι έχει θέσει ένα μεγάλο ερώτημα σχετικά με το πώς θα λειτουργήσει το Κοινοβούλιο, η Γερουσία με τέτοια μεγάλη ανανέωση. Είναι κι αυτό ένα μεγάλο διακύβευμα και ένα αναπάντητο ερώτημα».
Τέλος, ρωτήθηκε ο κύριος Χουρμουζιάδης και για την ελληνική κοινότητα στη Βραζιλία. Ανέφερε πως πρόκειται για μια μεγάλη χώρα με μεγέθη ηπείρου και περίπου 210 εκατομμύρια κατοίκους. «Η ομογένεια στο σύνολο της χώρας αριθμεί περί τους 35.000 ανθρώπους πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς. Οι Έλληνες άρχισαν να πηγαίνουν στη Βραζιλία στα τέλη του 19ου αιώνα και σε δυο μεγάλα κύματα: μετά τη μικρασιατική καταστροφή το πρώτο και τη δεκαετία 50-60 το δεύτερο. Στο Σάο Πάολο, τον Άγιο Παύλο στα ελληνικά, ζει η μεγαλύτερη κοινότητα που αριθμεί περί των 20-25.000 ανθρώπων ελληνικής καταγωγής. Έχουμε εκκλησία στην παλαιά εμπορική συνοικία, το Μπρας, εκεί όπου δραστηριοποιείται εν μέρει ακόμα οικονομικά η ομογένεια, μαθήματα γλώσσας, ένα ενδιαφέρον ιδιωτικό κέντρο ελληνικών σπουδών, το Αρετή, που πραγματοποιεί εστιασμένο πολιτιστικό έργο. Ακόμη, εδώ στο Σάο Πάολο, την οικονομική πρωτεύουσα και την πολυπληθέστερη πόλη με 12 εκατομμύρια στη στενή, 22 εκατομμύρια στην ευρύτερη έκταση της πόλης, έχουμε και το γραφείο οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων της πρεσβείας που λειτουργεί ελέω και λόγω της μεγάλης οικονομικής σημασίας της πόλης και της πολιτείας του Σάο Πάολο».