Όπως ο ίδιος ο φινλανδός συγγραφέας Μίκα Βάλταρι διευκρινίζει, το ογκώδες μυθιστόρημά του " Ιωάννης Αγγελος" διαδραματίζεται στην Κωνσταντινούπολη στο διάστημα από 12 Δεκεμβρίου 1452, ημέρα κατά την οποία αναγγέλθηκε δημόσια στην Αγία Σοφία η διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών, ως τις αρχές Ιουνίου, τρεις ημέρες μετά την Άλωση. Πρωταγωνιστής του ένας δυτικός μισθοφόρος, ο οποίος βιώνει την παραίτηση των ίδιων των Βυζαντινών από την υπεράσπιση της Πόλης, το ξεχαρβάλωμα της όποιας "κρατικής μηχανής", το θρίαμβο των καπηλειών, τον ηρωισμό μερικών ελάχιστων τελευταίων μαχητών.
Ο Ιωάννης Αγγελος, μισοπραγματικό, μισοφανταστικό άτομο, μοιάζει να υιοθετεί την Κωνσταντινούπολη σα γενετειρά του. μαζί της βιώνει το τέλος της, που είναι και δικό του. Εμμέσως, με τον τρόπο του ιστορικού μυθιστορήματος ( στις καλές στιγμές του είδους ) , μισ δυτική ανάγνωση των γεγονότων, συγκερασμένη με την καταγραφή των αυτοπτών ιστορικών. Πηγές του οι εκ Βυζαντίου ιστορικοί και αυτόπτες μάρτυρες Γεώργιος Σφραντζής και Μιχαήλ Δούκας, αλλά και ο έγκυρος Ενετός Νικολό Μπάρμπαρο, με τη δική του αντίληψη επί του θέματος. Από τον πυκνό και γλαφυρό αφηγηματικό ιστό του έργου επιλέγουμε το απόσπασμα το οποίο περιγράφει την 29η Μαϊου, αφού το σύνολο του μυθιστορήματος ακολουθεί ημερολογιακή δομή:" 29 Μαϊου 1453. Εάλω η Πόλις. Αυτή η κραυγή θ' αντηχεί όσο υπάρχει κόσμος.
Αν έπειτα από αιώνες ξαναγεννηθώ, αυτές οι λέξεις θα γεμίζουν τα μάτια μου τρόμο και οι τρίχες των μαλλιών μου θα ορθώνονται. Θα τις θυμάμαι αυτές τις λέξεις και θα τις αισθάνομαι πάντα, ακόμη κι αν δε θυμάμαι τίποτε άλλο, ακόμα κι αν από τη μνήμη μου σβηστεί κάθε άλλη ανάμνηση. Αυτές τις λέξεις θα τις αναγνωρίζω πάντα. Εάλω η Πόλις.Όμως ακόμα ζω. Έτσι το θέλησε η μοίρα. Πρέπει να πιώ ως τον πάτο το ποτήρι του θανάτου, να δω με τα ίδια μου τα μάτια την καταστροφή της πόλης μου και του λαού μου. Γράφω λοιπόν. Μα για να μπορέσω να γράψω, θα 'πρεπε να βουτήξω την πένα μου στο αίμα και με αίμα να χαράξει κάθε γράμμα. Και το αίμα δε μου λείπει. Έχει πήξει στα ρείθρα του δρόμου κι αναβλύζει ακόμα από τα τραύματα των ετοιμοθανάτων. Ο μεγάλος δρόμος, ο Ιππόδρομος και η περιοχή γύρω από τη μεγάλη εκκλησία είναι γεμάτα πτώματα, τόσα πολλά πτώματα που δεν μπορείς να περπατήσεις χωρίς να τα πατήσεις. Νύχτωσε πάλι. Κάθομαι στο σπίτι μου που το προστατεύει μια σημαία δεμένη σ´' ένα ακόντιο. Βούλωσα τ' αυτιά μου με κερί για να μην ακούω τις κραυγές των γυναικών και των παιδιών που κακοποιούνται, τα ζωώδη μουγκρητά των ληστών που αλληλοσφάζονται, την αγωνιώδη επιθανάτιο κραυγή της πόλης μου που γεμίζει ασταμάτητα τη νύχτα.Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου.
Γράφω κι ας τρέμει το χέρι μου κι ας τρέμει ολόκληρο το κορμί μου. Όχι από φόβο. Όχι για μένα. Έτσι κι αλλιώς θεωρώ πως η ζωή μου έχει μικρότερη αξία απ´' όσο ένας κόκκος άμμου. Αλλά για τον πόνο και την αγωνία που αναβλύζει ολόγυρά μου από χιλιάδες πηγές, αυτή τη νύχτα τη γεμάτη τρόμο".